Πριν από δύο χρόνια, ο οικονομολόγος του ΜΙΤ Ολιβιέ Μπλανσάρ προκάλεσε αίσθηση με ένα άρθρο του όπου υποστήριζε ότι η Ευρώπη κερδίζει έδαφος έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών. Μπορεί το ευρωπαϊκό κατά κεφαλήν ΑΕΠ να είναι μόνο το 70% του αμερικανικού, σε ό,τι αφορά όμως την παραγωγή ανά ώρα δουλειάς η Ευρώπη έχει φτάσει το 90% της αμερικανικής παραγωγής. Οι Ευρωπαίοι επιλέγουν απλώς να δουλεύουν λιγότερο. Ανταλλάσσουν το εισόδημα με περισσότερο ελεύθερο χρόνο.
Στο βιβλίο του «Ανισότητα και Ευημερία: Κοινωνική Ευρώπη εναντίον Φιλελεύθερης Αμερικής» (εκδόσεις Cornell), ο πολιτικός επιστήμονας του Πρίνστον Τζόνας Πόντασον προχωρεί ακόμη περισσότερο: οι ευρωπαϊκές οικονομίες, σημειώνει, είναι πλέον αξιόπιστοι ανταγωνιστές της αμερικανικής.
Ο Πόντασον χωρίζει τις ευρωπαϊκές οικονομίες σε δύο κατηγορίες: «ηπειρωτικές οικονομίες της κοινωνικής αγοράς» (Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία, Βέλγιο, Ελβετία) και «βόρειες οικονομίες της κοινωνικής αγοράς» (Σουηδία, Δανία, Φινλανδία, Νορβηγία). Ο συγγραφέας εξετάζει μεμονωμένα χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία, αφού θεωρεί ότι δεν μπορούν να περιληφθούν στις δύο παραπάνω κατηγορίες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ανήκουν σε μια τρίτη κατηγορία οικονομιών, που τις ονομάζει «οικονομίες της φιλελεύθερης αγοράς» (Καναδάς, Βρετανία, Ιρλανδία, Νέα Ζηλανδία και Αυστραλία).
Από τη σύγκριση προκύπτει ότι οι φιλελεύθερες οικονομίες δεν παράγουν κατ' ανάγκη περισσότερο πλούτο. Είναι αλήθεια ότι οι Αμερικανοί παράγουν κατά κεφαλήν περισσότερο πλούτο από οποιονδήποτε άλλον: 36.100 δολάρια το 2002. Η Νορβηγία όμως είναι πολύ κοντά, με 35.500 δολάρια. Και οι περισσότερες από τις άλλες χώρες κινούνται από τα 26.000 στα 29.000 δολάρια. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι προφανής η κυριαρχία ούτε του ενός ούτε του άλλου μοντέλου.
Οταν όμως εξεταστεί η φτώχεια, η εικόνα αλλάζει. Στις χώρες με φιλελεύθερες οικονομίες, το ποσοστό της φτώχειας είναι 15%, υπερτριπλάσιο του ποσοστού στις άλλες δύο κατηγορίες (ο συγγραφέας έχει λάβει υπόψη στους υπολογισμούς του την αγοραστική δύναμη σε κάθε χώρα, πράγμα που ευνοεί τις Ηνωμένες Πολιτείες).
Ακόμη και σε ό,τι αφορά την ανεργία, η εικόνα είναι διαφορετική από αυτή που παρουσιάζεται συνήθως. Η Γερμανία είχε από το 2000 ως το 2003 ένα ποσοστό που έφτανε το 8,4%, αλλά κατά μέσο όρο η ανεργία στις «ηπειρωτικές οικονομίες της κοινωνικής αγοράς» ήταν αυτή την περίοδο 5,2% (έναντι 5,6% στις χώρες με φιλελεύθερες οικονομίες).
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι Ευρωπαίοι μένουν άνεργοι για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από τους Αμερικανούς, και ότι η Ευρώπη δεν δημιουργεί πολλές νέες θέσεις εργασίας.
Το λεγόμενο «ολλανδικό θαύμα», τονίζει, δείχνει ότι μπορεί να ενισχυθεί η ανάπτυξη χωρίς να εγκαταλειφθούν τα κοινωνικά προγράμματα. Την περίοδο 1995-2002, η Ολλανδία δημιούργησε νέες θέσεις εργασίας με ετήσιο ρυθμό 2,2%, μεγαλύτερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα εξέτασε ο Πόντασον (με εξαίρεση την Ιρλανδία). Οι λόγοι; Τα συνδικάτα περιόρισαν τις μισθολογικές τους απαιτήσεις και η αγορά εργασίας έγινε πιο ευέλικτη.