Tην άρση ή έστω τη χαλάρωση των περιορισμών που έχουν οι ελληνικές τράπεζες σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις τους σε δημόσιο χρέος θα αιτηθεί, όπως όλα δείχνουν, εκ νέου το υπουργείο Οικονομικών, με αρωγούς και τα πιστωτικά ιδρύματα, που κρίνουν πια πως συντρέχουν οι προϋποθέσεις, αλλά και τα συμφέρει η συγκεκριμένη επένδυση.
Από την έντυπη έκδοση
Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
Tην άρση ή έστω τη χαλάρωση των περιορισμών που έχουν οι ελληνικές τράπεζες σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις τους σε δημόσιο χρέος θα αιτηθεί, όπως όλα δείχνουν, εκ νέου το υπουργείο Οικονομικών, με αρωγούς και τα πιστωτικά ιδρύματα, που κρίνουν πια πως συντρέχουν οι προϋποθέσεις, αλλά και τα συμφέρει η συγκεκριμένη επένδυση.
Το αίτημα τίθεται εκ νέου στην ΕΚΤ, η οποία άλλωστε ήταν και αυτή που θέσπισε τους εν λόγω περιορισμούς. Οι ελληνικές τράπεζες στην παρούσα φάση διαθέτουν στο χαρτοφυλάκιό τους τίτλους δημοσίου χρέους που υπερβαίνουν τα 8 δισ. ευρώ.
Η άρση αυτών των περιορισμών θα μπορούσε να δημιουργήσει κλίμα θετικό για την εξέταση στη συνέχεια και της άρσης των κεφαλαιακών περιορισμών, που τελικώς αποτελεί και προϋπόθεση προκειμένου η χώρα να απολαύσει εκ νέου της επενδυτικής διαβάθμισης.
Ιστορικά, μετά τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν το 2015 η κάθε τράπεζα ενημερώνεται από το Ελληνικό Δημόσιο με βάση τα συμφωνηθέντα με την ΕΚΤ για το ποσό τίτλων που πρέπει να διαθέτει στο χαρτοφυλάκιό της και οι οποίοι αφορούν το Ελληνικό Δημόσιο.
Σε αυτούς συγκαταλέγονται έντοκα, ομόλογα, εγγυητικές, δανεισμός σε δήμους κ.λπ. Κάθε φορά που το εν λόγω ποσό, που εκφράζει μια συγκεκριμένη έκθεση της τράπεζας σε κίνδυνο του Ελληνικού Δημοσίου (καθώς το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει επενδυτική διαβάθμιση), μειώνεται, τότε η τράπεζα μπορεί να συμπληρώσει το ποσό έως το όριο που της έχει δοθεί.
Αυτό σημαίνει πως στις λήξεις ή στις πωλήσεις χρέους από την πλευρά της τράπεζας η τελευταία μπορεί να αγοράσει νέο δημόσιο χρέος έως ότου συμπληρώσει το όριο που της αναλογεί.
Έναν χρόνο αργότερα, το 2016, ήρθε και η απαγόρευση από τον SSM αγοράς ομολόγων και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως για παράδειγμα της ΔΕΗ ή της ΕΥΔΑΠ, ενώ θα ήταν εφικτό μόνο από την έγκριση του SSM. Και οι δύο περιορισμοί είχαν σαν στόχο και λογική πως οι τράπεζες θα έπρεπε να σταματήσουν να αναλαμβάνουν κρατικό ρίσκο αλλά και να αποτελούν καταφύγιο μη επιτυχημένων εκδόσεων.
Το εν λόγω αίτημα περί χαλάρωσης ή και απελευθέρωσης είχε τεθεί και το προηγούμενο φθινόπωρο στην ΕΚΤ. Τώρα ωστόσο εκτιμάται πως οι συνθήκες είναι πιο ώριμες. Άλλωστε στην παρούσα φάση ο λόγος που υποβάλλεται το αίτημα αυτό δεν είναι πως η κυβέρνηση αναζητά δεκανίκι στις ελληνικές τράπεζες για την έκδοση ενός ακόμη ομολόγου. Το νέο μακροπρόθεσμο ομόλογο μπορεί να βρίσκεται στα σκαριά παρά τον προβληματισμό που δημιούργησε στις αγορές η πρόσφατη στάση της S&P. Όπως και να έχουν όμως τα πράγματα, το νέο ομόλογο θα εκδοθεί στους χρόνους που η κυβέρνηση έχει προβλέψει. Ωστόσο οι πάντες πιστεύουν στην επιτυχία και του καινούργιου επικείμενου εγχειρήματος.
Σε ό,τι αφορά τον προγραμματισμό της επόμενης έκδοσης των Ελληνικού Δημοσίου ο προγραμματισμός προς αυτήν την κατεύθυνση δεν αλλάζει και δεν θα αργήσει ο χρόνος κατά τον οποίο θα ανακοινωθεί μια ακόμη μακροπρόθεσμη έκδοση λένε έγκυρες πηγές που ασχολούνται με το εν λόγω θέμα.
Η χθεσινή εικόνα της αγοράς με απόδοση 3,34% σε ό,τι αφορά το 10ετές ομόλογο του Ελληνικού Δημοσίου παρά τον πρόσφατο κλυδωνισμό της Μεγάλης Εβδομάδας λόγω S&P αυτό ακριβώς καταγράφει: πως δηλαδή η αγορά βρίσκει σταδιακά την ισορροπία της.
Οι τράπεζες, επιζητώντας αποδόσεις και κέρδη, εκτιμούν πως οι περαιτέρω τοποθετήσεις τους σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου είναι πια ασφαλείς. Έτσι ενδυναμώνουν τα επιχειρήματα του υπουργείου στο σχετικό αίτημα.
Την ίδια στιγμή στην Ιταλία σε επίπεδο αποδόσεων το 10ετές ανέρχεται σε 2,54%, ενώ στην Πορτογαλία σε 1,10%, και στην Ισπανία σε 0,98%. Μηδενικές παραμένουν οι αποδόσεις των γερμανικών ομολόγων.
Πλέον μια αύξηση ορίου κρατικού χρέους στα χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών θα μπορούσε να βελτιώσει τα έσοδα από τόκους των πιστωτικών ιδρυμάτων και τελικώς σε ενδεχομένη αύξηση της τιμής των ομολόγων οι τράπεζες θα μπορούσαν να καταγράψουν κέρδος στα βιβλία τους.
Συγχρόνως οι τράπεζες εφόσον υπάρξει η δυνατότητα να αποκτήσουν περισσότερους κρατικούς τίτλους θα δώσουν τη δυνατότητα μεγαλύτερης ρευστότητας στη δευτερογενή αγορά ομολόγων.