Η προοπτική περαιτέρω χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής γίνεται πλέον η νέα νόρμα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), όπως άφησε να εννοηθεί ο πρόεδρός της Μάριο Ντράγκι, ο οποίος, πριν από μερικές ημέρες, έκανε τη μεγαλύτερη στροφή πολιτικής στη διάρκεια της οκταετούς θητείας του, όταν διαμήνυσε ότι η κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης θα προχωρήσει σε νέα μέτρα χαλάρωσης εάν ο πληθωρισμός δεν κλιμακωθεί. Η προοπτική αυτή θα δώσει περαιτέρω ανάσα στα επιτόκια των δανείων του ευρώ και ενδεχομένως να δημιουργήσει παράθυρο ευκαιρίας για τις οικονομίες που έχουν χτυπηθεί περισσότερο.
Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Η προοπτική περαιτέρω χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής γίνεται πλέον η νέα νόρμα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), όπως άφησε να εννοηθεί ο πρόεδρός της Μάριο Ντράγκι, ο οποίος, πριν από μερικές ημέρες, έκανε τη μεγαλύτερη στροφή πολιτικής στη διάρκεια της οκταετούς θητείας του, όταν διαμήνυσε ότι η κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης θα προχωρήσει σε νέα μέτρα χαλάρωσης εάν ο πληθωρισμός δεν κλιμακωθεί. Η προοπτική αυτή θα δώσει περαιτέρω ανάσα στα επιτόκια των δανείων του ευρώ και ενδεχομένως να δημιουργήσει παράθυρο ευκαιρίας για τις οικονομίες που έχουν χτυπηθεί περισσότερο.
Οικονομολόγοι του συμμετείχαν στο τελευταίο poll του Reuters προβλέπουν ότι μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου η ΕΚΤ είτε θα έχει μειώσει το επιτόκιο καταθέσεών της (σήμερα στο -0,40%) είτε θα αλλάξει ακόμη περισσότερο την κατευθυντήρια γραμμή της, δεσμευόμενη να διατηρήσει τα επιτόκια σε χαμηλότερο επίπεδο για πιο παρατεταμένη περίοδο. Παρά το γεγονός ότι τα επιτόκια της ΕΚΤ παραμένουν σε ιστορικό ναδίρ εδώ και χρόνια και παρά το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) ύψους 2,6 τρισ. ευρώ που εφαρμόζει η ΕΚΤ από το 2015, ο πληθωρισμός δεν έχει καταφέρει να φθάσει κοντά στον στόχο 2% της ΕΚΤ.
Το σύνολο των 45 οικονομολόγων, με εξαίρεση έναν, αναμένει ότι η ΕΚΤ θα χαλαρώσει περαιτέρω τη νομισματική πολιτική της σε συνδυασμό με τον νέο γύρο μακροπρόθεσμης φθηνής χρηματοδότησης (TLTROs) που έχει ήδη ανακοινώσει. To 80% των οικονομολόγων προβλέπει, εκτός από την περαιτέρω μείωση του επιτοκίου καταθέσεων, ότι η ΕΚΤ θα αποσύρει από τη λεκτική της οιαδήποτε αναφορά σε ενδεχόμενο μελλοντικής επιτοκιακής αύξησης. Κάποιοι επίσης οικονομολόγοι εκτιμούν ότι η ΕΚΤ θα θέσει σε επαναλειτουργία το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, θέση που καταδεικνύει μια στροφή 180 μοιρών από τις αρχικές προσδοκίες: οικονομολόγοι είχαν επανειλημμένως δηλώσει ότι δεν θα ήταν λάθος η κατάργηση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης.
Από το 2016
Η τελευταία φορά που η ΕΚΤ μείωσε τα επιτόκιά της ήταν τον Μάρτιο του 2016, όταν μείωσε το επιτόκιο καταθέσεων στο -0,40% και το επιτόκιο αναχρηματοδότησης στο μηδέν. Παρότι υπάρχουν κάποιοι οικονομολόγοι που εξακολουθούν να περιμένουν αυξήσεις το επόμενο έτος και παρότι η πλειονότητα θεωρεί ότι τα επιτόκια θα πρέπει να παραμείνουν αμετάβλητα έως τα τέλη του 2020, σε ποσοστό περίπου 70% έχουν υιοθετήσει πιο ήπιους τόνους συγκριτικά με το προηγούμενο poll. H πιο αξιοσημείωτη αλλαγή έγκειται στις προσδοκίες για το επιτόκιο καταθέσεων, που κάποιοι προβλέπουν μείωσή του ακόμη και στο -0,80% συγκριτικά με το -0,50% που είχαν προβλέψει τον Μάιο.
Η ΕΚΤ θα κάνει ό,τι χρειαστεί
Την προηγούμενη εβδομάδα, από το συνέδριο της ΕΚΤ στην Πορτογαλία, ο Ντράγκι έκανε μια εντυπωσιακή παρέμβαση, λέγοντας ότι η ΕΚΤ θα χρησιμοποιήσει όλα τα «όπλα» που έχει στη διάθεσή της για τη στήριξη της οικονομίας και την τόνωση του πληθωρισμού, θυμίζοντας την ιστορική φράση του 2012 «η ΕΚΤ θα κάνει ό,τι χρειαστεί» για να σώσει το ευρώ.
Η παρέμβαση Ντράγκι προκάλεσε πάρτι στις αγορές ομολόγων, που επιδόθηκαν σε ράλι των τιμών, με τις αποδόσεις σε περιφέρεια και «πυρήνα» να καταρρίπτουν νέα ιστορικά χαμηλά. Η τάση έγινε εμφανής και στα επιτόκια των εταιρικών ομολόγων, δημιουργώντας ευφορία και επενδυτικό αγοραστικό ενδιαφέρον. Στην ελληνική αγορά κρατικού χρέους, η απόδοση του 10ετούς έχει μειωθεί εντυπωσιακά, αρχίζοντας το έτος στο 4,37% και φθάνοντας σήμερα στο 2,40%, αποκλιμακούμενη περίπου 200 μονάδες βάσης. Εάν συνεχιστεί η πορεία αυτή, τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου θα μπορούσαν να αναβαθμιστούν σε επενδυτική βαθμίδα σε πιο σύντομο χρονικό διάστημα, κάνοντας έτσι εφικτή την αγορά τους από το ευρωσύστημα και συμβάλλοντας επιπλέον στη βελτίωση των δημοσιονομικών προοπτικών της χώρας.
Ανάσα σε πολλούς
Η προοπτική, δε, περαιτέρω χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής της Ευρωζώνης αναμένεται να κρατήσει σε χαμηλά επίπεδα τις αποδόσεις των κρατικών και εταιρικών ομολόγων, αλλά και να οδηγήσει σε αποκλιμάκωση των επιτοκίων σε διάφορες κατηγορίες δανείων, δίδοντας μια ανάσα στους καταναλωτές και γενικότερα στις οικονομίες που παρουσιάζουν ολοένα και μεγαλύτερη επιβράδυνση.
Ο ίδιος ο Ντράγκι υπογράμμισε την προηγούμενη εβδομάδα ότι από τον Μάιο του 2014 έως τον Μάρτιο του 2019 τα επιτόκια χορηγήσεων για τα νοικοκυριά και τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις μειώθηκαν σημαντικά, περίπου κατά 110 και 130 μονάδες βάσης, αντίστοιχα. Η μείωση στα τραπεζικά επιτόκια χορηγήσεων στις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και μικρές εταιρείες -υποθέτοντας ότι τα πολύ μικρά δάνεια έως 250.000 ευρώ χορηγούνται κυρίως σε μικρές επιχειρήσεις- ήταν πιο έντονη στις χώρες της Ευρωζώνης που ήταν περισσότερο εκτεθειμένες στην κρίση. «Για παράδειγμα, τα επιτόκια χορηγήσεων μειώθηκαν από τον Μάιο του 2014 κατά περίπου 100 μονάδες βάσης στη Γερμανία και 60 μονάδες βάσης στη Γαλλία, ενώ μειώθηκαν κατά περίπου 170 μονάδες βάσης στην Ισπανία και 200 μονάδες βάσης στην Ιταλία», εξήγησε ο Ντράγκι.
Όσον αφορά τις χορηγήσεις δανείων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά στο σύνολο της Ευρωζώνης, ο πρόεδρος της ΕΚΤ σημείωσε ότι ανέκαμψαν δυναμικά μετά τη θέσπιση των μη τυπικών μέτρων νομισματικής πολιτικής. Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης δανείων σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις διαμορφώθηκε στο +3,5% τον Μάρτιο του 2019 από -2,9% τον Μάιο του 2014, ενώ ο ετήσιος ρυθμός αύξησης δανείων σε νοικοκυριά διαμορφώθηκε στο 3,2% από -0,1%, αντίστοιχα.
Ανησυχίες από Γερμανία
Το δυσοίωνο οικονομικό περιβάλλον της Ευρωζώνης έρχονται να επιβεβαιώσουν τα νέα στατιστικά που ανακοινώθηκαν χθες σε Γερμανία, σύμφωνα με τα οποία το επιχειρηματικό κλίμα γνώρισε τον Ιούνιο τη μεγαλύτερη επιδείνωση από τον Νοέμβριο του 2014, γεγονός που εντείνει τις ανησυχίες ότι η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης βρίσκεται σε ύφεση στο δεύτερο τρίμηνο. Ο δείκτης επιχειρηματικού κλίματος του Ifo επιδεινώθηκε για τρίτο διαδοχικό μήνα τον Ιούνιο, στο 97,4 από 97,9 του Ιουνίου.
Την ίδια στιγμή, αναλυτές της UBS προειδοποίησαν ότι η παγκόσμια οικονομία οδεύει σε ύφεση και τα διεθνή χρηματιστήρια θα μπουν σε καθοδική αγορά (bear market) εάν καταρρεύσουν οι εμπορικές διαπραγματεύσεις ΗΠΑ-Κίνας αυτή την εβδομάδα.
Στήριξη των τραπεζών
Τα νέα δάνεια της ΕΚΤ προς τις τράπεζες θα μπορούσαν να στηρίξουν τον τραπεζικό δανεισμό και να βοηθήσουν τις τράπεζες να αναχρηματοδοτήσουν προηγούμενα αντίστοιχα δάνειά τους. Ενδεικτικό το γεγονός ότι τους τελευταίους μήνες οι χορηγήσεις δανείων προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις της Ευρωζώνης παρουσιάζουν εκρηκτική αύξηση, τη μεγαλύτερη εδώ και μία δεκαετία.
Στην Ελλάδα, ωστόσο, οι ρυθμοί χρηματοδότησης επιχειρήσεων και νοικοκυριών παραμένουν αρνητικοί από τον Δεκέμβριο του 2010. Η κύρια αιτία, πέρα από την κρίση, είναι η τεράστια αύξηση των κόκκινων δανείων, γεγονός που καθιστά τις τράπεζες ιδιαίτερα επιφυλακτικές για νέες χρηματοδοτήσεις. Τα τελευταία έτη, οι νέες πιστοδοτήσεις που καταγράφονται αφορούν συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα, με τη συμμετοχή κοινοτικών ταμείων ή του κρατικού προϋπολογισμού, είτε αναδιαρθρώσεις υφιστάμενων δανείων. Αντίθετα, ελάχιστες είναι οι νέες καθαρές χορηγήσεις, υπό τον φόβο δημιουργίας νέας γενιάς κόκκινων δανείων. Οι ελληνικές τράπεζες υπόσχονται νέες πιστοδοτήσεις και η αγορά περιμένει τη χρηματοδότηση, που στερήθηκε επί μία δεκαετία.
Η Ελλάδα
Ο Ντράγκι σε επιστολή του προς τον ευρωβουλευτή Νίκο Χουντή αναφέρθηκε συγκεκριμένα και στην Ελλάδα, εκφράζοντας την άποψη ότι «οι χρηματοδοτικές συνθήκες στη χώρα έχουν βελτιωθεί σημαντικά από τον Μάιο του 2014 χάρη στον θετικό αντίκτυπο του QE».
«Ο ρυθμός αύξησης των δανείων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα έγινε θετικός ξανά (ετήσιος ρυθμός αύξησης 1,7% τον Μάρτιο του 2019 έναντι -4,5% τον Μάιο του 2014) και τα επιτόκια χορηγήσεων δανείων μειώθηκαν κατά περίπου 200 μονάδες βάσης (δύο ποσοστιαίες μονάδες) από τον Μάιο του 2014».