Η απόρριψη από το ΣτΕ των διεκδικήσεων των δημοσίων υπαλλήλων για 13ο και 14ο μισθό μπορεί να απομάκρυνε οριστικά έναν επιπλέον κίνδυνο δημοσιονομικού εκτροχιασμού της χώρας, ωστόσο στις έδρες των θεσμών δεν έχουν εκλείψει οι ανησυχίες σε σχέση με τον τελικό «λογαριασμό» των παροχών της κυβέρνησης και το γεγονός ότι η χώρα εισέρχεται ουσιαστικά σε μια μακρά προεκλογική περίοδο.
Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Η απόρριψη από το ΣτΕ των διεκδικήσεων των δημοσίων υπαλλήλων για 13ο και 14ο μισθό μπορεί να απομάκρυνε οριστικά έναν επιπλέον κίνδυνο δημοσιονομικού εκτροχιασμού της χώρας, ωστόσο στις έδρες των θεσμών δεν έχουν εκλείψει οι ανησυχίες σε σχέση με τον τελικό «λογαριασμό» των παροχών της κυβέρνησης και το γεγονός ότι η χώρα εισέρχεται ουσιαστικά σε μια μακρά προεκλογική περίοδο.
Η μεγαλύτερη ανησυχία των Ευρωπαίων αξιωματούχων τους τελευταίους μήνες είχε να κάνει με τις δικαστικές διεκδικήσεις των δημοσίων υπαλλήλων. Στις τρεις τελευταίες οικονομικές εκθέσεις η Κομισιόν παρουσίασε ως μεγαλύτερο καθοδικό κίνδυνο για την ελληνική οικονομία μια απόφαση του ΣτΕ που θα έκανε δεκτή την προσφυγή των δημοσίων υπαλλήλων. «Οι εν εξελίξει δικαστικές υποθέσεις θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν μερική ανατροπή προηγούμενων μεταρρυθμίσεων και να αυξήσουν τις δημοσιονομικές υποχρεώσεις», ανέφερε η Επιτροπή στο κεφάλαιο της εαρινής οικονομικής έκθεσης που αφορούσε την Ελλάδα.
Είναι προφανές ότι οι ανησυχίες περιορίστηκαν, αλλά δεν έχουν εκλείψει, γιατί οι παροχές της κυβέρνησης αφενός μεν απειλούν την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, ενώ από την άλλη το γεγονός ότι ουσιαστικά από τώρα μέχρι και τον Οκτώβριο η χώρα θα βρίσκεται σε μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, ασφαλώς και προβληματίζει Ευρωπαίους αξιωματούχους και εταίρους.
Το μήνυμα της ανησυχίας επιχείρησε να στείλει με τις δηλώσεις που έκανε μετά το τελευταίο Εurogroup ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), Κλάους Ρέγκλινγκ. O Ευρωπαίος αξιωματούχος δεν είναι πολιτικός αλλά τεχνοκράτης, επικεφαλής ενός οργανισμού που δάνεισε την Ελλάδα με πάνω από 200 δισ. ευρώ, μέσω του δεύτερου και τρίτου προγράμματος διάσωσης. Είναι υπόλογος έναντι των άλλων εταίρων μας και για τον λόγο αυτό πήρε αποστάσεις από τον πρόεδρο του Εurogroup Μάριο Σεντένο και τον επίτροπο Πιερ Μοσκοβισί, οι οποίοι είναι πρωτίστως πολιτικοί και μετά αξιωματούχοι της Ευρωζώνης και της Ε.Ε.
Όπως υπογραμμίζουν πηγές της Ευρωζώνης, ο κ. Ρέγκλινγκ προφανώς και γνωρίζει από πρώτο χέρι, δηλαδή τις υπηρεσίες του, ότι οι παροχές του 2019 μπορεί να δημιουργήσουν πρόβλημα λόγω του μόνιμου χαρακτήρα τους. Αν όχι φέτος, θα μπορούσε να υπάρξει πρόβλημα το 2020.
Επιπλέον, ο κ. Ρέγκλινγκ έχει καταστήσει σαφές στην κυβέρνηση ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιηθούν χρήματα από το δημοσιονομικό μαξιλάρι, πέραν των 3,9 δισ. ευρώ της πρόωρης αποπληρωμής μέρους των δανείων του ΔΝΤ. Κι αυτό γιατί οι εταίροι θεωρούν πως αν χρησιμοποιηθεί το απόθεμα για άλλους σκοπούς, οι αγορές θα το εκλάμβαναν ως πολύ αρνητική εξέλιξη.
Το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν είναι σε πρόγραμμα και δεν εξαρτάται από δόσεις στερεί από τους εταίρους τη δυνατότητα άσκησης πιέσεων προς την κυβέρνηση σε περίπτωση απειλής δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Βέβαια, υπάρχουν οι επιστροφές των χρημάτων από τα κέρδη της ΕΚΤ και κεντρικών τραπεζών που έχουν στην κατοχή τους ελληνικά ομόλογα, αλλά και της σταδιακής εφαρμογής ορισμένων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, ωστόσο η επόμενη δόση είναι προγραμματισμένη για το τέλος του έτους, δηλαδή μετά τις εθνικές εκλογές…
Όπως διευκρινίζουν στις Βρυξέλλες, η μείωση του αφορολογήτου είναι ένα δημοσιονομικό μαξιλάρι περίπου 2 δισ. ευρώ, το οποίο με την αβεβαιότητα που υπάρχει σήμερα σε σχέση με την επίτευξη των στόχων δεν πρέπει για κανένα λόγο να τεθεί υπό αμφισβήτηση.