Της πολιτικής των αρνητικών επιτοκίων υπεραμύνεται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, διαπιστώνοντας ότι τα αρνητικά επιτόκια έχουν θετικό αντίκτυπο στον τραπεζικό δανεισμό, γεγονός που αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο το σενάριο για την υιοθέτηση ενός συστήματος κλιμακούμενου επιτοκίου και κόντρα στους ισχυρισμούς των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για αρνητικές επιπτώσεις. Αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο οι τράπεζες να χρειασθούν πρόσθετα «μαξιλάρια» κεφαλαίων, ώστε να μετριάσουν τον κίνδυνο ενός νέου, απροσδόκητου σοκ, καθώς η οικονομία της Ευρωζώνης δείχνει να χάνει την αναπτυξιακή της δυναμική.
Της πολιτικής των αρνητικών επιτοκίων υπεραμύνεται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, διαπιστώνοντας σε ανάλυσή της ότι τα αρνητικά επιτόκια έχουν θετικό αντίκτυπο στον τραπεζικό δανεισμό, γεγονός που αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο το σενάριο για την υιοθέτηση ενός συστήματος κλιμακούμενων επιτοκίων και κόντρα στους ισχυρισμούς των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για αρνητικές επιπτώσεις. Την ίδια στιγμή, αξιωματούχος της ΕΚΤ αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο οι τράπεζες να χρειασθούν πρόσθετα «μαξιλάρια» κεφαλαίων, ώστε να μετριάσουν τον κίνδυνο ενός νέου, απροσδόκητου σοκ, καθώς η οικονομία της Ευρωζώνης δείχνει να χάνει την αναπτυξιακή της δυναμική.
«Το momentum βραδύτερης ανάπτυξης που παρατηρούμε εντείνει τους κινδύνους... με άλλα λόγια τον κίνδυνο ενός νέου σοκ που θα μπορούσε να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και την ίδια την οικονομία», υπογράμμισε ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Λούις ντε Γκίντος, σε συνέδριο στο Λονδίνο. «Γι' αυτό το λόγο, οι τράπεζες ίσως να χρειασθούν περισσότερα κεφάλαια, ειδικά στις τράπεζες από πιο ευάλωτες χώρες, εκεί όπου δεν έχει εκτιμηθεί σωστά το πιστωτικό ρίσκο ή εκεί όπου διαπιστώνονται υψηλά επίπεδα χρέους», ανέφερε ο αξιωματούχος της ΕΚΤ.
Η ΕΚΤ ολοκλήρωσε στα τέλη του 2018 το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης των 2,6 τρισ. ευρώ και προς το παρόν έχει «παγώσει» μια απόφαση αύξησης επιτοκίων, καθώς ο πληθωρισμός παραμένει κάτω του στόχου 2% και η Ευρωζώνη κατεβάζει ταχύτητα. Παράλληλα, έχει προαναγγείλει νέο γύρο φθηνής χρηματοδήτησης προς τις τράπεζες.
Ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, έχει διαβεβαιώσει ότι η ΕΚΤ διαθέτει το κατάλληλο οπλοστάσιο για να μετριάσει τον αρνητικό αντίκτυπο από τα αρνητικά επιτόκια.
Στην ανάλυσή της, που βασίζεται σε εμπιστευτικά οικονομικά στοιχεία 252 τραπεζών της Ευρωζώνης, η ΕΚΤ διαπιστώνει ότι οι τράπεζες με σχετικά υψηλή ρευστότητα και εκείνες με σχετικά υψηλή εξάρτηση από τις καταθέσεις ως πηγή χρηματοδότησης -που σημαίνει ότι επηρεάζονται περισσότερο από το αρνητικό επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ- χορηγούν πολύ περισσότερα δάνεια από ό,τι την εποχή προ αρνητικού κόστους δανεισμού.
Η ΕΚΤ αξιολογεί τον αντίκτυπο στη «συμπεριφορά» δανεισμού των τραπεζών από την πολιτική αρνητικών επιτοκίων. Ειδικότερα, συνυπολογίζει την έκθεση των τραπεζών στις χρεώσεις της ΕΚΤ όταν «παρκάρουν» τη ρευστότητά τους στην κεντρική τράπεζα, σε συνδυασμό με την εξάρτησή τους από τις καταθέσεις, καθώς αποτελούν τις δύο βασικές παραμέτρους που επηρεάζονται άμεσα από τα αρνητικά επιτόκια. Σύμφωνα με την ΕΚΤ, οι τράπεζες πράγματι λειτουργούν διαφορετικά σε περιβάλλον αρνητικών επιτοκίων. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με μεγάλη έκθεση στα αρνητικά επιτόκια χορηγούν πολύ περισσότερα δάνεια προς τον ιδιωτικό τομέα σε σύγκριση με τα επίπεδα προ του 2014, προτού η ΕΚΤ υιοθετήσει την πολιτική αρνητικών επιτοκίων.
Τα συμπεράσματα της ΕΚΤ αντικρούουν πρότερες μελέτες της ΕΚΤ που κατέληγαν ότι τα αρνητικά επιτόκια επηρεάζουν αρνητικά τα επιτόκια χορηγήσεων σε εκείνες τις τράπεζες που εξαρτώνται περισσότερο από τη χρηματοδότηση μέσω καταθέσεων, υπογραμμίζει σε σχόλιό της η Citi. Σύμφωνα με τους αναλυτές της Citi, «το συμπέρασμα της νέας ανάλυσης μειώνει τα επιχειρήματα για την υιοθέτηση ενός συστήματος κλιμακούμενου καταθετικού επιτοκίου».