Τα βλέμματα όλων είναι στραμμένα στη σύνοδο κορυφής του G20 την επόμενη εβδομάδα στην Ιαπωνία, όπου προετοιμάζεται η συνάντηση του Αμερικανικού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ με τον Κινέζο ομόλογό του Σι Τζινπίνγκ, με την προσδοκία ανακωχής ή ακόμη και μιας συμφωνίας στην εμπορική διαμάχη. Ενώ όμως δεν απομένουν παρά ελάχιστες ημέρες έως τη σύνοδο του G20, ο Τραμπ ανέβασε τους τόνους, βάζοντας πέντε ακόμη κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας στη «μαύρη λίστα», στην οποία έχει μπει από τον προηγούμενο μήνα και η Huawei. Από την πλευρά της, η Κίνα φέρεται να έχει τη δυναμική αλλά και την υπομονή να αντέξει τον όποιο εμπορικό πόλεμο, με το Πεκίνο να είναι διατεθειμένο να αγωνιστεί μέχρι τέλους εάν η αμερικανική κυβέρνηση επιμείνει.
Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Τα βλέμματα όλων είναι στραμμένα στη σύνοδο κορυφής του G20 την επόμενη εβδομάδα στην Ιαπωνία, όπου προετοιμάζεται η συνάντηση του Αμερικανικού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ με τον Κινέζο ομόλογό του Σι Τζινπίνγκ, με την προσδοκία ανακωχής ή ακόμη και μιας συμφωνίας στην εμπορική διαμάχη. Ενώ όμως δεν απομένουν παρά ελάχιστες ημέρες έως τη σύνοδο του G20, ο Τραμπ ανέβασε τους τόνους, βάζοντας πέντε ακόμη κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας στη «μαύρη λίστα», στην οποία έχει μπει από τον προηγούμενο μήνα και η Huawei, την οποία οι ΗΠΑ έχουν μπλοκάρει από αγορά αμερικανικού λογισμικού και ανταλλακτικών μερών. Η Huawei κατέθεσε αγωγή κατά των ΗΠΑ, επειδή το αμερικανικό υπουργείο Εμπορίου είχε προχωρήσει, πριν από δύο χρόνια, στην κατάσχεση τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού. Αμερικανοί αξιωματούχοι κίνησαν τότε έρευνα για το εάν ο εν λόγω εξοπλισμός χρειαζόταν εξαγωγική άδεια, χωρίς ωστόσο να έχει ακόμη ολοκληρωθεί.
Από την πλευρά της, η Κίνα φέρεται να έχει τη δυναμική αλλά και την υπομονή να αντέξει τον όποιο εμπορικό πόλεμο, με το Πεκίνο να είναι διατεθειμένο να αγωνιστεί μέχρι τέλους εάν η αμερικανική κυβέρνηση επιμείνει. Το Πεκίνο κάλεσε την Ουάσιγκτον, σύμφωνα με τον κινεζικό Τύπο, να βάλει στην άκρη όλους τους δασμούς που έχει επιβάλει στην Κίνα, εάν θέλει να διαπραγματευθεί μια εμπορική συμφωνία, επισημαίνοντας ότι μόνο ένας ισότιμος διάλογος μπορεί να επιλύσει το ζήτημα.
Πλήγμα και στην αμερικανική οικονομία
Άλλωστε, όπως έχουν προειδοποιήσει πολλές πλευρές, η επιβολή των αμερικανικών δασμών σε κινεζικά προϊόντα θα πλήξει στο τέλος την οικονομία των ΗΠΑ. Αναλυτικότερα, στην περίπτωση επιβολής των προτεινόμενων δασμών ύψους 300 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε κινεζικά προϊόντα που εισάγονται στην αμερικανική αγορά, θα προκληθούν συνθήκες ασφυξίας στην οικονομία των ΗΠΑ, σύμφωνα με αναφορά του Συμβουλίου Διεθνούς Επιχειρηματικότητας των ΗΠΑ (USCIB).
«Αντί της δημιουργίας περισσότερων ευκαιριών για την αμερικανική επιχειρηματικότητα, η επιβολή μαζικών δασμών θα περιορίσει την αγροτική οικονομία, την εξαγωγή αγαθών και υπηρεσιών, αλλά και θα αυξήσει τα κόστη των επιχειρήσεων και των καταναλωτών», επισημαίνει η αναφορά του συμβουλίου προς το γραφείο του Εμπορικού Εκπροσώπου των ΗΠΑ (USTR).
Εάν πράγματι η κυβέρνηση των ΗΠΑ επιβάλει δασμούς σε αγαθά αξίας επιπλέον 300 δισεκατομμυρίων δολαρίων που εισάγονται στη χώρα από την Κίνα, αυτό θα σημάνει μια επιβάρυνση 12,2 δισ. δολαρίων επιπλέον για τους Αμερικανούς καταναλωτές ετησίως για ρούχα, υποδήματα, παιχνίδια και οικιακές λευκές συσκευές, προειδοποίησε η αμερικανική εθνική συνομοσπονδία εταιρειών λιανικής.
Οι δασμοί θα έχουν ως αποτέλεσμα οι καταναλωτές να πληρώσουν επιπλέον 4,4 δισ. δολάρια για ρουχισμό, 2,5 δισ. για υποδήματα, 3,7 δισ. για παιγνίδια και 1,6 δισ. για οικιακές συσκευές, τόνισε ο φορέας αυτός. Τα στοιχεία προκύπτουν από μελέτη που διενεργήθηκε για λογαριασμό της NRF. «Θα ήταν αδύνατον όλοι οι συμμετέχοντες στην αγορά στον τομέα μας να αλλάξουν ταυτόχρονα προμηθευτές επιλέγοντας κάποια άλλη χώρα. Δεν υπάρχει η παραγωγική δυνατότητα», εξήγησε ο Ντέιβιντ Φρεντς, αντιπρόεδρος της NRF, αρμόδιος για τις σχέσεις με την κυβέρνηση. «Βραχυπρόθεσμα, οι εταιρείες λιανικής θα ήταν αναγκασμένες να συνεχίσουν να βασίζονται σε Κινέζους προμηθευτές και να μετακυλίουν το κόστος στους πελάτες τους». Εξάλλου, μια ομοσπονδία που εκπροσωπεί τις εταιρείες μόδας, η United States Fashion Industry Association (USFIA), υπολόγισε ότι εάν επιβληθούν επιπλέον δασμοί σε ενδύματα και υφάσματα, αυτοί θα κοστίζουν στους Αμερικανούς καταναλωτές 4,9 δισ. ετησίως ή επιπλέον 60 δολάρια ανά τετραμελή οικογένεια.
Ενισχύουν τις οικονομίες τους
Οι ηγέτες των χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN) -Ταϊλάνδη, Ινδονησία, Σιγκαπούρη και Βιετνάμ- συμφώνησαν χθες στην Μπανγκόκ να συνεργαστούν και να ενισχύσουν τις οικονομίες τους, προκειμένου να αποφύγουν τον αντίκτυπο του εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Το ανακοινωθέν καλεί επίσης τις χώρες να ολοκληρώσουν τις διαπραγματεύσεις φέτος για την Περιφερειακή Οικονομική Συνεργασία με Πρωτοβουλία του Πεκίνου, που περιλαμβάνει 16 χώρες και οι οποίες διαπραγματεύσεις σταμάτησαν, λόγω των διαφορών μεταξύ Κίνας και Ινδίας ως προς την πρόσβαση στις αγορές και προστατευμένες κατηγορίες προϊόντων.
Τραμπ: Ο Πάουελ δεν έκανε καλή δουλειά
Ο Τραμπ δήλωσε ότι δεν απείλησε να υποβιβάσει τον πρόεδρο της Φέντεραλ Ριζέρβ, Τζερόμ Πάουελ, εξαπολύοντας ωστόσο εμμέσως πλην σαφώς νέα λεκτική επίθεση στο πρόσωπό του. «Δεν απείλησα ποτέ ότι θα τον υποβιβάσω», είπε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ωστόσο ότι «θα μπορούσε να το κάνει εάν ήθελε». Επανέλαβε, δε, την κριτική του απέναντι στο πρόσωπο του Πάουελ, λέγοντας ότι δεν είναι ικανοποιημένος από τις ενέργειές του. «Πιστεύω ότι δεν έχει κάνει καλή δουλειά. Αύξησε τα επιτόκια πολύ γρήγορα. Υπερβολικά πολύ. Έκανε λάθος. Αυτό έχει αποδειχθεί», δήλωσε. Εδώ και μήνες ο Τραμπ ασκεί πιέσεις στην κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ να μειώσει τα επιτόκια, εκστρατεία που άρχισε πέρυσι τον Οκτώβριο, όταν είχε δηλώσει ότι η Φέντεραλ Ριζέρβ «τον κάνει και τρελαίνεται» υπό την ηγεσία Πάουελ έπειτα από αρκετές αυξήσεις επιτοκίων. Προσφάτως, μία ημέρα μετά τη συνεδρίαση της Fed, ο Τραμπ δήλωσε ότι η κεντρική τράπεζα έπρεπε να είχε μειώσει τα επιτόκια νωρίτερα, προσθέτοντας ωστόσο ότι ο Πάουελ «θα πράξει το σωστό». Οικονομολόγοι της Citi προβλέπουν ότι εάν η Fed αποφασίσει να μειώσει τα επιτόκια τον επόμενο μήνα, ίσως να προχωρήσει σε μια τολμηρή μείωση των 50 μονάδων βάσης, βάζοντας και τέλος στη συρρίκνωση του ισολογισμού της.