Μονόδρομο αποτελεί η δημιουργία ενός πιο σύνθετου προϊόντος με υψηλότερα ποιοτικά χαρακτηριστικά για την επίτευξη του στόχου μεγαλύτερης μέσης κατά κεφαλήν δαπάνης στον εισερχόμενο τουρισμό.
Από την έντυπη έκδοση
Του Αντώνη Τσιμπλάκη
[email protected]
Μονόδρομο αποτελεί η δημιουργία ενός πιο σύνθετου προϊόντος με υψηλότερα ποιοτικά χαρακτηριστικά για την επίτευξη του στόχου μεγαλύτερης μέσης κατά κεφαλήν δαπάνης στον εισερχόμενο τουρισμό.
Το συμπέρασμα αυτό εξάγεται από έρευνα που διεξήγαγε ο ΙΝΣΕΤΕ για τις δαπάνες των τουριστών που επισκέπτονται τη χώρα μας.
Σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή του ΙΝΣΕΤΕ, Ηλία Κικίλια, η αναβάθμιση θα αφορά τη συνολική εμπειρία του επισκέπτη και σε όλους τους επιμέρους κρίκους της αλυσίδας αξίας που συνθέτουν το τουριστικό προϊόν.
«Προς την κατεύθυνση αυτή, κρίσιμο στοιχείο είναι επίσης η αποτελεσματική διαχείριση των προορισμών με συγκεκριμένο στρατηγικό σχεδιασμό, συνένωση δυνάμεων και ευρύτερες συνεργασίες σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο» σημείωσε χαρακτηριστικά, ενώ προσέθεσε: «Παράλληλα, είναι αναγκαίο να προχωρήσει ο εκσυγχρονισμός των υποδομών για ενεργειακή επάρκεια, καθαριότητα, επαρκή αστυνόμευση, ενίσχυση υπηρεσιών υγείας, ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες τόσο των τουριστών όσο και των κατοίκων της χώρας. Μόνο έτσι ο ελληνικός τουρισμός θα διατηρήσει τη δυναμική του και θα σταθεροποιηθεί σε μια νέα, πιο ώριμη και μακροχρόνια φάση ανάπτυξης».
Τι δείχνουν τα στοιχεία
Η μείωση της μέσης κατά κεφαλήν δαπάνης (ΜΚΔ) των εισερχόμενων τουριστών στην Ελλάδα από το 2005 μέχρι το 2018 φτάνει το 30% (από 745,7 ευρώ σε 519,6 ευρώ). Ταυτόχρονα όμως η μέση ημερήσια δαπάνη έχει παραμείνει σχεδόν σταθερή με μικρές αυξομειώσεις.
Σύμφωνα με την έρευνα του ΙΝΣΕΤΕ, η μείωση αυτή δεν αποτελεί ένδειξη «υποβάθμισης» του ελληνικού τουριστικού προϊόντος.
Πιο συγκεκριμένα επισημαίνεται:
Η σύγκριση με την Ισπανία
Η διαφορά της μέσης κατά κεφαλήν δαπάνης μεταξύ Ελλάδας και Ισπανίας περιορίζεται για το 2018 σε 53,7 ευρώ (546,3 ευρώ και 600 ευρώ αντίστοιχα) και μπορεί να αποδοθεί αφενός σε στατιστικές διαφορές και αφετέρου στο διαφορετικό μίγμα των επισκεπτών των δύο χωρών, καθώς η συμμετοχή των βαλκανικών αγορών και των αγορών της Ανατολικής Ευρώπης στην Ισπανία είναι αναλογικά πολύ χαμηλότερη από την αντίστοιχη στην Ελλάδα.
Η διαφορά μεταξύ της ΜΚΔ σε Ισπανία και Ελλάδα διευρύνεται: από 26,5 ευρώ το 2016 σε 53,7 ευρώ το 2018. Καθοριστικό παράγοντα για την εξέλιξη αυτή αποτελεί η αποκλίνουσα πορεία της ΜΚΔ για τις τρεις κύριες αγορές των δύο χωρών (Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία). Ενώ στην Ελλάδα έχει μειωθεί μεταξύ 2016 και 2018, στην Ισπανία έχει αυξηθεί.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκε ο ΙΝΣΕΤΕ το Στρατηγικό Σχέδιο Marketing της TURESPAA (Ισπανικός Οργανισμός Τουρισμού) εστιάζει στην προσέλκυση αγορών υψηλότερης δαπάνης, αφενός μέσω της προσέλκυσης αγορών long haul -ιδιαίτερα από Ασία- και αφετέρου μέσω της αγοράς cosmopolitan. H στόχευση της αγοράς αυτής έγινε κατ’ εξοχήν στη Γερμανία, στη Βρετανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στην Ολλανδία και τις ΗΠΑ. Η αγορά cosmopolitan αρέσκεται σε city breaks, shopping, επισκέψεις πολιτιστικού ενδιαφέροντος, γαστρονομία, υπηρεσίες ευεξίας κλπ.
Το κόστος του αεροπορικού εισιτηρίου από τις παραδοσιακές ευρωπαϊκές αγορές προς την Ισπανία είναι σημαντικά χαμηλότερο από το αντίστοιχο προς την Ελλάδα, μεταξύ άλλων λόγω εγγύτητας και φορολογικών επιβαρύνσεων.
Αυτό αφενός δίνει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην Ισπανία, αφετέρου -βάσει της παρόμοιας μέσης κατά κεφαλήν δαπάνης για δαπάνες στην κάθε χώρα- είναι πολύ πιθανόν το συνολικό κόστος για τον Ευρωπαίο τουρίστα να είναι υψηλότερο για ένα ταξίδι στην Ελλάδα, απ’ ό,τι για ένα ταξίδι στην Ισπανία.