Οικονομία & Αγορές
Παρασκευή, 03 Μαΐου 2019 12:43

Φοροεκτιμήσεις

Όπως έγινε γνωστό, πριν από λίγες μέρες η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (με την υπ' αριθ. 4/2019 απόφαση) απέρριψε την αίτηση αναίρεσης δανειολήπτριας σε ελβετικό φράγκο, κρίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι ο όρος των δανειακών συμβάσεων για αποπληρωμή σε ευρώ ή ελβετικό φράγκο με βάση την τρέχουσα ισοτιμία είναι δηλωτικός όρος και όχι γενικός όρος συναλλαγών και ως εκ τούτου δεν υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας.

Από την έντυπη έκδοση 

Επιμέλεια: Επιστημονική ομάδα της ARTION με την καθοδήγηση του Γιώργου Δαλιάνη  www.artion.gr

Νόμιμα κατά τον Άρειο Πάγο τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο
Όπως έγινε γνωστό, πριν από λίγες μέρες η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (με την υπ' αριθ. 4/2019 απόφαση) απέρριψε την αίτηση αναίρεσης δανειολήπτριας σε ελβετικό φράγκο, κρίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι ο όρος των δανειακών συμβάσεων για αποπληρωμή σε ευρώ ή ελβετικό φράγκο με βάση την τρέχουσα ισοτιμία είναι δηλωτικός όρος και όχι γενικός όρος συναλλαγών και ως εκ τούτου δεν υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας. Παρά το ότι η απόφαση ελήφθη με μεγάλη πλειοψηφία, ωστόσο υπήρξε και σημαντική μειοψηφία του Δικαστηρίου, με βάση την κρίση της οποίας η ρήτρα αποπληρωμής είτε σε αλλοδαπό είτε σε εγχώριο νόμισμα αποτελεί γενικό όρο συναλλαγών και συνεπώς υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας. Η υπόθεση του ελβετικού φράγκου αφορά χιλιάδες δανειολήπτες που έλαβαν δάνεια την περίοδο 2006-2009, όταν η ισοτιμία ευρώ/ελβετικού φράγκου ήταν ανοδική και συγκεκριμένα μεταξύ 1,55-1,65. Σήμερα, η ισοτιμία του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου διαμορφώνεται στο 1,13, γεγονός που σημαίνει ότι οι δανειολήπτες χρειάζονται περισσότερα ευρώ για να αποπληρώσουν το δάνειο στο ελβετικό νόμισμα.

Εισφορά κλάδου ατομικής επιχείρησης σε ΙΚΕ
Όπως διευκρινίζεται με την υπ' αριθ. Ε.2063/2019 εγκύκλιο της ΑΑΔΕ, δεν είναι δυνατή η εισφορά κλάδου ατομικής επιχείρησης σε ΙΚΕ με τις ευεργετικές διατάξεις του ν.δ. 1297/1972, με την αιτιολογία ότι με βάση το ν.δ. 1297/1972, η εισφορά κλάδου είναι δυνατή μόνο σε ανώνυμη εταιρεία. Επίσης με βάση την ως άνω εγκύκλιο, με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ίδιου νόμου είναι δυνατή η «μετατροπή» ατομικής επιχείρησης σε Α.Ε., ΕΠΕ και σε ΙΚΕ, με τους όρους και τις προϋποθέσεις του νόμου αυτού (ύψος κεφαλαίου, εμφάνιση υπεραξίας σε ειδικό λογαριασμό κ.ά.), η οποία συνίσταται στη διακοπή της λειτουργίας της ατομικής επιχείρησης και τη συνέχεια της δραστηριότητάς της από την κεφαλαιουχική εταιρεία. Όπως έχουμε επισημάνει και σε προηγούμενη αρθρογραφία μας για τη φορολογική αντιμετώπιση των εταιρικών μετασχηματισμών, η «μετατροπή» ατομικής επιχείρησης σε Α.Ε., ΕΠΕ και σε ΙΚΕ κατ' ουσίαν αποτελεί σύσταση νέου νομικού προσώπου με εισφορά σε είδος. Επαναλαμβάνουμε δε ότι μετά την αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου για τους εταιρικούς μετασχηματισμούς (με τον ν. 4601/2019) με παράλληλη διατήρηση των υφιστάμενων νομοθετημάτων (ν.δ. 1297/1972, ν. 2166/1993, 4172/2013) ως προς τις φορολογικές τους ρυθμίσεις, δημιουργείται σύγχυση σχετικά με το τι ισχύει σε κάθε περίπτωση, ακριβώς επειδή ο Έλληνας νομοθέτης προέβη σε εκσυγχρονισμό των εταιρικών διατάξεων που διέπουν τους εταιρικούς μετασχηματισμούς, αλλά δεν προέβη σε ταυτόχρονη μεταρρύθμιση ως προς τη φορολογική αντιμετώπιση των μετασχηματισμών, αφήνοντας κενά στο πεδίο αυτό.

Εγκλωβισμός για τις ΕΠΕ
Με βάση το άρθρο 156 του νέου νόμου για τους εταιρικούς μετασχηματισμούς (ν. 4601/2019) ΕΠΕ μπορεί να μετατραπεί σε Α.Ε. μόνο εφόσον γίνει ταυτόχρονη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΠΕ ύψους τουλάχιστον 200.000 ευρώ. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει για τις εταιρείες με άλλη, πλην της ΕΠΕ, νομική μορφή (δηλ. Ο.Ε., Ε.Ε., ΙΚΕ κ.λπ.), που μπορούν να μετατραπούν σε Α.Ε., αρκεί η νέα εταιρεία να έχει το ελάχιστο προβλεπόμενο μετοχικό κεφάλαιο (25.000 ευρώ).

Δημοφιλή Ερωτήματα
Ως κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα θεωρείται το σύνολο των εσόδων από τις επιχειρηματικές συναλλαγές μετά την αφαίρεση των επιχειρηματικών δαπανών, των αποσβέσεων και των προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις. Στα έσοδα από τις επιχειρηματικές συναλλαγές περιλαμβάνονται και τα έσοδα από την πώληση των στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης, καθώς και το προϊόν της εκκαθάρισής της, όπως αυτά προκύπτουν στη διάρκεια του φορολογικού έτους.