Η εκρηκτική κατάσταση στη Βενεζουέλα και οι προσπάθειες της Ουάσιγκτον να μηδενίσουν τις εξαγωγές πετρελαίου του Ιράν βάζουν φωτιά στις τιμές του πετρελαίου, με το μπρεντ να προσεγγίζει υψηλά εξαμήνου, υπερβαίνοντας ενδοσυνεδριακά το φράγμα των 73 δολαρίων το βαρέλι και τους αναλυτές να αναθεωρούν προς τα πάνω τις προβλέψεις τους για την τιμή του αργού. Ορισμένοι δεν αποκλείουν ακόμη και ένα ακραίο σενάριο επιστροφής των τιμών στα 100 δολάρια, ένα σενάριο που θα δοκιμάσει επικίνδυνα τις αντοχές της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά και τις ήδη εύθραυστες ισορροπίες μεταξύ πετρελαιοπαραγωγών χωρών και χωρών εισαγωγής αργού.
Της Αγγελικής Κοτσοβού [email protected]
Η εκρηκτική κατάσταση στη Βενεζουέλα και οι προσπάθειες της Ουάσιγκτον να μηδενίσουν τις εξαγωγές πετρελαίου του Ιράν βάζουν φωτιά στις τιμές του πετρελαίου, με το μπρεντ να προσεγγίζει υψηλά εξαμήνου, υπερβαίνοντας ενδοσυνεδριακά το φράγμα των 73 δολαρίων το βαρέλι και τους αναλυτές να αναθεωρούν προς τα πάνω τις προβλέψεις τους για την τιμή του αργού. Ορισμένοι δεν αποκλείουν ακόμη και ένα ακραίο σενάριο επιστροφής των τιμών στα 100 δολάρια, ένα σενάριο που θα δοκιμάσει επικίνδυνα τις αντοχές της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά και τις ήδη εύθραυστες ισορροπίες μεταξύ πετρελαιοπαραγωγών χωρών και χωρών εισαγωγής αργού.
Υπό κανονικές συνθήκες, οι υψηλές τιμές λόγω ισχυρής ζήτησης αντανακλούν θετική εικόνα για την παγκόσμια οικονομία. Μόνο που αυτή τη φορά, οι τιμές ανεβαίνουν λόγω των ανησυχιών για περιορισμένη προσφορά.
Το ακριβό πετρέλαιο δίνει ώθηση στις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες, αυξάνοντας τα έσοδα στα κρατικά ταμεία και την κερδοφορία των πετρελαϊκών εταιρειών. Από την άλλη, το βάρος πέφτει στους ώμους των χωρών που εισάγουν καύσιμα, με κίνδυνο να βρεθούν αντιμέτωπες με υψηλότερο πληθωρισμό. Η Κίνα, ως η μεγαλύτερη εισαγωγέας πετρελαίου στον κόσμο, θεωρείται ιδιαίτερα ευάλωτη, ενώ είναι αρκετές οι χώρες της Ευρώπης που εξαρτώνται από τις εισαγωγές ενεργειακών προϊόντων. Οι υψηλές πετρελαϊκές τιμές θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν ακόμη περισσότερο τον κινεζικό «δράκο», που ήδη εμφανίζει σημάδια επιβράδυνσης λόγω της σινο-αμερικανικής εμπορικής αντιπαράθεσης. Από την άλλη, η επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της πετρελαϊκής ζήτησης, συμβάλλοντας στη συγκράτηση των τιμών. Στην Ευρώπη, μια άνοδος του πληθωρισμού λόγω πετρελαίου θα ήταν ευπρόσδεκτη. Από την άλλη, η ενίσχυση των τιμών του αργού σχεδόν κατά 40% από τις αρχές του έτους έρχεται σε μια εποχή που η Ευρωζώνη χάνει την αναπτυξιακή της δυναμική.
Στους χαμένους από τις υψηλότερες πετρελαϊκές τιμές περιλαμβάνονται και αναδυόμενες οικονομίες με δημοσιονομικά ελλείμματα και ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών, καθώς και αδύναμα νομίσματα, όπως η Τουρκία, Ουκρανία και Ινδία. Στους κερδισμένους περιλαμβάνονται όλες οι πετρελαιοπαραγωγοί χώρες που θα σπεύσουν να καλύψουν το κενό προσφοράς που θα αφήσει το Ιράν και η Βενεζουέλα: Σαουδική Αραβία, Ρωσία, Νορβηγία, Νιγηρία και Εκουαδόρ, σύμφωνα με ανάλυση της Nomura.
H θέση των ΗΠΑ
Οι αμερικανικές πετρελαϊκές προσβλέπουν σε αύξηση των πωλήσεων από πελάτες που προμηθεύονταν πετρέλαιο από το Ιράν. Για την ευρύτερη όμως οικονομία, η ακριβότερη βενζίνη -με την τιμή να έχει ήδη αυξηθεί 7% μέσα σε ένα μήνα- περιορίζει το διαθέσιμο εισόδημα των Αμερικανών καταναλωτών, που αποτελούν το βασικό στήριγμα της οικονομίας.
Και εάν η κατάσταση στις διεθνείς αγορές ξεφύγει εκτός ελέγχου, ελλοχεύει ο κίνδυνος οι κυρώσεις να γυρίσουν μπούμεραγκ για την Ουάσιγκτον, υπό τη μορφή αντιποίνων, απειλώντας την οικονομική σταθερότητα.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει ήδη προειδοποιήσει ότι η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε κρίσιμη φάση, έχοντας υποβαθμίσει τις προβλέψεις για την παγκόσμια ανάπτυξη. Ένα σενάριο επιστροφής της τιμής του πετρελαίου στα 100 δολάρια το βαρέλι συνεπάγεται 0,6% επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης του παγκόσμιου ΑΕΠ και 0,7 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο πληθωρισμό,όπως προβλέπει σε ανάλυσή της η Oxford Economics.
Τι προβλέπουν οι αναλυτές
Προς το παρόν, οι αναλυτές εμφανίζονται καθησυχαστικοί, θεωρώντας υπερβολικά ακραίο ένα σενάριο με τις τιμές στα 100 δολάρια το βαρέλι. Από την άλλη, εκτιμούν ότι θα διατηρηθούν σε υψηλά επίπεδα φέτος, καθώς η απόφαση των ΗΠΑ να μην ανανεώσει τις εξαιρέσεις στις ιρανικές εξαγωγές, σε συνδυασμό με τη συμφωνία του ΟΠΕΚ και των συμμάχων για μειώσεις στην παραγωγή, δημιουργούν συνθήκες περιορισμένης προσφοράς. Αναλυτές και οικονομολόγοι σε δημοσκόπηση του Reuters προβλέπουν μέση τιμή του μπρεντ στα 68,57 δολάρια το βαρέλι φέτος, υψηλότερη κατά 2% σε σύγκριση με την πρόβλεψη 67,12 δολαρίων στην προηγούμενη δημοσκόπηση του Μαρτίου. Η BNP Paribas αναμένει βραχυπρόθεσμα άνοδο των πετρελαϊκών τιμών έως και τα 71 δολάρια το βαρέλι για το 2019. Για το 2020, η BNP εκτιμά σταθεροποίηση των τιμών στα 68 δολάρια.
Η παραγωγή του Οργανισμού Πετρελαιοπαραγωγών και Εξαγωγών Κρατών άγγιξε χαμηλά τετραετίας τον Απρίλιο, εξαιτίας της μειωμένης προσφοράς από Ιράν και Βενεζουέλα, αλλά και περιορισμένης παραγωγής από τη Σαουδική Αραβία. Οι 14 χώρες-μέλη του ΟΠΕΚ άντλησαν αυτό το μήνα 30,23 εκατ. βαρέλια ημερησίως, όπως δείχνει ανάλυση του Reuters, από 90.000 βαρέλια του Μαρτίου.