Ημέρα με την ημέρα παρακολουθούν στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (AAΔΕ) τα στατιστικά στοιχεία από την εξέλιξη της διαδικασίας ρύθμισης των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την εφορία, ενώ ίδια «εγρήγορση» υπάρχει και στο υπουργείο Εργασίας για την αντίστοιχη ρύθμιση προς τα ασφαλιστικά ταμεία.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Ημέρα με την ημέρα παρακολουθούν στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (AAΔΕ) τα στατιστικά στοιχεία από την εξέλιξη της διαδικασίας ρύθμισης των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την εφορία, ενώ ίδια «εγρήγορση» υπάρχει και στο υπουργείο Εργασίας για την αντίστοιχη ρύθμιση προς τα ασφαλιστικά ταμεία. Εκτός από τον ρυθμό προσέλευσης, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως «συγκρατημένος» δεδομένου ότι έχουν εγκριθεί μέχρι στιγμής μόλις 52.000 αιτήσεις (τουλάχιστον με τα δεδομένα που ίσχυαν μέχρι και χθες το μεσημέρι), το ενδιαφέρον επικεντρώνεται και σε άλλα ποιοτικά δεδομένα, όπως είναι το «ιστορικό» αυτών που εντάσσονται στη ρύθμιση των 120 δόσεων, το ποσό που ρυθμίζεται, αλλά και η μέση περίοδος αποπληρωμής που επιλέγουν οι οφειλέτες.
Το νέο οικονομικό επιτελείο που θα σχηματιστεί μετά τη διενέργεια των βουλευτικών εκλογών θα πρέπει να είναι πλήρως εφοδιασμένο με αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία, προκειμένου να αντιμετωπίσει την επιχειρηματολογία των θεσμών. Οι Ευρωπαίοι όχι μόνο δεν συμμερίζονται την εκτίμηση ότι οι δύο ρυθμίσεις σε εφορία και ασφαλιστικά ταμεία θα αποφέρουν δημοσιονομικό όφελος (233 και 58 εκατ. ευρώ αντίστοιχα για τη φετινή χρονιά), αλλά, αντίθετα, θα οδηγήσουν σε τεράστια δημοσιονομική τρύπα. Η εκτίμησή τους αναμένεται να αποτυπωθεί στην έκθεση για την τρίτη μεταμνημονιακή αξιολόγηση που θα δημοσιευτεί τελικώς στις 5 Ιουνίου. Αν επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες, το «άνοιγμα» από τις ρυθμίσεις, όπως το υπολογίζουν οι θεσμοί, θα φτάνει ακόμη και στο 0,5% του ΑΕΠ ή κοντά στο 1 δισ. ευρώ.
Η αποδόμηση αυτής της πρόβλεψης των Ευρωπαίων θα απασχολήσει το επόμενο οικονομικό επιτελείο, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών. Κι αυτό γιατί είναι δεδομένο ότι και τα δύο μεγάλα κόμματα θέλουν τον μεγαλύτερο διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο για να αποτυπώσουν το οικονομικό τους πρόγραμμα στον προϋπολογισμό του 2020. Έτσι, σε ό,τι αφορά τις ρυθμίσεις καθοριστικό ρόλο θα παίξουν:
1. Η έκταση της συμμετοχής. Έναν μήνα πριν λήξει η προθεσμία για τη ρύθμιση στην εφορία, έχουν ανταποκριθεί μόλις 52.000 οφειλέτες. Βέβαια, η ΑΑΔΕ περιμένει ότι από το σύνολο των 3,9 εκατομμυρίων οφειλετών ενδιαφέρον για τη ρύθμιση θα δείξουν μόνο όσοι έχουν χρέη άνω των 1.500-2.000 ευρώ κι αυτοί είναι λιγότεροι από 1,2 εκατομμύρια. Με την παράταση που θα ανακοινωθεί (εξετάζεται ακόμη και το ενδεχόμενο παράτασης μέχρι τον Σεπτέμβριο), υπάρχει η ελπίδα ότι ο αριθμός αυτών που τελικώς θα κάνουν αίτηση θα ξεπεράσει τις 500.000.
2. Το μέσο ποσό της ρύθμισης. Με βάση τα χθεσινά δεδομένα είχαν τακτοποιηθεί περίπου 450 εκατ. ευρώ ή περίπου 8.500 ευρώ ανά οφειλέτη που εντάσσεται στη ρύθμιση. Αυτό θεωρείται άκρως ικανοποιητικό, καθώς οι οφειλέτες που χρωστούν τόσα χρήματα συνήθως δεν προσπαθούν να πληρώσουν τα ληξιπρόθεσμα και επικεντρώνονται στα τρέχοντα. Άρα, η συμμετοχή τέτοιας… ποιότητας οφειλετών εκτιμάται ότι θα λειτουργήσει θετικά για τον προϋπολογισμό.
3. Το αν οι οφειλέτες που εντάσσονται στη ρύθμιση έχουν ήδη τακτοποιήσει τα χρέη τους με την πάγια ρύθμιση των 12 δόσεων και τώρα απλώς θα πάρουν βαθιά οικονομική ανάσα πληρώνοντας μικρότερη μηνιαία δόση. Στο υπουργείο Οικονομικών πιστεύουν ότι αυτό δεν θα συμβεί, καθώς μέχρι να ξεκινήσει η ρύθμιση των 120 δόσεων το τμήμα του χρέους που ήταν ρυθμισμένο είτε με τις 12 δόσεις είτε με τις 100 δόσεις (από τις οποίες δεν επιτρέπεται η αποχώρηση) είχε πέσει κάτω από τα 3 δισ. ευρώ.
Σαφής εικόνα για τη δημοσιονομική επίπτωση της ρύθμισης αναμένεται να προκύψει από τον Σεπτέμβριο, οπότε θα έχει φανεί η τελική συμμετοχή, αλλά και η συνέπεια των οφειλετών στην καταβολή όχι μόνο των δόσεων αλλά και των τρεχουσών φορολογικών υποχρεώσεων.