Την αναρρίχηση του δημοσίου χρέους σε ιστορικό υψηλό -ως ποσοστό του ΑΕΠ- αποτυπώνει η ετήσια έκθεση του υπουργείου Οικονομικών. Είναι το αποτέλεσμα της αύξησης του καθαρού δανεισμού κατά 30 δισ. ευρώ μέσα στην προηγούμενη χρονιά, ποσό που διοχετεύτηκε κατά κύριο λόγο για να δημιουργηθεί το «μαξιλάρι ασφαλείας» για το χρέος. Παρά την αύξηση του δανεισμού, οι κινήσεις αναδιάρθρωσης είχαν ως αποτέλεσμα τη σταθεροποίηση του κόστους εξυπηρέτησης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Την αναρρίχηση του δημοσίου χρέους σε ιστορικό υψηλό -ως ποσοστό του ΑΕΠ- αποτυπώνει η ετήσια έκθεση του υπουργείου Οικονομικών. Είναι το αποτέλεσμα της αύξησης του καθαρού δανεισμού κατά 30 δισ. ευρώ μέσα στην προηγούμενη χρονιά, ποσό που διοχετεύτηκε κατά κύριο λόγο για να δημιουργηθεί το «μαξιλάρι ασφαλείας» για το χρέος. Παρά την αύξηση του δανεισμού, οι κινήσεις αναδιάρθρωσης είχαν ως αποτέλεσμα τη σταθεροποίηση του κόστους εξυπηρέτησης.
Με τη μετατροπή του επιτοκίου από κυμαινόμενο σε σταθερό για το 90% του χρέους, αλλά και την αύξηση της μέσης διάρκειας αποπληρωμής στα 16 χρόνια, ουσιαστικά η Ελλάδα θα έχει το ίδιο κόστος εξυπηρέτησης για τα επόμενα 13 χρόνια. Το γεγονός αυτό, μπορεί να βοηθήσει ακόμη και στις διαπραγματεύσεις για την επαναδιαπραγμάτευση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Κινήσεις αναδιάρθρωσης
Τα αποτελέσματα των κινήσεων αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους που έγιναν από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) κυρίως μέσω παραγώγων, αποτυπώνει η ετήσια έρευνα για το δημόσιο χρέος και τον δανεισμό της χώρας. Ο μέσος σταθμικός χρόνος ανατιμολόγησης του δημοσίου χρέους (Weighted Average Time to Next Re-fixing) έχει φτάσει μετά τις κινήσεις αναδιάρθρωσης στα 13,01 έτη. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το κόστος διαχείρισης του δημοσίου χρέους -το οποίο αυτή τη στιγμή είναι ένα από τα χαμηλότερα μεταξύ των χωρών μελών της Ευρωζώνης- θα παραμείνει ουσιαστικά το ίδιο μέχρι και το 2032.
Ο «καθαρός διάδρομος» των 13 ετών μπορεί να αποτελέσει ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια της επόμενης κυβέρνησης, εφόσον επιδιώξει να επαναδιαπραγματευτεί τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων κάτω από το όριο του 3,5% νωρίτερα από τη συμφωνημένη χρονιά (2022). Διατήρηση του κόστους διαχείρισης του χρέους στο ίδιο επίπεδο, ενώ η οικονομία θα αναπτύσσεται, σημαίνει ότι θα χρειάζεται ολοένα και μικρότερο ποσοστό του ΑΕΠ για να καλύπτονται οι τόκοι χωρίς να απαιτείται πρόσθετος δανεισμός (δηλαδή για να αρκεί το πρωτογενές πλεόνασμα προκειμένου να πληρώνονται οι τόκοι). Άρα, αυτομάτως «απελευθερώνεται» πρωτογενές πλεόνασμα για να χρησιμοποιηθεί για άλλους σκοπούς (χρηματοδότηση κοινωνικής πολιτικής, μείωση φόρων κ.λπ.).
Αυτό αναφέρεται και στη σχετική έκθεση: «Κατά το 2018, συνεχίστηκε η αξιοποίηση και η βέλτιστη διαχείριση των ταμειακών διαθεσίμων των φορέων της γενικής κυβέρνησης μέσω της εφαρμογής προγράμματος πράξεων διαχείρισης ταμειακής ρευστότητας υπό την μορφή repo agreements τις οποίες συνάπτει ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ)». Όπως αναφέρεται, με το πρόγραμμα αυτό, «αξιοποιείται πλέον το 75% του συνόλου των ταμειακών διαθεσίμων των φορέων της γενικής κυβέρνησης οι οποίοι εξασφαλίζουν υψηλές αποδόσεις για τα διαθέσιμά τους επ’ ωφελεία τόσο του δημοσιονομικού αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης όσο και γενικότερα της βιωσιμότητας του χρέους».
Εκτός από τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν μέσα στο 2018 -και τα αποτελέσματα των οποίων αποτυπώνονται στην ετήσια έκθεση για το χρέος που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα- θα εφαρμοστούν και άλλες αμέσως μετά τις εκλογές. Μεταξύ αυτών, η σταδιακή μείωση του βραχυχρόνιου δανεισμού μέσα από τη μετατροπή των εντόκων γραμματίων τρίμηνης και εξάμηνης διάρκειας σε ετήσια, αλλά και τη συνολική μείωση της έκθεσης στα έντοκα γραμμάτια μέσα από την έκδοση νέων ομολόγων 5ετούς διάρκειας (τα οποία αυτή τη στιγμή έχουν και πολύ χαμηλή απόδοση της τάξεως του 1,3%). Επίσης, προωθείται η αποπληρωμή των «ακριβών» τμημάτων του χρέους (μεταξύ των οποίων και των οφειλών στο ΔΝΤ), κίνηση που επίσης θα περιορίσει τους τόκους.
Όπως αναφέρεται και στην ετήσια έκθεση για το χρέος, το 2018 συνεχίστηκε η στρατηγική μετατροπής του επιτοκίου με το οποίο τοκίζεται το ελληνικό χρέος από κυμαινόμενο σε σταθερό. Αυτή η στρατηγική υλοποιήθηκε κυρίως μέσω των πράξεων παραγώγων. Από την εφαρμογή αυτής της στρατηγικής προέκυψαν τα ακόλουθα αποτελέσματα:
1. Μειώθηκε στο 10,75% η συμμετοχή των υποχρεώσεων κυμαινόμενου επιτοκίου στο σύνολο του χαρτοφυλακίου δημοσίου χρέους. H μείωση αυτή σημαίνει και συρρίκνωση του επιτοκιακού κινδύνου.
2. Ο δείκτης του μέσου σταθμικού χρόνου ανατιμολόγησης του δημοσίου χρέους διαμορφώθηκε στα 13,01 χρόνια, επειδή η μέση σταθμική διάρκεια του χρέους διαμορφώθηκε στο τέλος του 2018 στα 18,17 χρόνια και επειδή η συμμετοχή των υποχρεώσεων σταθερού επιτοκίου στο σύνολο του χαρτοφυλακίου έφτασε στο 89,25%.
3. Το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης δημοσίου χρέους διαμορφώθηκε στο τέλος του 2018 στο 1,61%.
Οι μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες του Κρατικού Προϋπολογισμού κατά το έτος 2018 (εξαιρουμένου του stock του βραχυπρόθεσμου χρέους εντόκων και repos) ανήλθαν στο ποσό των 10,310 δισ. ευρώ και καλύφθηκαν:
Εκδόσεις
Τα ταμειακά διαθέσιμα διαμορφώθηκαν στο τέλος του 2018 στα 26,819 δισ. ευρώ από 948 εκατ. ευρώ που ήταν στο τέλος του 2017, αυξήθηκαν δηλαδή κατά 25,871 δισ. ευρώ. Οι εκδόσεις χρέους 34,64 δισ. ευρώ αποτελούνται από:
* Τα μακροπρόθεσμα δάνεια του Μηχανισμού Στήριξης (European Stability Mechanism-ESM) εντός του έτους τα οποία ανήλθαν σε 21,700 δισ. ευρώ με μεσοσταθμικό κόστος 1,43%.
* Την έκδοση νέου 7ετούς ομολόγου ονομαστικής αξίας 3 δισ. ευρώ, σταθερού επιτοκίου 3,375%, λήξεως 15-2-2025 και απόδοσης 3,50% με τιμή έκδοσης 99,236%, άρα ταμειακή εισροή 2,977 δισ. ευρώ.
* Πόρους από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων ύψους 36 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 1,771%.
* Από καθαρές εκδόσεις εντόκων γραμματίων 337 εκατ. ευρώ οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα το stock των εντόκων γραμματίων στο τέλος του 2018 να διαμορφωθεί στα 15,28 δισ. ευρώ. Οι μικτές εκδόσεις εντόκων γραμματίων 13 και 26 εβδομάδων και 52 εβδομάδων για το 2018 ανήλθαν σε 35,005 δισ. ευρώ με μεσοσταθμικό κόστος δανεισμού 0,93%, ενώ οι λήξεις εντόκων εντός του έτους ήταν 34,669 δισ. ευρώ.
* Από την έκδοση νέου βραχυχρόνιου χρέους REPO 9,590 δισ. ευρώ, διαμορφώνοντας το stock των Repo στο τέλος του 2018 στα 24,521 εκατ. ευρώ.
Διάρκεια δανεισμού
Η μεσοσταθμική διάρκεια του νέου δανεισμού για το 2018 διαμορφώθηκε στα 19,8 έτη, ενώ το μεσοσταθμικό κόστος του νέου δανεισμού -εκτός των συμφωνιών REPO- διαμορφώθηκε σε 1,39%.
Το χρέος της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ αναρριχήθηκε το 2018 στο υψηλότερο ιστορικά επίπεδο, ξεπερνώντας το 180% του ΑΕΠ. Σε απόλυτο αριθμό, το χρέος ανήλθε τον Δεκέμβριο του 2018 στα 358,948 δισ. ευρώ, με τον καθαρό δανεισμό του 2018 να φτάνει στα 30 δισ. ευρώ. Το διαπραγματεύσιμο κομμάτι του χρέους ανέρχεται στα μόλις 66,8 δισ. ευρώ.
Πρόκειται για τα έντοκα γραμμάτια συνολικού ύψους 15,279 δισ. ευρώ, αλλά και τους μακροπρόθεσμους τίτλους (ομόλογα) συνολικού ύψους 51,55 δισ. ευρώ. Τα δάνεια ανέρχονται στα 292 δισ. ευρώ και είναι βραχυπρόθεσμα κατά 24,5 δισ. ευρώ (σ.σ.: αυτά είναι τα repos) και μακροπρόθεσμα κατά 267,5 δισ. ευρώ. Τα δάνεια του Μηχανισμού Στήριξης ανήλθαν στο τέλος του έτους στα 253,1 δισ. ευρώ. Τα δάνεια του ESM αντιπροσωπεύουν το 17% του συνολικού χρέους και του EFSF το 36%. Τα δάνεια που χορηγήθηκαν την Ελλάδα απευθείας από τις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης αντιπροσωπεύουν το 15% του χρέους, ενώ τα δάνεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου μόλις το 3%. Στα ομόλογα αντιστοιχεί το 14%, στα έντοκα γραμμάτια το 4% και στα repos το 7%.