Κόντρα στις προσδοκίες της κυβέρνησης ότι η φετινή χρονιά θα κλείσει με ρυθμό ανάπτυξης άνω του 2% ήταν τα αποτελέσματα για την πορεία της οικονομίας κατά το πρώτο τρίμηνο της φετινής χρονιάς.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Κόντρα στις προσδοκίες της κυβέρνησης ότι η φετινή χρονιά θα κλείσει με ρυθμό ανάπτυξης άνω του 2% ήταν τα αποτελέσματα για την πορεία της οικονομίας κατά το πρώτο τρίμηνο της φετινής χρονιάς. Η μείωση της ανεργίας και οι εισοδηματικές ενισχύσεις των πολιτών, μέσα από την επιδοματική πολιτική που ακολούθησε η κυβέρνηση, δεν οδήγησαν τελικώς σε αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης και αυτό είχε ως αποτέλεσμα το ΑΕΠ να αυξηθεί μεν κατά το διάστημα Ιανουαρίου-Μαρτίου, αλλά με ρυθμό μόλις 1,3% συγκριτικά με την αντίστοιχη περσινή περίοδο. Δεδομένου ότι ο «πήχης» για φέτος έχει οριστεί στο 2,3% θα πρέπει να υπάρξει αλλαγή σκηνικού το επόμενο χρονικό διάστημα. Αυτό δεν θα είναι εύκολο, καθώς το δεύτερο τρίμηνο πρακτικά κυριαρχεί η προεκλογική περίοδος, ενώ η κατάσταση στην Ευρώπη -από την οποία η ελληνική οικονομία εξαρτάται άμεσα λόγω τουρισμού και εξαγωγών- δεν βοηθάει.
Επιβράδυνση
H επίδοση του πρώτου τριμήνου είναι αισθητά χειρότερη όχι μόνο σε σχέση με τον φετινό ετήσιο στόχο (+2,3%), αλλά και συγκριτικά με την ανάπτυξη του αντίστοιχου περσινού τριμήνου. Στο διάστημα Ιανουαρίου-Μαρτίου 2018 είχε καταγραφεί ανάπτυξη 2,6% και τελικώς η ανάπτυξη του 2019 διαμορφώθηκε στο 1,9%. Φέτος, η χρονιά ξεκινάει με μόλις +1,3%, κάτι που οφείλεται στις ακόλουθες επιμέρους μεταβολές:
1 Η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη παρουσίασε μείωση κατά 0,1% σε σχέση με το 1ο τρίμηνο του 2018. Στην καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών το πρόσημο παρέμεινε θετικό και έφτασε στο 0,8%. Το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2018, όταν η κατανάλωση των νοικοκυριών είχε αυξηθεί κατά 0,5%. Ωστόσο, σε «βαρίδι» για το ΑΕΠ του πρώτου τριμήνου μετατράπηκε η δαπάνη των φορέων της γενικής κυβέρνησης, η οποία κατέγραψε μείωση κατά 4,1%, όταν στο πρώτο τρίμηνο του 2018 είχε καταγραφεί υποχώρηση μόλις κατά 0,3%.
2 Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αυξήθηκαν κατά 7,9% σε σχέση με το 1ο τρίμηνο του 2018. Η εικόνα είναι αισθητά καλύτερη σε σχέση με το περσινό πρώτο τρίμηνο, όταν είχε καταγραφεί μείωση στον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου κατά 9%. Ωστόσο, η θετική αυτή αλλαγή δεν επηρεάζει σε πολύ μεγάλο βαθμό τη συνολική εικόνα του ΑΕΠ, εξαιτίας της πολύ μικρής συμμετοχής των επενδύσεων στην οικονομική δραστηριότητα. Σε επίπεδο ακαθάριστου σχηματισμού κεφαλαίου καταγράφηκε αύξηση 21,2%, έναντι μείωσης 23,2% που είχε καταγραφεί στο πρώτο τρίμηνο του 2018 συγκριτικά με το πρώτο τρίμηνο του 2017.
3 Αύξηση κατά 4% σε σχέση με το πρώτο περσινό τρίμηνο παρουσίασαν οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 0,7%, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 8,7%. Έτσι, το ΑΕΠ κατά το φετινό πρώτο τρίμηνο έχασε ένα πολύ ισχυρό «στήριγμα» που υπήρχε στην αντίστοιχη περσινή περίοδο. Πέρυσι, στο διάστημα Ιανουαρίου-Μαρτίου, οι εξαγωγές είχαν αυξηθεί κατά 8,6% στο πρώτο τρίμηνο και τώρα ο ρυθμός έχει πέσει κάτω από το μισό.
4 Αύξηση κατά 9,5% σε σχέση με το 1ο τρίμηνο του 2018 παρουσίασαν οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Οι εισαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 9,9% και οι εισαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 5,5%. Πρόκειται για ριζική αλλαγή της εικόνας συγκριτικά με το πρώτο τρίμηνο της περσινής χρονιάς. Οι εισαγωγές στο διάστημα Ιανουαρίου-Μαρτίου 2018 είχαν υποχωρήσει κατά 7,5% συγκριτικά με το πρώτο τρίμηνο του 2017 και αυτό είχε καταγραφεί θετικά στον ρυθμό ανάπτυξης.
Σε απόλυτους αριθμούς, το ΑΕΠ του α’ τριμήνου (με βάση τα στοιχεία με εποχική διόρθωση και με βάση τους αλυσωτούς δείκτες όγκου με έτος αναφοράς το 2010) ανήλθε στα 47,943 δισ. ευρώ από 47,342 δισ. ευρώ στο α’ τρίμηνο του 2018. Η καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών ανήλθε στα 32,553 δισ. ευρώ από 32,306 δισ. ευρώ πέρυσι. Ωστόσο, η καταναλωτική δαπάνη των φορέων της γενικής κυβέρνησης περιορίστηκε στα 9,512 δισ. ευρώ από 9,916 δισ. ευρώ πέρυσι. Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου αυξήθηκε στα 5,488 δισ. ευρώ από 5,085 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του 2018, ενώ οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ανήλθαν στα 16,304 δισ. ευρώ από 15,67 δισ. ευρώ πέρυσι. Οι εισαγωγές, από την άλλη πλευρά, διαμορφώθηκαν στα 17,434 δισ. ευρώ από 15,927 δισ. ευρώ πέρυσι.
Συγκριτικά με το 4ο τρίμηνο του 2018, η Ελληνική Στατιστική Αρχή κατέγραψε αύξηση 0,2%, η οποία στηρίχτηκε στις ακόλουθες επιμέρους μεταβολές:
1. Η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη μειώθηκε κατά 0,1% σε σχέση με το 4ο τρίμηνο του 2018.
2. Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αυξήθηκαν κατά 8,1% σε σχέση με το 4ο τρίμηνο του 2018.
3. Μείωση κατά 2,1% σε σχέση με το 4ο τρίμηνο του 2018 παρουσίασαν οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 2,5%, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών μειώθηκαν κατά 2,2%.
4. Αύξηση κατά 5% σε σχέση με το 4ο τρίμηνο του 2018 παρουσίασαν οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Οι εισαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 5,4%, ενώ οι εισαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 0,6%.
ΥΠΟΙΚ: Σε υψηλά 2012
Το υπουργείο Οικονομικών υποστηρίζει σε ανακοίνωση σχετικά με την πορεία του ΑΕΠ ότι ο «ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ στο 1ο τρίμηνο 2019 (+1,3%) επιβεβαιώνει ότι συνεχίζεται η πορεία ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας για 9ο συνεχόμενο τρίμηνο». Δεν γίνεται κάποιο σχόλιο για το γεγονός ότι υπάρχει υστέρηση έναντι του στόχου της φετινής χρονιάς. Αντίθετα αναφέρεται ότι:
Κριτική από τη Ν.Δ.
Ο τομεάρχης οικονομικών της Νέας Δημοκρατίας Χρήστος Σταϊκούρας υποστήριξε ότι «η ελληνική οικονομία συνεχίζει τις χαμηλές πτήσεις της ως αποτέλεσμα της συνειδητής κυβερνητικής επιλογής να υπερφορολογήσει νοικοκυριά και επιχειρήσεις προκειμένου να επιτύχει υπερπλεονάσματα. Επί μία ολόκληρη τετραετία η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε σε κάθε στόχο που η ίδια έθεσε για την ανάπτυξη». Ο κ. Σταϊκούρας συνεχίζει λέγοντας: «Η χώρα έχει ανάγκη από ισχυρή και βιώσιμη ανάπτυξη, πολλές επενδύσεις, καλές και ποιοτικές θέσεις εργασίας, ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής. Και αυτό μπορεί να γίνει με την υλοποίηση του σχεδίου της Νέας Δημοκρατίας, μέσα από τη μείωση φόρων και εισφορών, την ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία, τη βελτίωση της λειτουργίας του κράτους, την υλοποίηση πολιτικών για τους συμπατριώτες μας που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη».