Οικονομία & Αγορές
Τετάρτη, 05 Ιουνίου 2019 13:17

Έκθεση Κομισιόν: Με ρίσκο η επίτευξη των στόχων

Το καμπανάκι από την Κομισιόν ήρθε, όπως αναμενόταν, και δεν κρύβει την δυσφορία των αξιωματούχων για προεκλογικές εξαγγελίες και τον αντίκτυπο που θα μπορούσαν να έχουν στα δημοσιονομικά μεγέθη. Αν και θα περίμενε κανείς  οι Βρυξέλλες να επιλέξουν πιο ήπιους τόνους, δεδομένου ότι η έκθεση έρχεται σε προεκλογική περίοδο, δεν κρύβουν την ανησυχία τους.

Το καμπανάκι από την Κομισιόν ήρθε, όπως αναμενόταν, και δεν κρύβει την δυσφορία των αξιωματούχων για προεκλογικές εξαγγελίες και τον αντίκτυπο που θα μπορούσαν να έχουν στα δημοσιονομικά μεγέθη. Αν και θα περίμενε κανείς  οι Βρυξέλλες να επιλέξουν πιο ήπιους τόνους, δεδομένου ότι η έκθεση έρχεται σε προεκλογική περίοδο, δεν κρύβουν την ανησυχία τους. 

«Η έκθεση αναγνωρίζει ότι η Ελλάδα έκανε ένα εύλογο ξεκίνημα στο μεταπρογραμματικό περιβάλλον από τον Αύγουστο του 2018. Ωστόσο διαπιστώνεται ότι η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στη χώρα έχει επιβραδυνθεί τους τελευταίους μήνες και ότι ορισμένα από τα μέτρα που έχουν ανακοινωθεί δεν διασφαλίζουν συνέπεια με τις δεσμεύσεις προς τους πιστωτές, ενώ θέτουν σε κίνδυνο την επίτευξη των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών στόχων» επισημαίνεται από την Κομισιόν. 

Η Επιτροπή αναγνωρίζει την υπεραπόδοση στους στόχους για το πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά δεν κρύβει το γεγονός ότι αυτή έρχεται «χάρη στην συνεχιζόμενη υπο-εκτέλεση των προβλέψεων του προϋπολογισμού για τις δαπάνες και ειδικά για τις δημόσιες επενδύσεις»

Ο δημοσιονομικός αντίκτυπος του πακέτου παροχών

Οι Βρυξέλλες θυμίζουν ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει ανακοινώσει την πρόθεσή της να μην εφαρμόσει τη μείωση του αφορολόγητου ορίου, κάτι που όπως υπογραμμίζει σημαίνει ότι δεν θα διευρυνθεί η φορολογική βάση- η οποία θα δημιουργούσε δημοσιονομικός χώρος ίσος με 1% του ΑΕΠ για φιλικές προς την ανάπτυξη μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό. 

Στην έκθεση γίνεται εκτενής αναφορά στο πακέτο των δημοσιονομικών μέτρων, το οποίο οι ευρωπαϊκοί θεσμοί υπολογίζουν ότι θα έχει δημοσιονομικό κόστος άνω του 1% του ΑΕΠ το 2019 και έπειτα. Το πακέτο, όπως αναφέρεται, περιλαμβάνει τη ρύθμιση οφειλών σε εφορία και Ταμεία, τη μείωση του ΦΠΑ σε σειρά προϊόντων, την υιοθέτηση της λεγόμενης «13ης σύνταξης» και ανατροπή προηγούμενων μεταρρυθμίσεων για ορισμένες συντάξεις.

«Οι εκτιμήσεις των ευρωπαϊκών θεσμών αποκαλύπτουν ότι η υιοθέτηση των δημοσιονομικών μέτρων της 15ης Μαΐου συνιστούν κίνδυνο για την επίτευξη του συμφωνηθέντος στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ. Η  έκταση του ρίσκου θα εξαρτηθεί από την εφαρμογή των νέων σχημάτων για εξόφληση των οφειλών με δόσεις και τον αντίκτυπο που αυτή θα έχει στα υφιστάμενα» αναφέρεται χαρακτηριστικά.  

Αμφισβήτηση του αφηγήματος περί αναπτυξιακών μέτρων

Επιπλέον επισημαίνεται ότι «τα μέτρα εγείρουν ανησυχίες για την επίτευξη των μεσοπρόθεσμων στόχων του προϋπλογισμού». Υπό αυτές τις συνθήκες μία επενεξέταση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης θα λάβει χώρα το φθινόπωρο. 

Η ποιότητα των δημοσιονομικών μέτρων, που ανακοινώθηκαν επίσης συνιστά πηγή ανησυχίας «δεδομένου ότι ο στόχος είναι να ακολουθηθεί μία πιο φιλική στην ανάπτυξη πολιτική και να κατευθυνθεί μεγαλύτερο μερίδιο των κοινωνικών δαπανών σε ομάδες, πυ απειλούνται περισσότερο με φτώχεια» σημειώνει η Κομισιόν, σε μία επισήμανση που αμφισβητεί ευθέως το κυβερνητικό αφήγημα πίσω από τις παροχές.  

Για παράδειγμα, όπως αναφέρεται, «η διάρκεια της ρύθμισης των 120 δόσεων είναι υπερβολικά μεγάλη και το σχήμα περιλαμβάνει μόνο περιορισμένες προβλέψεις για να αποτιμηθεί η δυνατότητα εξόφλησης». Όσο για το ΦΠΑ «η μείωσή του για ορισμένα προϊόντα, την εστίαση, το ηλεκτρικό ρεύμα και το αέριο έρχεται σε αντίθεση με ένα σημαντικό μέτρο, που υιοθετήθηκε τν Ιούλιο του 2015, ενώ αφήνει σε ισχύ τον πολύ υψηλό συντελεστή του 24%». 

Για την «13η σύνταξη» επισημαίνεται ότι ανατρέπει εν μέρει μέτρα του 2012 και του 2016. «Οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες για συντάξεις, οι οπίες είναι ήδη οι υψηλότερες στην Ε.Ε. ως ποσοστό του ΑΕΠ» διαμηνύει η Κομισιόν, ενώ προσθέτει ότι η πολιτική αυτή δεν συνάδει με τα μέτρα, που υιοθετήθηκαν στον προϋπολογισμό του 2019 και κατευθύνουν μεγαλύτερο μερίδιο των κοινωνικών κονδυλίων προς τους νέους και τους εργαζόμενους σε υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας. 

«Συνολικά τα μέτρα στοχεύουν στην κατανάλωση και θα απορροφήσουν σημαντικό δημοσιονομικό χώρο που θα μπορούσε να κατευθυνθεί σε αναπτυξιακές πολιτικές όπως η μείωση των φορολογικών συντελεστών και των εισφορών» εκτιμούν οι Βρυξέλλες.

Σημειώνουν δε ότι οι ελληνικές αρχές έχουν δώσει μία μερική μόνο εκτίμηση του δημοσιονομικού αντικτύπου των μέτρων, που αντιστοιχεί σε 1,2 δισ. ευρώ ή 0,6% του ΑΕΠ.

Αστερίσκος στην πρόταση της Αθήνας για το πρωτογενές πλεόνασμα 

Αναφερόμενη στην πρόθεση της ελληνικής κυβέρνησης να αναθεωρήσει προς τα κάτω τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2,5% του ΑΕΠ, καλύπτοντας το υπόλοιπο ποσό προς τους πιστωτές από το μαξιλάρι ρευστότητας, η Κομισιόν σχολιάζει: «Η όποια πρόταση τροποποιεί την συμφωνία στην οποία κατέληξε η Ελλάδα με τους πιστωτές τον Ιούνιο του 2018, θα πρέπει να συζητηθεί στο Eurogroup στο πλαίσιο μίας επικαιροποιημένης ανάλυσης για τη βιωσιμότητα του χρέους».

Προειδοποιεί δε πως «τα δημοσιονομικά της Ελλάδας εξακολουθούν να παρουσιάζουν σημαντικούς δημοσιονομικούς κινδύνους από δικαστικές υποθέσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη». 

Ηχηρό καμπανάκι για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου 

Όσον αφορά στην εφαρμογή των διαρθρωτικών πολιτικών, αναγνωρίζεται η πρόοδος στη μεταρρύθμιση του ΕΝΦΙΑ και στην αποτίμηση της αξίας των ακινήτων. Ωστόσο «μένει ακόμη δουλειά να γίνει στην ολοκλήρωση της εξίσωσης των αντικειμενικών αξιών με τις τιμές της αγοράς». Πρόοδος καταγράφεται και σε ορισμένες μικρότερης εμβέλειας φορολογικές μεταρρυθμίσεις (πχ τέλος επιτηδεύματος), ωστόσο οι αναγκαίες προσλήψεις προσωπικού για την ΑΑΔΕ συνεχίζονται με αργούς ρυθμούς.

Ωστόσο απογοητευτική χαρακτηρίζεται η πρόοδος στις ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου. Οι ελληνικές αρχές έχουν δεσμευθεί να μην δημιουργούν νέες οφειλές. «Παρά το γεγονός ότι το καθαρό απόθεμα των ληξιπρόθεσμων οφειλών έχει μειωθεί σε σχέση με τα τέλη του προγράμματος, ο ρυθμός της μείωσης είναι αισθητά βαρδύτερους και νέες οφειλές συνεχίζουν να δημιουργούνται σε ορισμένους τομείς» τονίζει η Επιτροπή. 

Στα τέλη Μαρτίου οι ληξιπρόθεσμες οφειλές ήταν στα 1,4 δισ. ευρώ, μειωμένες κατά 300 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον Αύγουστο το 2018, αλλά στα ίδια επίπεδα με τον Δεκέμβριο εκείνου του έτους.

naftemporiki.gr