Υποβλήθηκε σήμερα στη Βουλή των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο η Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2005-2006, όπως προβλέπεται στο Καταστατικό της Τράπεζας. Την έκθεση επέδωσε στην Πρόεδρο της Βουλής κυρία ¶ννα Ψαρούδα-Μπενάκη ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.
Υποβλήθηκε σήμερα στη Βουλή των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο η Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2005-2006, όπως προβλέπεται στο Καταστατικό της Τράπεζας. Την Έκθεση επέδωσε στην Πρόεδρο της Βουλής κυρία ¶ννα Ψαρούδα-Μπενάκη ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Νικόλαος X. Γκαργκάνας.
Πρόβλεψη για ρυθμό ανάπτυξης – πληθωρισμό
Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2006 προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί γύρω στο 3,5%, δηλαδή σε επίπεδο κατά τι χαμηλότερο από εκείνο του 2005 (3,7% σύμφωνα με τις προκαταρκτικές εκτιμήσεις της ΕΣΥΕ), και επομένως θα εξακολουθήσει να είναι σημαντικά υψηλότερος από ό,τι στη ζώνη του ευρώ.
Επειδή θα εξασθενήσει η επίδραση των εξωγενών παραγόντων (δηλαδή της αύξησης των έμμεσων φόρων και της ανόδου της τιμής του πετρελαίου) που είχαν επηρεάσει δυσμενώς τις τιμές το 2005, προβλέπεται ότι το τρέχον έτος ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει μόνον ελαφρά, στο 3,2% από 3,5% το 2005 (σε μέσα ετήσια επίπεδα βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή). Έτσι, ο πληθωρισμός θα διατηρηθεί το 2006 σε σημαντικά υψηλότερο επίπεδο από ό,τι στη ζώνη του ευρώ, με αποτέλεσμα την περαιτέρω διάβρωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Οι προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας
Στο τελευταίο κεφάλαιο της Έκθεσης επισημαίνονται οι κρίσιμες προκλήσεις τις οποίες αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, παρά τους σχετικά υψηλούς ρυθμούς ανόδου την τελευταία δεκαετία. Η ανεργία είναι ακόμη απαράδεκτα υψηλή, το βιοτικό επίπεδο εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο από το μέσο όρο στις 15 πιο ανεπτυγμένες χώρες της ΕΕ, η κοινωνική ανισότητα παραμένει σημαντική. Συγχρόνως, για έκτο κατά σειρά έτος από την υιοθέτηση του ευρώ, ο πληθωρισμός εμμένει σε επίπεδα υψηλότερα από ό,τι στη ζώνη του ευρώ, με αποτέλεσμα τη συνεχή διάβρωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας ως προς τις τιμές, ενώ ταυτόχρονα παραμένει χαμηλό το επίπεδο της συνολικής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, λόγω διαρθρωτικών αδυναμιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κυμαίνεται γύρω στο 7% του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια και το 2005 ανήλθε στο 7,8% του ΑΕΠ. Οι δημοσιονομικές ανισορροπίες, όπως καταδεικνύονται από τα υπερβολικώς υψηλά επίπεδα του ελλείμματος και του δημόσιου χρέους ως ποσοστών του ΑΕΠ, αν και μειώθηκαν το 2005, τροφοδοτούν τον πληθωρισμό και θέτουν σε κίνδυνο τη μακροοικονομική σταθερότητα. Επίσης, η διεύρυνση της ΕΕ και η παγκοσμιοποίηση αποτελούν σοβαρές προκλήσεις για την Ελλάδα, ταυτόχρονα όμως παρέχουν σημαντικές ευκαιρίες στη χώρα μας.
Η αντιμετώπιση των προκλήσεων αυτών και η επίτευξη υψηλού και διατηρήσιμου ρυθμού ανάπτυξης θα απαιτήσουν συνέχιση των προσπαθειών της οικονομικής πολιτικής για μακροοικονομική σταθερότητα, καθώς και συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε ευρύ φάσμα τομέων της οικονομίας, ώστε να βελτιωθεί περαιτέρω το μακροοικονομικό περιβάλλον και να ενισχυθούν η παραγωγικότητα και η διεθνής ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Όσον αφορά τη μακροοικονομική σταθερότητα, η δημοσιονομική εξυγίανση θα απαιτήσει συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής επί σειρά ετών, ώστε να επιτευχθούν μακροπρόθεσμα δημοσιονομικό πλεόνασμα και σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους. Επίσης, η διαμόρφωση των μισθολογικών αυξήσεων σε επίπεδα συμβατά με την επίτευξη και τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών θα ανακόψει την περαιτέρω διάβρωση της ανταγωνιστικότητας ως προς τις τιμές και θα συμβάλει στην υποχώρηση του πληθωρισμού.
Όπως προβλέπει το Επικαιροποιημένο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης του Δεκεμβρίου του 2005, η δημοσιονομική εξυγίανση θα πρέπει να στηριχθεί στον αυστηρό έλεγχο των τρεχουσών δαπανών, τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και τον περιορισμό της φοροδιαφυγής. Έτσι θα δημιουργηθούν περιθώρια για να μειωθούν περαιτέρω οι φορολογικοί συντελεστές, να πραγματοποιηθούν επαρκείς δημόσιες επενδύσεις για την αναβάθμιση των υποδομών, να αντιμετωπιστεί η επιπλέον επιβάρυνση των συστημάτων συντάξεων και υγείας (η οποία αναμένεται εάν δεν ληφθούν διαρθρωτικά μέτρα για την αντιμετώπιση του προβλήματος της γήρανσης του πληθυσμού και δεν προχωρήσει εγκαίρως η μεταρρύθμιση του συστήματος συντάξεων) και να διασφαλιστεί η κοινωνική προστασία των ασθενέστερων ομάδων του πληθυσμού. Πρέπει σχετικά να τονιστεί ότι η έγκαιρη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης είναι ζωτικής σημασίας, προκειμένου οι δημοσιονομικές πιέσεις που θα προέλθουν από τη γήρανση να αντιμετωπιστούν με τρόπο που θα είναι κοινωνικά δίκαιος και δεν θα επηρεάζει δυσμενώς τις μακροχρόνιες προοπτικές της οικονομίας. Επίσης, η σημαντική μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους θα επιτρέψει την άσκηση μιας αναδιανεμητικής πολιτικής μέσω του κρατικού προϋπολογισμού, προκειμένου να ενισχυθούν εκείνες οι κοινωνικές ομάδες, όπως οι χαμηλοσυνταξιούχοι, που βρίσκονται μόνιμα κάτω από το όριο της φτώχειας αλλά δεν είναι δυνατόν -- εφόσον έχουν οριστικά εξέλθει από την αγορά εργασίας - να ευεργετηθούν από μέτρα τόνωσης της απασχόλησης.
Εκτός όμως από τις προσπάθειες για μακροοικονομική σταθερότητα, θα απαιτηθούν επίσης μέτρα οικονομικής πολιτικής που βελτιώνουν τη συνολική ανταγωνιστικότητα και ενθαρρύνουν εξαγωγές προϊόντων εντάσεως ειδικευμένης εργασίας, προκειμένου να ανταποκριθεί η ελληνική οικονομία στην πρόκληση του ανταγωνισμού στις διεθνείς αγορές. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να συντελούν στην αναβάθμιση της ποιότητας του εργατικού δυναμικού, εν μέρει μέσω της βελτίωσης της εκπαίδευσης, στον περιορισμό των δυσκαμψιών στην αγορά εργασίας, στην ενίσχυση των συνθηκών ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων και στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και του δημόσιου τομέα γενικότερα. Μέχρι σήμερα έχουν γίνει σημαντικά βήματα, απαιτείται όμως να γίνουν και άλλα. Εάν τα διαρθρωτικά προβλήματα δεν αντιμετωπιστούν εγκαίρως, όχι μόνο θα τεθεί σε κίνδυνο το σταθερό οικονομικό περιβάλλον, αλλά θα εξασθενήσει και η εμπιστοσύνη των επενδυτών στις προοπτικές της οικονομίας.
Ελλειμμα τρεχουσών συναλλαγών
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτιμάται ότι το 2006 θα διατηρηθεί σε σχετικά υψηλό επίπεδο και θα παρουσιάσει μικρή αύξηση σε σχέση με το 2005, όταν διαμορφώθηκε στο 7,8%. (Εκτιμάται όμως ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών χωρίς πλοία θα παραμείνει σταθερό ή θα μειωθεί ελαφρά ως ποσοστό του ΑΕΠ σε σχέση με το 2005, όταν διαμορφώθηκε σε 7,4%. Επίσης, το σύνολο του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και του ισοζυγίου κεφαλαιακών μεταβιβάσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται ότι θα διαμορφωθεί περίπου στο ίδιο επίπεδο όπως το 2005, δηλαδή 6,7%.) Αν και η απασχόληση αυξήθηκε το 2005, το ποσοστό ανεργίας εξακολουθεί να είναι υψηλό, παρά τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης, γεγονός που υποδηλώνει ότι το πρόβλημα είναι διαρθρωτικό.
Επιτάχυνση χρηματοδότησης
Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της συνολικής χρηματοδότησης της οικονομίας από τα Νομισματικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα (ΝΧΙ, δηλ. τράπεζες και αμοιβαία κεφάλαια διαθεσίμων) που λειτουργούν στην Ελλάδα επιταχύνθηκε σημαντικά στη διάρκεια του 2005 και διαμορφώθηκε σε 16,8% το τελευταίο τρίμηνο του έτους (δ’ τρίμηνο 2004: 10,8%). Στην εξέλιξη αυτή έχει κυρίως συμβάλει η χρηματοδότηση της γενικής κυβέρνησης, η οποία το τελευταίο τρίμηνο του 2005 εμφάνισε αύξηση σε ετήσια βάση (9,4%, δ’ τρίμηνο 2004: –5,6%), για πρώτη φορά μετά τον Ιανουάριο του 2002. Παράλληλα, μικρή επιτάχυνση παρατηρήθηκε στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών (δ’ τρίμηνο 2005: 19,9%, δ’ τρίμηνο 2004: 19,3%).
Ειδικότερα, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της συνολικής χρηματοδότησης των επιχειρήσεων (δάνεια και ομόλογα) διαμορφώθηκε σε 12,5% το δ’ τρίμηνο του 2005, δηλαδή έμεινε ουσιαστικά αμετάβλητος σε σχέση με το δ΄ τρίμηνο του 2004 (12,6%). Στη διατήρηση αυτού του σχετικά υψηλού ρυθμού συνέβαλαν οι εκδόσεις εταιρικών ομολόγων τα οποία διακρατούνται από τα ΝΧΙ. Σε υψηλό επίπεδο διατηρήθηκε ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της χρηματοδότησης των νοικοκυριών (συμπεριλαμβανομένων των τιτλοποιημένων δανείων), ο οποίος διαμορφώθηκε σε 30,3% το τελευταίο τρίμηνο του έτους (δ’ τρίμηνο 2004: 30,0%). Η εξέλιξη αυτή είναι το καθαρό αποτέλεσμα της επιτάχυνσης του ρυθμού αύξησης των στεγαστικών δανείων (δ’ τρίμηνο 2005: 31,3%, δ’ τρίμηνο 2004: 26,9%) και της επιβράδυνσης του ρυθμού αύξησης των καταναλωτικών δανείων, ο οποίος όμως παρέμεινε σε υψηλό επίπεδο (δ’ τρίμηνο 2005: 29,9%, δ’ τρίμηνο 2004: 37,9%). Λόγω των εξελίξεων αυτών, οι συνολικές υποχρεώσεις των νοικοκυριών έναντι των ΝΧΙ (συμπεριλαμβανομένων των τιτλοποιημένων δανείων) έφθασαν στο τέλος του 2005 στο 38,3% του ΑΕΠ (Δεκέμβριος 2004: 31,4%). Στη ζώνη του ευρώ ως σύνολο, όπου τα διαθέσιμα στοιχεία δεν περιλαμβάνουν τα τιτλοποιημένα δάνεια, οι υποχρεώσεις των νοικοκυριών έναντι των ΝΧΙ έφθασαν στο τέλος του 2005 στο 52,6% του ΑΕΠ (έναντι 36,5% στην Ελλάδα).
Η διαφορά μεταξύ του μέσου επιτοκίου του συνόλου των τραπεζικών δανείων και του αντίστοιχου επιτοκίου των καταθέσεων μειώθηκε περαιτέρω το 2005 (κατά 27 μονάδες βάσης). Η εξέλιξη αυτή οφείλεται κυρίως στη μείωση του επιτοκίου των δανείων (συγκεκριμένα στη μείωση του επιτοκίου των δανείων προς τα νοικοκυριά, ενώ το επιτόκιο των δανείων προς τις επιχειρήσεις αυξήθηκε ελαφρά) και -- σε μικρότερο βαθμό -- στην ελαφρά αύξηση του επιτοκίου των καταθέσεων. Η αύξηση του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών συνέβαλε σημαντικά στον περιορισμό του ανωτέρω περιθωρίου, το οποίο παραμένει όμως μεγαλύτερο από ό,τι στη ζώνη του ευρώ ως σύνολο. Το γεγονός αυτό αντανακλά, μεταξύ άλλων, διαφορές μεταξύ της Ελλάδος και των άλλων χωρών ως προς το κόστος λειτουργίας των τραπεζών αλλά και διαφορές ως προς το κόστος διαχείρισης των δανείων (οι οποίες, με τη σειρά τους, είναι δυνατόν να συνδέονται με διαφορές, π.χ., όσον αφορά το μέγεθος των δανειοδοτούμενων επιχειρήσεων ή το βαθμό κάλυψης από ασφάλειες των δανείων προς τα νοικοκυριά).
Ανθεκτικός ο χρηματοπιστωτικός τομέας
Όπως αναφέρεται στην Έκθεση, ο ελληνικός χρηματοπιστωτικός τομέας είναι συνολικά υγιής και χαρακτηρίζεται από ανθεκτικότητα σε ενδεχόμενες δυσμενείς διαταραχές. Η σταθερότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος έχει διασφαλιστεί, καθώς οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, η κερδοφορία και η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών βρίσκονται σε πολύ ικανοποιητικά επίπεδα. Ωστόσο, ο τραπεζικός τομέας μεσοπρόθεσμα αντιμετωπίζει προκλήσεις, λόγω των κινδύνων που είναι δυνατόν να προκύψουν από την ταχεία πιστωτική επέκταση σε περίπτωση επιβράδυνσης της αύξησης της οικονομικής δραστηριότητας ή περαιτέρω ανόδου των επιτοκίων στη ζώνη του ευρώ. Επίσης, η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών τραπεζών, το μέγεθος των οποίων είναι σχετικά μικρό, επηρεάζεται δυσμενώς από ρυθμίσεις που περιορίζουν τη δυνατότητα των τραπεζών να μειώσουν το λειτουργικό τους κόστος και το επιτοκιακό τους περιθώριο.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, ενόψει και της εφαρμογής του νέου εποπτικού πλαισίου (“Βασιλεία ΙΙ”) εντός του 2007, έχει λάβει ή εισηγηθεί τα αναγκαία σχετικά μέτρα και προτίθεται σύντομα να λάβει και άλλα μέτρα ώστε να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά οι κίνδυνοι και οι προκλήσεις που προαναφέρθηκαν. Μεταξύ άλλων, η Τράπεζα της Ελλάδος, λαμβάνοντας υπόψη ότι, αν και αυξήθηκαν οι σχηματισθείσες προβλέψεις, υπήρξε μικρή αύξηση του λόγου των δανείων σε καθυστέρηση μετά την αφαίρεση των προβλέψεων προς το σύνολο των δανείων όλων των ελληνικών εμπορικών τραπεζών εκτός της ΑΤΕ (σε 2,7% στις 30.9.2005 από 2,2% στις 31.12.2004), έχει καλέσει τις τράπεζες να εφαρμόζουν συντηρητικά πιστοδοτικά κριτήρια κατά την αξιολόγηση αιτήσεων για δανεισμό. Ειδικότερα, οι τράπεζες θα πρέπει να αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στη σχέση που διαμορφώνεται μεταξύ του ποσού που απαιτείται για την εξυπηρέτηση του συνολικού δανεισμού κάθε ιδιώτη οφειλέτη από το τραπεζικό σύστημα και του εισοδήματός του, η οποία δεν θα πρέπει να υπερβαίνει ένα εύλογο ποσοστό, 30% έως 40%, αναλόγως του εισοδήματος. Συμπληρωματικά, ως προς τις εμπράγματες εξασφαλίσεις επί ακινήτων, οι τράπεζες θα πρέπει να μεριμνούν ώστε το ύψος των δανείων να μην υπερβαίνει το 75% της εμπορικής αξίας των υπέγγυων ακινήτων. Επίσης, δεδομένου ότι στο μεγαλύτερο μέρος των δανείων προς τα νοικοκυριά εφαρμόζεται κυμαινόμενο επιτόκιο, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει συστήσει στα νοικοκυριά να εκτιμούν ρεαλιστικά τις εισοδηματικές τους προοπτικές σε σχέση με το ύψος των δανειακών υποχρεώσεων που αναλαμβάνουν, ώστε να είναι σε θέση να καλύψουν και την ενδεχόμενη αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης των δανείων τους σε περίπτωση ανόδου των επιτοκίων. Εφόσον δεν επιθυμούν να αναλάβουν τον κίνδυνο από πιθανή αύξηση των επιτοκίων, τα νοικοκυριά θα πρέπει να επιδιώκουν το δανεισμό με σταθερό επιτόκιο. Τέλος, η Τράπεζα της Ελλάδος ήδη από το 1998 έχει καθορίσει βασικές γενικές αρχές και κριτήρια για τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου των τραπεζών. Το 2005 καθόρισε, ειδικότερα για τα συστήματα πληροφορικής των τραπεζών, συγκεκριμένες αρχές και κριτήρια με στόχο τη διασφάλιση της αποτελεσματικής και ασφαλούς λειτουργίας τους. Επίσης, η Τράπεζα της Ελλάδος έκρινε σκόπιμο να επικαιροποιήσει και να διευρύνει το θεσμικό πλαίσιο που αφορά τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου. Προς τούτο, συνέταξε και απέστειλε στις τράπεζες για διαβούλευση σχέδιο Πράξης Διοικητή, με τις ρυθμίσεις της οποίας επιδιώκεται να διασφαλιστεί ότι κάθε πιστωτικό ίδρυμα, μεμονωμένα και σε επίπεδο ομίλου, διαθέτει επαρκή συστήματα εσωτερικού ελέγχου, διαχείρισης κινδύνων και κανονιστικής συμμόρφωσης.
Θετικές οι εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία
Οι εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία ήταν στο σύνολό τους θετικές το 2005, παρά τη σημαντική αύξηση της διεθνούς τιμής του αργού πετρελαίου. Οι προοπτικές παραμένουν ευνοϊκές και για το 2006: σύμφωνα με τις υπάρχουσες προβλέψεις, η οικονομική δραστηριότητα παγκοσμίως και ο όγκος του διεθνούς εμπορίου θα αυξηθούν περίπου με τους ίδιους υψηλούς ρυθμούς όπως και το 2005. Όμως εξακολουθούν να υφίστανται σημαντικοί κίνδυνοι για τις οικονομικές προοπτικές, οι οποίοι συνδέονται με ενδεχόμενη περαιτέρω άνοδο της τιμής του πετρελαίου και με τις μεγάλες μακροοικονομικές ανισορροπίες στην παγκόσμια οικονομία.
Στη ζώνη του ευρώ ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ επιβραδύνθηκε το 2005 σε σχέση με το 2004, αλλά το τρέχον έτος προβλέπεται να σημειώσει επιτάχυνση και να διαμορφωθεί σε αισθητά υψηλότερο επίπεδο. Ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ διαμορφώθηκε το 2005 σε επίπεδο κατά τι υψηλότερο του 2%, ενώ το τρέχον έτος προβλέπεται ότι θα κυμανθεί μεταξύ 1,6% και 2,6%.
EKT – επιτόκια
Την 1η Δεκεμβρίου 2005 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αύξησε τα βασικά επιτόκιά της κατά 25 μονάδες βάσης. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ προχώρησε στην απόφαση αυτή, αφού έλαβε υπόψη τους κινδύνους διατάραξης της σταθερότητας των τιμών και τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό. Το Διοικητικό Συμβούλιο δεν έχει αποφασίσει εκ των προτέρων να προβεί σε διαδοχικές αυξήσεις των επιτοκίων στο άμεσο μέλλον, αλλά εξακολουθεί να παρακολουθεί στενά όλες τις εξελίξεις που σχετίζονται με τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τη σταθερότητα των τιμών. Στις πρόσφατες συνεδριάσεις του (στις 12 Ιανουαρίου και στις 2 Φεβρουαρίου) το Διοικητικό Συμβούλιο άφησε το επίπεδο των βασικών επιτοκίων αμετάβλητο, υπογράμμισε όμως την ανάγκη για επαγρύπνηση ώστε να εξασφαλιστεί σταθεροποίηση των προσδοκιών για τον πληθωρισμό σε επίπεδο συμβατό με τη σταθερότητα των τιμών μεσοπρόθεσμα.