Προσωρινή προστασία της κύριας κατοικίας και από τους πλειστηριασμούς για απλήρωτα χρέη προς το Δημόσιο προβλέπει για όσους συμφωνούν σε συναινετική ρύθμιση οφειλών με τις τράπεζες ο ν. 4605/2019 που ψηφίστηκε πρόσφατα για να αντικαταστήσει τον ν. 3869/2010 ή «νόμο Κατσέλη».
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
Προσωρινή προστασία της κύριας κατοικίας και από τους πλειστηριασμούς για απλήρωτα χρέη προς το Δημόσιο προβλέπει για όσους συμφωνούν σε συναινετική ρύθμιση οφειλών με τις τράπεζες ο ν. 4605/2019 που ψηφίστηκε πρόσφατα για να αντικαταστήσει τον ν. 3869/2010 ή «νόμο Κατσέλη».
Η προστασία αυτή παρέχεται, αν και ο ν. 4605/2019 δεν προβλέπει ρύθμιση οφειλών προς το Δημόσιο. Η προσωρινή προστασία από τους πλειστηριασμούς για χρέη προς το Δημόσιο δεν εμποδίζει ωστόσο την επιβολή λοιπών πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης ή ασφαλιστικών μέτρων στην κύρια κατοικία του αιτούντος, ούτε τη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης ή ασφαλιστικών μέτρων στην υπόλοιπη περιουσία του οφειλέτη για τα χρέη του προς το Δημόσιο.
Σύμφωνα, ειδικότερα, με την υπ’ αριθμόν Ε2062/2019 διευκρινιστική εγκύκλιο που υπέγραψε και απέστειλε πρόσφατα σε όλες τις φοροεισπρακτικές υπηρεσίες της χώρας ο διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων Γ. Πιτσιλής, κάθε φυσικό πρόσωπο που δικαιούται να υπαχθεί στο νέο καθεστώς προστασίας της κύριας κατοικίας του από πλειστηριασμούς για χρέη προς τις τράπεζες, σύμφωνα με το ν. 4605/2019 προστατεύεται ταυτόχρονα και από τους πλειστηριασμούς για χρέη προς το Δημόσιο. Ωστόσο, οι αρμόδιες φορολογικές αρχές εξακολουθούν να έχουν το δικαίωμα να επιβάλλουν κατασχέσεις και στην κύρια και σε τυχόν δευτερεύουσες κατοικίες του, καθώς επίσης και στις καταθέσεις και τα εισοδήματά του, προκειμένου να εισπράξουν τις οφειλές του προς αυτές.
Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το ν. 4605/2019 (άρθρα 68-84), κάθε φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς πτωχευτική ικανότητα δικαιούται, προκειμένου να προστατεύσει την κύρια κατοικία του από την αναγκαστική ρευστοποίηση, να ζητήσει τη ρύθμιση των οφειλών του προς τις τράπεζες, καθώς και τυχόν οφειλών του από στεγαστικά δάνεια προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, εφόσον για τις οφειλές του αυτές έχει εγγράψει υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης σε ακίνητο, που χρησιμοποιείται ως κύρια κατοικία του, και οι οφειλές αυτές βρίσκονταν σε καθυστέρηση τουλάχιστον ενενήντα ημερών κατά την 31η Δεκεμβρίου 2018. Μπορεί επίσης να ζητήσει να ρυθμίσει οφειλές άλλων ενοχικά υπόχρεων φυσικών προσώπων από οποιαδήποτε αιτία προς πιστωτικά ιδρύματα ή από στεγαστικό δάνειο προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, για τις οποίες έχει παραχωρηθεί υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης στη δική του κύρια κατοικία, εφόσον οι οφειλές αυτές βρίσκονταν σε καθυστέρηση τουλάχιστον ενενήντα ημερών κατά την 31η Δεκεμβρίου 2018.
Η ρύθμιση των οφειλών, σύμφωνα με τα παραπάνω, επιτρέπεται εφόσον στο πρόσωπο του αιτούντος συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις επιλεξιμότητας:
α) Το αιτούν φυσικό πρόσωπο έχει εμπράγματο δικαίωμα, αποκλειστικής ή κατ’ ιδανικό μερίδιο, κυριότητας, πλήρους ή ψιλής, ή επικαρπίας σε ακίνητο, το οποίο αποτελεί την κύρια κατοικία του και βρίσκεται στην Ελλάδα.
β) Δεν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση, που απέρριψε αίτηση του άρθρου 4 του ν. 3869/2010 («νόμου Κατσέλη») λόγω δόλιας περιέλευσης του αιτούντος σε αδυναμία πληρωμής ή λόγω ύπαρξης επαρκούς περιουσίας του αιτούντος ή που δέχθηκε την αίτηση, ακόμα κι αν ο οφειλέτης εξέπεσε κατά την παρ. 2 του άρθρου 11 του ν. 3869/2010 ή το σχέδιο διευθέτησης οφειλών καταγγέλθηκε κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010.
γ) Η αξία της προστατευόμενης κύριας κατοικίας, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης, δεν υπερβαίνει τα 175.000 ευρώ, αν στις οφειλές της περιλαμβάνονται επιχειρηματικά δάνεια, και τα 250.000 ευρώ σε κάθε άλλη περίπτωση.
δ) Το οικογενειακό εισόδημα του αιτούντος φυσικού προσώπου, κατά το τελευταίο έτος, για το οποίο υπάρχει δυνατότητα υποβολής φορολογικής δήλωσης, δεν υπερβαίνει τα 12.500 ευρώ. Το ποσό του προηγούμενου εδαφίου προσαυξάνεται κατά 8.500 ευρώ για τον σύζυγο και κατά 5.000 ευρώ για κάθε εξαρτώμενο μέλος και μέχρι τα τρία εξαρτώμενα μέλη.
ε) Αν το σύνολο των οφειλών υπερβαίνει τα 20.000 ευρώ, η ακίνητη περιουσία του αιτούντος, του συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών, πέραν της κύριας κατοικίας του αιτούντος, καθώς και τα μεταφορικά μέσα του αιτούντος και του συζύγου του, έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τα 80.000 ευρώ κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης.
στ) Οι καταθέσεις, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και τα πολύτιμα μέταλλα, σε νομίσματα ή ράβδους, του αιτούντος και του συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 72.
ζ) Υφίσταται τουλάχιστον μία οφειλή επιδεκτική ρύθμισης.
η) Το σύνολο του ανεξόφλητου κεφαλαίου, στο οποίο συνυπολογίζονται λογιστικοποιημένοι τόκοι και, αν υπάρχουν, έξοδα εκτέλεσης των οφειλών, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, δεν υπερβαίνει τις 130.000 ευρώ ανά πιστωτή ή τις 100.000 ανά πιστωτή αν στις οφειλές αυτές περιλαμβάνονται επιχειρηματικά δάνεια. Αν η οφειλή έχει συνομολογηθεί σε άλλο, πλην ευρώ, νόμισμα, τότε για τον καθορισμό του μέγιστου ορίου των 130.000 ευρώ ή των 100.000 ευρώ, αντίστοιχα λαμβάνεται υπόψη η ισοτιμία αλλοδαπού νομίσματος και ευρώ κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης.
Στην εγκύκλιο που εξέδωσε και απέστειλε στις ΔΟΥ και τα Ελεγκτικά Κέντρα ο διοικητής της ΑΑΔΕ δίνονται διευκρινίσεις σχετικά με την εμπλοκή του Δημοσίου στις νέες διατάξεις για την προστασία της πρώτης κατοικίας από τους πλειστηριασμούς:
1. Διευκρινιστική εγκύκλιος της ΑΑΔΕ
Σύμφωνα με τις παρ. 2 έως 6 του άρθρου 68 του ν. 4605/2019, στο πεδίο εφαρμογής των ρυθμίσεων που προβλέπονται στα άρθρα 68 έως 84 του νόμου αυτού (συναινετική ρύθμιση κατ’ άρθρα 72 επ. και δικαστική ρύθμιση κατά το άρθρο 77 του νόμου), με σκοπό την προστασία της κύριας κατοικίας του αιτούντος φυσικού προσώπου από την αναγκαστική ρευστοποίηση, εμπίπτουν μόνο οφειλές προς πιστωτικά ιδρύματα, από οποιαδήποτε αιτία, καθώς και οφειλές από στεγαστικό δάνειο προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, για τις οποίες υφίσταται εμπράγματη ασφάλεια στην κύρια κατοικία του οφειλέτη ή του τρίτου αιτούντος. Επομένως, με τις διαδικασίες που προβλέπονται στις νέες διατάξεις δεν ρυθμίζονται οφειλές στη Φορολογική Διοίκηση. Επίσης, δεν ρυθμίζονται ούτε οφειλές φυσικών προσώπων για τις οποίες υφίσταται εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου.
Η προστασία της κύριας κατοικίας του αιτούντος, κατ’ εφαρμογή των νέων διατάξεων, ισχύει όμως και έναντι του Δημοσίου, ως πιστωτή (βλ. κατωτέρω τα υπ’ αριθ. 2 και 3 σημεία), παρά το γεγονός ότι οι απαιτήσεις αυτού δεν είναι επιδεκτικές ρύθμισης. Επιπροσθέτως, σε περίπτωση που υφίσταται ήδη εκκρεμής δίκη του ν. 3869/2010 (στο πλαίσιο της οποίας μπορούν να ρυθμιστούν, ως γνωστόν, και οφειλές βεβαιωμένες στη Φορολογική Διοίκηση, βλ. σχετικές ΠΟΛ 1036/2016, ΠΟΛ.1122/2018, ΠΟΛ.1213/ 2018), τυχόν προσφυγή του οφειλέτη στις διαδικασίες του ν. 4605/2019 έχει επίδραση στην εξέλιξη της εκκρεμούς δίκης του ν. 3869/2010 (βλ. κατωτέρω το υπ’ αριθ. 4 σημείο).
2. Προσωρινή προστασία της κύριας κατοικίας κατ’ άρθρο 78
2.1. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 78, για τον οφειλέτη που έχει υποβάλει αίτηση συναινετικής ρύθμισης κατ’ άρθρο 72 του νόμου και κρίνεται επιλέξιμος κατά τον προέλεγχο επιλεξιμότητας του άρθρου 73, ισχύει αυτοδίκαιη αναστολή κάθε πλειστηριασμού της κύριας κατοικίας του, η οποία αρχίζει να ισχύει, έναντι των πιστωτών που δεν περιλαμβάνονται στην αίτηση, μεταξύ των οποίων και το Δημόσιο, από τη μεταγραφή στο βιβλίο μεταγραφών ή την καταχώριση στο κτηματολογικό φύλλο της αίτησης για τη ρύθμιση οφειλών (παρ. 14 του άρθρου 72) και λήγει:
i. είτε με την επίτευξη της συναινετικής ρύθμισης οφειλών με έναν τουλάχιστον πιστωτή (οπότε άρχεται η αναστολή του άρθρου 79, όπως αναλύεται στη συνέχεια, στο υπ’ αριθ. 3 σημείο),
ii. είτε, σε περίπτωση μη επίτευξης συναινετικής ρύθμισης οφειλών για οποιονδήποτε από τους υπ’ αριθμ. (β), (γ), και (δ) λόγους της παραγράφου 6 του άρθρου 74, μετά την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας για την υποβολή αίτησης δικαστικής ρύθμισης της παραγράφου 4 του άρθρου 77,
iii. είτε, σε περίπτωση μη επίτευξης συναινετικής ρύθμισης οφειλών (ως ανωτέρω) και εμπρόθεσμης (παρ. 4 άρθρου 77) υποβολής αίτησης δικαστικής ρύθμισης, με τη συζήτηση του αιτήματος προσωρινής διαταγής, που υποβάλλεται με την αίτηση δικαστικής ρύθμισης, οπότε δυνατόν να επέλθουν τα ακόλουθα αποτελέσματα:
* Η συνέχιση της αναστολής, σε περίπτωση αποδοχής από το δικαστήριο του αιτήματος προσωρινής διαταγής, καθ’ όσον με αυτή διατάσσεται αναστολή του πλειστηριασμού της κύριας κατοικίας υπό τους όρους που ορίζονται σε αυτή και μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης. Σημειώνεται πάντως ότι το δικαστήριο δύναται να ανακαλέσει την προσωρινή διαταγή οποτεδήποτε.
* Η λήξη της αναστολής, σε περίπτωση απόρριψης από το δικαστήριο του αιτήματος προσωρινής διαταγής.
Σημειώνεται ότι προσωρινή προστασία της κύριας κατοικίας με προσωρινή διαταγή μπορεί να χορηγηθεί και στο πλαίσιο εκδίκασης της αίτησης δικαστικής ρύθμισης σε δεύτερο βαθμό.
Αναφορικά με την αυτοδίκαιη αναστολή πλειστηριασμού της παραγράφου 1 του άρθρου 78 του ν. 4605/2019, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 72: «2. Απαγορεύεται η υποβολή δεύτερης αίτησης από το ίδιο φυσικό πρόσωπο, ακόμα κι αν με τη δεύτερη αίτηση ζητείται ρύθμιση διαφορετικών οφειλών σε σχέση με την πρώτη ή αν ο αιτών εξέπεσε της ρύθμισης που προέκυψε από την προηγούμενη αίτηση. 3. Αν υπάρχουν ελλείψεις ή σφάλματα της αίτησης, τα οποία δεν μπορούν να διορθωθούν με εισαγωγή των στοιχείων στην ηλεκτρονική πλατφόρμα, μπορεί η αίτηση να διαγραφεί και ταυτόχρονα να επανυποβληθεί. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται η παράγραφος 1 του άρθρου 78». Στο οικείο σημείο της αιτιολογικής έκθεσης του νόμου αναφέρεται σχετικά: «Προς αποτροπή καταχρηστικών συμπεριφορών αποκλείεται πάντως το κατά την παρ. 1 του άρθρου 11 (σημ.: της τροπολογίας, νυν άρθρου 78 του νόμου) αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα της χρονικά δεύτερης αίτησης».
2.2. Για τον οφειλέτη που έχει υποβάλει αίτηση συναινετικής ρύθμισης κατ’ άρθρο 72 του νόμου και δεν κρίνεται επιλέξιμος κατά τον προέλεγχο επιλεξιμότητας του άρθρου 73 δεν ισχύει η αυτοδίκαιη αναστολή της παραγράφου 1 του άρθρου 78. Ο αιτών όμως, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 78, έχει τη δυνατότητα να αιτηθεί την αναστολή του πλειστηριασμού της κύριας κατοικίας του σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 1000 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Κατόπιν των ανωτέρω, σε περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 78 περί προσωρινής προστασίας, το Δημόσιο υποχρεούται αποκλειστικά στη μη έκδοση του προγράμματος πλειστηριασμού της κύριας κατοικίας, ή, εφόσον αυτό έχει εκδοθεί, στη μη πραγματοποίηση του. Παρά ταύτα, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 78, η προσωρινή προστασία του άρθρου 78 δεν εμποδίζει την επιβολή λοιπών πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης ή ασφαλιστικών μέτρων στην κύρια κατοικία του αιτούντος, ούτε τη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης η ασφαλιστικών μέτρων στην υπόλοιπη περιουσία του οφειλέτη.
3. Προστασία της κύριας κατοικίας κατ’ άρθρο 79 του ν. 4505/2019, ως συνέπεια επίτευξης ρύθμισης, συναινετικής η δικαστικής
Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 79, μετά την επίτευξη συναινετικής ή δικαστικής ρύθμισης με έναν τουλάχιστο πιστωτή δεν επιτρέπεται σε οποιονδήποτε πιστωτή του δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα, η επίσπευση πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης στην κύρια κατοικία του αιτούντος, η λήψη ασφαλιστικών μέτρων επ’ αυτής, η εγγραφή υποθήκης ή η τροπή της προσημείωσης υποθήκης σε υποθήκη. Σύμφωνα πάντως με την παράγραφο 4 του άρθρου 79, είναι δυνατή η εγγραφή υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης για απαίτηση που γεννιέται κατά τη διάρκεια της ρύθμισης, κατόπιν συναίνεσης του αιτούντος. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 79, οι απαγορεύσεις της παραγράφου 1 του ιδίου άρθρου δεν καταλαμβάνουν τους πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις, αν και ήταν επιδεκτικές ρύθμισης, δεν ρυθμίστηκαν συναινετικά ή δικαστικά. Στις περιπτώσεις αυτές, όλοι οι πιστωτές (μεταξύ αυτών και το Δημόσιο) μπορούν να αναγγελθούν για το σύνολο των απαιτήσεών τους.
Σημειώνεται, τέλος, ότι σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 74, η πρόταση ρύθμισης του πιστωτή που έγινε αποδεκτή από τον αιτούντα (συναινετική ρύθμιση), μεταγράφεται στο βιβλίο μεταγραφών ή καταχωρίζεται στο κτηματολογικό φύλλο της κύριας κατοικίας του αιτούντος, με επιμέλεια οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Αντιστοίχως, στην περίπτωση επίτευξης δικαστικής ρύθμισης, η δικαστική απόφαση μεταγράφεται στο βιβλίο μεταγραφών ή καταχωρίζεται στο κτηματολογικό φύλλο της κύριας κατοικίας του αιτούντος, με επιμέλεια οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον.
4. Σχέση των ρυθμίσεων του ν. 4605/2019 με εκκρεμή δίκη του ν. 3869/2010
Σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 83 του ν. 4605/2019, η ύπαρξη τυχόν εκκρεμούς αίτησης για ρύθμιση οφειλών κατά το άρθρο 4 του ν. 3869/2010 (σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό) δεν αποτελεί κώλυμα για την υποβολή αίτησης συναινετικής ρύθμισης κατά τον ν. 4605/2019. Σε περίπτωση όμως που ο αιτών επιτύχει συναινετική ρύθμιση οποιασδήποτε από τις οφειλές που είναι επιδεκτικές ρύθμισης κατά τον ν. 4605/2019 (οπότε επέρχονται οι συνέπειες του άρθρου 79 του νόμου, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 74 αυτού), η δίκη του ν. 3869/2010 καταργείται, επομένως παύουν να ισχύουν οι έννομες συνέπειες από την κατάθεση της αίτησης του ν. 3869/2010 (βλ. ΠΟΛ 1036/2016, κεφ. Ε) καθώς και η τυχόν χορηγηθείσα προσωρινή προστασία κατ’ άρθρα 5 ή 6 του νόμου αυτού.
Τέλος, σε αντίθεση με τα ισχύοντα για την υποβολή αίτησης συναινετικής ρύθμισης, ως προϋπόθεση υποβολής αίτησης για δικαστική ρύθμιση οφειλών κατά το άρθρο 77 του ν. 4605/2019 (σε περίπτωση που ο αιτών δεν έχει κριθεί επιλέξιμος κατά τη διαδικασία της συναινετικής ρύθμισης ή αυτή δεν επιτεύχθηκε για οποιονδήποτε λόγο) προβλέπεται η παραίτηση του αιτούντος από τυχόν εκκρεμή αίτηση του άρθρου 4 του ν. 3869/2010.
5. Συνεισφορά του Δημοσίου
Το Δημόσιο συνεισφέρει στις μηνιαίες καταβολές της ρύθμισης του ν. 4605/2019, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 76 αυτού. Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου, η συνεισφορά του Δημοσίου καταβάλλεται σε ειδικό ακατάσχετο λογαριασμό με δικαιούχο τον οφειλέτη και δεν κατάσχεται ούτε συμψηφίζεται. Επιπροσθέτως, για την έγκριση και καταβολή της συνεισφοράς δεν απαιτείται φορολογική ή ασφαλιστική ενημερότητα του οφειλέτη. Σημειώνεται ότι, κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 5 του άρθρου 82 του νόμου εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 39100/05-04-2019 (Β’1167/8-4-2019) Κ.Υ.Α. των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών, για τον προσδιορισμό της συνεισφοράς του Δημοσίου στο πλαίσιο του άρθρου 76 του ν. 4605/2019 και την ειδικότερη ρύθμιση θεμάτων που άπτονται της διαδικασίας καταβολής της.
6. Έναρξη ισχύος
Σύμφωνα με το άρθρο 84 του νόμου, η ισχύς των διατάξεων του Μέρους Ζ’ αυτού (άρθρων 68 έως 83) αρχίζει την 30ή/4/2019, με εξαίρεση τις εξουσιοδοτικές διατάξεις του άρθρου 82, που ισχύουν από 1ης/4/2019.
Σημειώσεις
i. Επισημαίνεται ότι από 1ης/3/2019 δεν υφίσταται πλέον δυνατότητα του οφειλέτη να υποβάλει, στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας του ν. 3869/2010, αίτηση για εξαίρεση της κύριας κατοικίας του από την εκποίηση (βλ. άρθρο πρώτο της από 31/12/2018 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, ΦΕΚ Α’221/31-12-2018, που κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4592/2019, ΦΕΚ Α’20/13-2-2019, με την οποία παρατάθηκε έως τις 28/2/2019 η σχετική προθεσμία που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010).
ii. Σύμφωνα με το άρθρο 82 του ν. 4605/2019 («Εξουσιοδοτικές διατάξεις»), για την ειδικότερη ρύθμιση πολλών θεμάτων του νέου πλαισίου προστασίας της κύριας κατοικίας (ενδεικτικά, για τη λειτουργία της ηλεκτρονικής πλατφόρμας του άρθρου 71, μέσω της οποίας θα διεξάγεται η ηλεκτρονική υποβολή και διαχείριση αιτήσεων του ν. 4605/2019, για τις λεπτομέρειες της διαδικασίας συναινετικής ρύθμισης του άρθρου 74, κ.λπ.) προβλέπεται η έκδοση κανονιστικών αποφάσεων από τους καθ’ ύλην αρμόδιους υπουργούς.
Ήδη έχει λάβει χώρα η έκδοση της προαναφερθείσας (στο σημείο 5) ΚΥΑ 39100/05-04-2019 (Β’ 1167/8-4-2019) σχετικά με τη συνεισφορά του Δημοσίου καθώς και της υπ’ αριθ. 39095/05-04-2019 (Β’ 1165/8-4-2019) ΚΥΑ των υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης και Οικονομικών με θέμα «Προσδιορισμός της αξίας μεταφορικών μέσων ως κριτηρίου επιλεξιμότητας του άρθρου 68 του ν. 4605/2019».
Με την υπ’ αριθμόν 2062/ 2019 εγκύκλιο του διοικητή της ΑΑΔΕ παρέχονται εξάλλου διευκρινίσεις και για την εφαρμογή του άρθρου 103 του ν. 4605/2019. Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι:
«Με το άρθρο 103 του ν. 4605/2019 προστέθηκε στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 294 του ν. 4072/2012 (Α’86/11-4-2012), μετά την παρ. 3 αυτού, νέα παράγραφος 4, με την οποία ορίζεται ότι ειδικά στις εταιρείες του άρθρου 270 του εν λόγω νόμου, δηλαδή σε αστικές εταιρείες με νομική προσωπικότητα, οι εταίροι ευθύνονται για τις υποχρεώσεις της εταιρείας μέχρι του ποσού της εταιρικής μερίδας τους, όταν η είσοδός τους στην εταιρεία και η γένεση των υποχρεώσεων έλαβαν χώρα πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4072/2012 (βλ. παρ. 2 του άρθρου 330 αυτού) και δεν συμμετείχαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο στη διοίκηση και διαχείριση αυτής. Η ανωτέρω ρύθμιση καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς ενώπιον των δικαστηρίων υποθέσεις».