Σε επιφυλακή και με το όπλο παρά πόδα… βρίσκονται πλέον οι Βρυξέλλες, καθώς το πρόσφατο «πακέτο» παροχών, φορολογικών και όχι μόνο μέτρων, που ανακοινώθηκε πριν από τις ευρωεκλογές, αλλά και οι προθέσεις της κυβέρνησης για νέο «πακέτο», το φθινόπωρο, δημιούργησαν ανησυχία, προβληματισμό και φυσικά εύλογα ερωτήματα εάν η ελληνική οικονομία για μια ακόμη φορά έχει πάρει τον δρόμο της οπισθοδρόμησης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Κούρου
[email protected]
Σε επιφυλακή και με το όπλο παρά πόδα… βρίσκονται πλέον οι Βρυξέλλες, καθώς το πρόσφατο «πακέτο» παροχών, φορολογικών και όχι μόνο μέτρων, που ανακοινώθηκε πριν από τις ευρωεκλογές, αλλά και οι προθέσεις της κυβέρνησης για νέο «πακέτο», το φθινόπωρο, δημιούργησαν ανησυχία, προβληματισμό και φυσικά εύλογα ερωτήματα εάν η ελληνική οικονομία για μια ακόμη φορά έχει πάρει τον δρόμο της οπισθοδρόμησης.
Η αγωνία αποτυπώνεται με τον πλέον εύγλωττο τρόπο στην 3η Έκθεση Μεταμνημονιακής Εποπτείας που δημοσιοποιήθηκε χθες με πολλές «κόκκινες κάρτες» για την κυβέρνηση και τις κινήσεις της στο πεδίο της οικονομίας, καθώς «ναρκοθετούν» κατά τους ευρωπαϊκούς θεσμούς τα συμφωνηθέντα και φυσικά πρώτα απ’ όλα τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Σαφές μήνυμα
Το μήνυμα μάλιστα που στέλνουν οι Ευρωπαίοι μέσω της Έκθεσης είναι σαφές και δεν επιδέχεται παρερμηνείες, αφού αναφέρει ότι η όποια πρόταση μεταβάλλει τα συμφωνηθέντα στο Eurogroup του Ιουνίου 2018 θα πρέπει να συζητηθεί στο Eurogroup υπό το πρίσμα μιας νέας ανάλυσης βιωσιμότητας χρέους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Έκθεση υπογραμμίζεται με νόημα ότι «η ποιότητα των δημοσιονομικών μέτρων που εγκρίθηκαν στις 15 Μαΐου 2019 προκαλεί ανησυχίες, δεδομένου του στόχου να καταστούν τα δημόσια οικονομικά περισσότερο φιλικά προς την ανάπτυξη και να κατευθυνθεί ένα μεγαλύτερο μερίδιο των κοινωνικών δαπανών προς ομάδες που αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα φτώχειας».
«Κόκκινο πανί» για τις Βρυξέλλες είναι η ρύθμιση των 120 δόσεων προς την εφορία και όχι τόσο οι μετατάξεις προϊόντων και υπηρεσιών στην «πηγή» του ΦΠΑ, όπου οι εκτιμήσεις δεν εμφανίζουν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ της Επιτροπής και της κυβέρνησης.
Δεν είναι τυχαίο ότι στην εν λόγω Έκθεση, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση έχει περιορισμένες προβλέψεις για την αξιολόγηση της δυνατότητας πληρωμών σε αντίθεση με αυτή του 2013 που είχε αυστηρά κριτήρια επιλεξιμότητας.
Ενστάσεις στον ΦΠΑ
Βέβαια και για τις κινήσεις στον ΦΠΑ εκφράζονται ενστάσεις, αφού χαρακτηριστικά επισημαίνεται ότι «οι χαμηλότεροι συντελεστές ΦΠΑ για τα προϊόντα διατροφής, τα εστιατόρια και τις υπηρεσίες τροφίμων, τον ηλεκτρισμό και το φυσικό αέριο αντιτίθενται σε ένα σημαντικό μέτρο που εγκρίθηκε τον Ιούλιο του 2015, διατηρώντας παράλληλα τον πολύ υψηλό συντελεστή 24% και αυξάνοντας περαιτέρω το χάσμα ΦΠΑ, που είναι ήδη το δεύτερο μεγαλύτερο στην Ε.Ε.».
Για τον λόγο αυτό εξάλλου η Επιτροπή εκτιμά ότι τα φορολογικά μέτρα, σε συνδυασμό όμως με τις συντάξεις, στοχεύουν στην κατανάλωση και θα απορροφήσουν ένα σημαντικό μέρος του δημοσιονομικού χώρου που προβλεπόταν από τη νομοθεσία που εγκρίθηκε το 2017 για μειώσεις στη φορολογική επιβάρυνση της εργασίας και των επιχειρήσεων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην ίδια Έκθεση γίνεται αναφορά και για την πρόθεση της σημερινής κυβέρνησης να προχωρήσει σε νέες παροχές το φθινόπωρο, όπως η μείωση των φορολογικών συντελεστών, με την επισήμανση ότι το οικονομικό επιτελείο έχει δώσει μόνο μερική εκτίμηση του δημοσιονομικού κόστους, το οποίο το υπολογίζει σε 0,6% του ΑΕΠ ή 1,2 δισ. ευρώ.
Λόγος άλλωστε για τον οποίο και η Επιτροπή, εμμέσως πλην σαφώς, δηλώνει ότι δεν τα μελετά, αφού, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην Έκθεση, όλα παραμένουν δηλώσεις προθέσεων μελλοντικής πολιτικής και η εκτίμηση της ποιότητας των μέτρων και της επίπτωσής τους στην επίτευξη των συμφωνημένων δημοσιονομικών στόχων θα πραγματοποιηθεί μόνο αν δοθούν λεπτομερείς προτάσεις.
Λάθος «συνταγή»
Από το πνεύμα της χθεσινής Έκθεσης προκύπτει ότι η Ευρώπη διαφωνεί με τον τρόπο που η κυβέρνηση προσεγγίζει την ανάπτυξη, καθώς θεωρεί ότι οι συγκεκριμένες παροχές έχουν ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα και χωρίς αμφιβολία απομακρύνουν την οικονομία από τους στόχους που έχουν συμφωνηθεί με τους θεσμούς.
Το μεγαλύτερο «αγκάθι» σε κάθε περίπτωση, όσον αφορά τη φορολογία, είναι η ρύθμιση των 120 δόσεων, όπου η απόκλιση στο αποτέλεσμα μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών είναι πολύ μεγάλη, εν αντιθέσει με αυτή που αφορά τις παρεμβάσεις στο σκέλος του ΦΠΑ. Ειδικότερα, από την Έκθεση προκύπτουν τα εξής:
Η Έκθεση όμως, από την πλευρά της, βλέπει «τρύπα» εσόδων, εξαιτίας ακριβώς των ρυθμίσεων, από 0,3% έως και 0,6% του ΑΕΠ φέτος, με επανάληψη του ίδιου σκηνικού το 2020. Ουσιαστικά οι ρυθμίσεις, κατά τις εκτιμήσεις των δανειστών, είναι αυτές που τινάζουν την «μπάνκα» των πλεονασμάτων στον αέρα, με συνολικό άνοιγμα από 600 εκατ. έως και 1,2 δισ. ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση, από την έκθεση προκύπτει για μια ακόμη φορά η πάγια αντίθεση των δανειστών σε ρυθμίσεις οφειλών.
Όλο το «πακέτο» παροχών, πάντως, κατά την Κομισιόν «θέτει σε κίνδυνο την επίτευξη του συμφωνηθέντος πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5% του ΑΕΠ το 2019 αλλά και μετά».