Το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας στην Ελλάδα, δηλαδή των ατόμων που αναζητούν εργασία για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 12 μηνών, εξακολουθεί να παραμένει ιδιαίτερα προβληματικό παρά την επιστροφή της χώρας σε τροχιά ανάπτυξης.
Από την έντυπη έκδοση
Το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας στην Ελλάδα, δηλαδή των ατόμων που αναζητούν εργασία για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 12 μηνών, εξακολουθεί να παραμένει ιδιαίτερα προβληματικό παρά την επιστροφή της χώρας σε τροχιά ανάπτυξης. Η μακροχρόνια ανεργία χαρακτηρίζεται στις Βρυξέλλες και προπομπός της φτώχειας, δεδομένου ότι όσο περισσότερο ένας πολίτης παραμένει άνεργος τόσο περιορίζονται οι ελπίδες να καταστεί στο μέλλον ενεργός, με αποτέλεσμα να απειλείται από τον φαύλο κύκλο της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Σύμφωνα με τα αναλυτικά στοιχεία που δημοσιοποίησε χθες η Εurostat για την ανεργία στα κράτη-μέλη το 2018, όπου υπάρχει και ειδική αναφορά στις περιφέρειες, στην Ελλάδα το 70,4%, δηλαδή 7 στους 10 άνεργους ήταν μακροχρόνιοι. Ως μέτρο σύγκρισης θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ε.Ε. ήταν 43,2%, δηλαδή 27,2 μονάδες χαμηλότερα. Πρόκειται φυσικά για ρεκόρ Ε.Ε., ενώ μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης στην Ελλάδα το ποσοστό ήταν περίπου 9 μονάδες υψηλότερο από τη δεύτερη χώρα με τη χειρότερη επίδοση, τη Σλοβακία, και 12 μονάδες ψηλότερο από την τρίτη, την Ιταλία.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε σχέση με το 2017 το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων στη χώρα μας μειώθηκε κατά 2,4 ποσοστιαίες μονάδες, ωστόσο σε αυτά τα επίπεδα που βρίσκεται η παραπάνω μείωση μάλλον δεν θα πρέπει να θεωρείται ικανοποιητική. Κι αυτό γιατί η βελτίωση ήταν σχεδόν η ίδια με εκείνη που καταγράφηκε για το σύνολο της ανεργίας στην Ελλάδα, ενώ οι μακροχρόνια άνεργοι για τους λόγους που προαναφέρθηκαν θα έπρεπε να είναι η μεγαλύτερη προτεραιότητα της κυβέρνησης.
Τα ψηλότερα ποσοστά μακροχρόνια ανέργων επί της συνολικής ανεργίας καταγράφηκαν στην Ήπειρο που είναι και ευρωπαϊκό ρεκόρ ηπειρωτικής Ευρώπης με 77,2%, ενώ ακολούθησαν η Αττική με 76,0% και η Στερεά Ελλάδα με 74,3%. Στον αντίποδα, πολύ καλές επιδόσεις είχαν το Νότιο Αιγαίο με 32,4%, δηλαδή χαμηλότερα και από τον μέσο όρο της ΕΕ, η Κρήτη με 50,3% και τα νησιά του Ιουνίου με 54,1%.
Αναφορικά με τα υπόλοιπα στοιχεία της Εurostat, τρεις ελληνικές περιφέρειες, η Δυτική Μακεδονία, η Δυτική Ελλάδα και το Βόρειο Αιγαίο, ήταν μέσα στις 11 ευρωπαϊκές περιφέρειες με την υψηλότερη ανεργία. Μάλιστα, η Δυτική Μακεδονία ήταν συνολικά στην τρίτη θέση, ωστόσο στην ουσία ήταν πρώτη στην ηπειρωτική Ευρώπη, δεδομένου ότι στην πρώτη και τη δεύτερη θέση βρέθηκαν η υπερπόντια γαλλική κτήση της νήσου Μαγιότ και η αυτόνομη ισπανική πόλη Θεούτα στο Μαρόκο.
Στην ανεργία των νέων, τρεις ελληνικές περιφέρειες, η Δυτική Μακεδονία, το Βόρειο Αιγαίο και η Στερεά Ελλάδα ήταν μεταξύ των 10 περιφερειών της Ε.Ε. με την ψηλότερη ανεργία. Και σε αυτήν την κατηγορία η Δυτική Μακεδονία είχε το ρεκόρ ηπειρωτικής Ευρώπης, δεδομένου ότι ναι μεν ήταν στην τρίτη θέση, αλλά οι δύο πρώτες ήταν οι δύο αυτόνομες ισπανικές πόλεις στο Μαρόκο, η Θέουτα και η Μελίγια.
Στη μακροχρόνια ανεργία επτά ελληνικές περιφέρειες ήταν μεταξύ των 10 με τις χειρότερες επιδόσεις στην Ε.Ε. Μάλιστα, από τις άλλες τρεις οι δύο ήταν υπερπόντιες κτήσεις της Γαλλίας (Γουαδελούπη και Μαγιότ) και η τρίτη στη Βουλγαρία.
Τις τρεις καλύτερες επιδόσεις Ευρώπη κατέγραψαν κατά σειρά οι περιφέρειες της Βαυαρίας, της νοτιοδυτικής Τσεχίας και της Στουτγάρδης. Χαρακτηριστική των ανισοτήτων που υπάρχουν σήμερα είναι η ψαλίδα της ανεργίας στους νέους, όπου η απόσταση μεταξύ της περιφέρειας της Βαυαρίας και της Δυτικής Μακεδονίας ανέρχεται σε 58 ποσοστιαίες μονάδες.