Η τρίτη αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας, που θα δημοσιοποιήσει σήμερα η Κομισιόν, στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας, σίγουρα δεν θα είναι καλύτερη από τις δύο προηγούμενες, όσο κι αν οι εκλογές υποχρεώνουν τους επιτρόπους να «στρογγυλέψουν» τη γενικότερη εικόνα της οικονομίας.
Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Η τρίτη αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας, που θα δημοσιοποιήσει σήμερα η Κομισιόν, στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας, σίγουρα δεν θα είναι καλύτερη από τις δύο προηγούμενες, όσο κι αν οι εκλογές υποχρεώνουν τους επιτρόπους να «στρογγυλέψουν» τη γενικότερη εικόνα της οικονομίας.
Το ότι δεν θα είναι καλύτερη προκύπτει σαφέστατα τόσο από τις δηλώσεις που είχε κάνει στις 16 Μαΐου, αμέσως μετά τη συνεδρίαση του Εurogroup, ο επικεφαλής του ΕSM Κλάους Ρέγκλινγκ, όσο και από το σχέδιο της έκθεσης που προετοίμασαν οι επικεφαλής των θεσμών και η αρμόδια γενική διεύθυνση της Κομισιόν.
Ο κ. Ρέγκλινγκ, που είναι τεχνοκράτης και όχι πολιτικός, εξέφρασε δημόσια τον περασμένο μήνα την ανησυχία του για την επίτευξη του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ φέτος, θεωρώντας ότι οι παροχές της κυβέρνησης δημιουργούν δημοσιονομικό πρόβλημα.
Από τα βασικά σημεία του σχεδίου της έκθεσης που διέρρευσαν τις τελευταίες μέρες προκύπτει σαφέστατα ότι υπήρξε αρκετά μεγάλη χαλάρωση της κυβέρνησης στην τήρηση των προαπαιτούμενων, ενώ οι παροχές που ακολούθησαν φαίνεται ότι προκάλεσαν τη δυσφορία ορισμένων αξιωματούχων, όπως του κ. Ρέγκλινγκ, αλλά και κάποιων κυβερνήσεων του Βορρά.
Αναφορικά με τα προαπαιτούμενα, οι καθυστερήσεις που καταγράφονται στην έκθεση αφορούν τον τομέα της ενέργειας (πώληση λιγνιτικών εργοστασίων της ΔΕΗ, διασύνδεση με γειτονικές χώρες, πώληση ΕΛΠΕ), την επικαιροποίηση των αντικειμενικών αξιών ακινήτων, την πρόσληψη προσωπικού από την ΑΑΔΕ, πώληση του 30% του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών.
Ωστόσο, δεν είναι οι παραπάνω καθυστερήσεις που έχουν προκαλέσει δυσφορία στις Βρυξέλλες, αλλά έτερα προβλήματα πιο σοβαρά, όπως για παράδειγμα ο «απογοητευτικός», όπως χαρακτηρίζεται, ρυθμός αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου.
Από εκεί και πέρα, η έκθεση εξετάζει μόνο τις παροχές που εξήγγειλε η κυβέρνηση για το 2019 και όχι για το 2020, δεδομένου ότι αυτό θα γίνει στο πλαίσιο του προϋπολογισμού του επόμενου έτους, ο οποίος θα υποβληθεί από τη νέα κυβέρνηση στις 15 Οκτωβρίου.
Οι εξαγγελίες του 2019 ήταν εκείνες που προκάλεσαν τη δημόσια αντίδραση και του κ. Ρέγκλινγκ, ο οποίος απέφυγε να αναφερθεί σε συγκεκριμένα ποσά, ενώ ούτε το σχέδιο της έκθεσης κάνει αναφορά στο μέγεθος της απόκλισης. Απλώς εκφράζεται η ανησυχία ότι μπορεί να μην επιτευχθεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος, παραπέμποντας στο φθινόπωρο για τον ακριβή προσδιορισμό της απόκλισης.
Για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, το σχέδιο της έκθεσης κάνει λόγο για μείωση με αργό ρυθμό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ αργά προχωρούν και οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί.
Τέλος, σχετικά με τη δημόσια συζήτηση που έχει ξεκινήσει μεταξύ των πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα περί διαπραγμάτευσης με τους δανειστές για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, τα οποία έχουν καθοριστεί μέχρι το 2022 στο 3,5% του ΑΕΠ, η Κομισιόν δεν πρόκειται να πάρει καμία θέση, θεωρώντας ότι το θέμα αυτό αφορά τις χώρες της Ευρωζώνης.
Κοινοτική ανησυχία για «τρύπα» 1 δισ. ευρώ
Κοινοτικές πηγές στις Βρυξέλλες κάνουν λόγο για μια «τρύπα» που μπορεί να φτάσει το 1 δισ. ευρώ, ενώ είναι άγνωστη η επίπτωση που θα έχει στα δημόσια έσοδα το πρόγραμμα των 120 δόσεων. Αυτό που λένε είναι πως θα υπάρξει σίγουρα από τις 120 δόσεις επιβράδυνση στα δημόσια έσοδα. Διαφωνούν επίσης με την ποιότητα των παροχών, θεωρώντας ότι στην πλειοψηφία τους δεν ευνοούν την ανάπτυξη της οικονομίας.