Με τις επενδύσεις των φορέων της γενικής κυβέρνησης να περιορίζονται κατά 2,2 δισ. ευρώ μέσα σε μόλις έναν χρόνο, με αποτέλεσμα να περιορίζονται στο χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας εξαετίας, αλλά και τη χρονιά να κλείνει με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα σε επίπεδα άνω των 2 δισ. ευρώ, το 2018 έκλεισε τελικώς με υπερπλεόνασμα-ρεκόρ.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Με τις επενδύσεις των φορέων της γενικής κυβέρνησης να περιορίζονται κατά 2,2 δισ. ευρώ μέσα σε μόλις έναν χρόνο, με αποτέλεσμα να περιορίζονται στο χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας εξαετίας, αλλά και τη χρονιά να κλείνει με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα σε επίπεδα άνω των 2 δισ. ευρώ, το 2018 έκλεισε τελικώς με υπερπλεόνασμα-ρεκόρ.
Το πρωτογενές πλεόνασμα εκτινάχθηκε στο 4,4% του ΑΕΠ, με βάση το διεθνώς αναγνωρισμένο πρότυπο ESA 2010, επίδοση η οποία αποτυπώνεται για πρώτη φορά από τότε που μπήκε η χώρα στα μνημόνια. Με βάση τον μνημονιακό ορισμό, το πρωτογενές πλεόνασμα ανήλθε στο 4,29% του ΑΕΠ, παρά το γεγονός ότι τον περασμένο Δεκέμβριο έγινε «έκτακτη δαπάνη» άνω του 1% του ΑΕΠ για το έκτακτο κοινωνικό μέρισμα, αλλά και για τα αναδρομικά των αμειβόμενων με βάση τα ειδικά μισθολόγια.
Για να καταγραφεί αυτή η επίδοση χρειάστηκε να αυξηθούν ακόμη περισσότερο τα δημόσια έσοδα, στα 88,334 δισ. ευρώ, το υψηλότερο ποσό της τελευταίας τετραετίας, απόρροια -μεταξύ άλλων- και της υπερφορολόγησης, και να περιοριστούν οι δημόσιες δαπάνες στο χαμηλότερο -αναλογικά με το ΑΕΠ- επίπεδο των τελευταίων ετών (αποτέλεσμα κυρίως της συρρίκνωσης του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων).
Σχέδια για μειώσεις φόρων
H ΕΛΣΤΑΤ κατέγραψε και σημαντική αύξηση του δημοσίου χρέους στο 181,1% του ΑΕΠ, που είναι και η υψηλότερη επίδοση ιστορικά. Η αύξηση συγκριτικά με το 2017, κατά περίπου πέντε ποσοστιαίες μονάδες, οφείλεται στην εκταμίευση της τελευταίας δόσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας στο πλαίσιο του τρίτου μνημονίου.
Ανεξάρτητα από την πηγή προέλευσης του υπερπλεονάσματος, η κυβέρνηση θα επιδιώξει μέσα στις επόμενες εβδομάδες να εκμεταλλευτεί τις επιδόσεις που ανακοίνωσε χθες η ΕΛΣΤΑΤ για να εξαγγείλει μειώσεις φορολογικών συντελεστών.
Χθες, η αρμόδια υφυπουργός Οικονομικών, Κατερίνα Παπανάτσιου, δήλωσε ότι μελετώνται μειώσεις είτε στον ΦΠΑ είτε στον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και στον κατώτατο συντελεστή της φορολογικής κλίμακας.
Δημοσιονομική επίδοση αντίστοιχη με αυτήν του 2018 δεν έχει καταγραφεί στην Ελλάδα, τουλάχιστον από τότε που η χώρα μπήκε στο ευρώ. Το πρωτογενές πλεόνασμα του 2018, ύψους 8,149 δισ. ευρώ με βάση τον ορισμό της ΕΛΣΤΑΤ, ξεπερνά κατά πολύ ακόμη και το προηγούμενο ρεκόρ που σημειώθηκε το 2017, με το πρωτογενές πλεόνασμα να διαμορφώνεται στα 6,946 δισ. ευρώ ή στο 3,9% του ΑΕΠ.
Για να συμβεί αυτό χρειάστηκε να περιοριστούν ακόμη περισσότερο οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης αναλογικά με το ΑΕΠ -ανήλθαν στο 46,74% του ΑΕΠ, που είναι η χαμηλότερη αναλογία των τελευταίων ετών- και να διατηρηθούν περίπου στο ίδιο ύψος τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης (έφτασαν στα 88,334 δισ. ευρώ έναντι 86,628 δισ. ευρώ το 2017, ή στο 47,82% του ΑΕΠ έναντι 48,07% το 2017).
Όπως προκύπτει, η βελτίωση του πλεονάσματος συγκριτικά με το 2017 -κατά 1,2 δισ. ευρώ ή κατά μισή ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ- οφείλεται εξ ολοκλήρου στη μείωση των δαπανών της γενικής κυβέρνησης για τον λεγόμενο ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου, δηλαδή τις επενδύσεις. Η συγκεκριμένη δαπάνη μειώθηκε το 2018 στα 5,601 δισ. ευρώ, από 7,855 δισ. ευρώ το 2017, δηλαδή κατά 2,2 δισ. ευρώ. Αντίστοιχη «επίδοση» είχε καταγραφεί μόνο το 2011 και το 2012, όταν η τότε κυβέρνηση προσπαθούσε να τιθασεύσει δημοσιονομικά ελλείμματα-μαμούθ της τάξεως του 9%-12%.
Οι προθέσεις της κυβέρνησης
Οι δημοσιονομικές επιδόσεις του 2018 αναμένεται να βρεθούν στο επίκεντρο των διαβουλεύσεων με τους θεσμούς, οι οποίες θα ξεκινήσουν στις 6 Μαΐου, στο πλαίσιο της τρίτης μεταμνημονιακής αξιολόγησης. Οι δύο πλευρές αναμένεται να καθίσουν στο τραπέζι του διαλόγου προβάλλοντας τα ακόλουθα επιχειρήματα:
1 Η ελληνική πλευρά θα σταθεί στο γεγονός ότι ο προϋπολογισμός υπεραποδίδει για τέταρτη συνεχή χρονιά. Τα νούμερα είναι αποκαλυπτικά: στον προϋπολογισμό του 2019 είχε εγγραφεί ως πρόβλεψη ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί στα 7,54 δισ. ευρώ με βάση τον ορισμό της ΕΛΣΤΑΤ, ή στα 7,38 δισ. ευρώ με βάση τον μνημονιακό ορισμό. Τελικώς, το πρωτογενές πλεόνασμα ανήλθε στα 8,15 δισ. ευρώ με βάση τον ορισμό της ΕΛΣΤΑΤ (δηλαδή 609 εκατ. ευρώ παραπάνω), ή στα 7,95 δισ. ευρώ με βάση τον μνημονιακό ορισμό (570 εκατ. ευρώ παραπάνω).
Το υπερπλεόνασμα του 2018 (δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στην επίδοση που καταγράφηκε και στον στόχο που έχει οριστεί από το μνημόνιο) εκτινάχθηκε σε 1,45 δισ. ευρώ, έναντι στόχου 885 εκατ. ευρώ που είχε καταγραφεί στον προϋπολογισμό του 2019.
Αυτό το ποσό η κυβέρνηση δεν μπορεί να το μοιράσει, καθώς κάτι τέτοιο θα επιβάρυνε αυτομάτως τον προϋπολογισμό της φετινής χρονιάς, ο οποίος -με βάση τις μέχρι τώρα προβλέψεις- έχει πολύ στενά δημοσιονομικά περιθώρια.
Αυτό που θέλει να επιτύχει η κυβέρνηση είναι να συμφωνηθεί η τροποποίηση της πρόβλεψης για το πρωτογενές πλεόνασμα της φετινής χρονιάς και με αυτόν τον τρόπο να προκύψει ο δημοσιονομικός χώρος για να χρηματοδοτηθούν μέτρα φορολογικών ελαφρύνσεων.
Προς αυτήν την κατεύθυνση κινήθηκαν, άλλωστε, οι χθεσινές δηλώσεις της υφυπουργού Οικονομικών Κατερίνας Παπανάτσιου στην ΕΡΤ.
Όπως είπε: «Η Ελλάδα δεν βρίσκεται πλέον στα μνημόνια για να περιμένει μέχρι το τέλος της χρονιάς προκειμένου να προκύψει αν μπορούν να ενεργοποιηθούν πρόσθετα ευνοϊκά μέτρα. Οι προβλέψεις μας είναι σωστές και ξέρουμε τι μας περισσεύει. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να περιμένουμε μέχρι το τέλος του χρόνου». Σύμφωνα με την κ. Παπανάτσιου, μετά το Πάσχα θα υπάρξουν αποφάσεις από την πλευρά της κυβέρνησης. Όπως ανέφερε, «έχουν πέσει διάφορα σενάρια στο τραπέζι. Και η μείωση του ΦΠΑ έχει συζητηθεί, και η μείωση του κατώτατου φορολογικού συντελεστή. Τα διάφορα σενάρια κοστολογούνται και θα καταλήξουμε στις σχετικές αποφάσεις».
2 Από την πλευρά των θεσμών αναμένεται να τεθεί το θέμα των μεθόδων που υιοθετήθηκαν για να προκύψει το υπερπλεόνασμα. Η περικοπή των επενδυτικών δαπανών του Δημοσίου (κατά κύριο λόγο του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων) εκτιμάται ότι πλήττει καίρια την ανάπτυξη. Επίσης, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δίνουν ιδιαίτερο βάρος στην αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, οι οποίες και το 2018 παρέμειναν πάνω από τα επίπεδα των 2 δισ. ευρώ.
Η συζήτηση με τους θεσμούς επί των πλεονασμάτων, μετά και τα νέα δεδομένα που δημιούργησε η χθεσινή ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ, θα πρέπει να ολοκληρωθεί μέσα στον Μάιο προκειμένου να κατατεθεί το μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής στρατηγικής στη Βουλή. Το ζητούμενο είναι να συμφωνηθούν οι στόχοι για όλη την περίοδο από το 2019 μέχρι και το 2023.
Ισοζύγιο και χρέος
Το ακαθάριστο ενοποιημένο χρέος της γενικής κυβέρνησης διαμορφώθηκε στο 181,1% του ΑΕΠ, που είναι και η υψηλότερη αναλογία που έχει καταγραφεί. Η διαφορά σε σχέση με το 2017 (καταγράφηκε αύξηση από το 176,2% στο 181,1% του ΑΕΠ, ή από τα 317 δισ. ευρώ στα 334 δισ. ευρώ) οφείλεται στην εκταμίευση της δόσης για το «μαξιλάρι ασφαλείας». Όσον αφορά το ισοζύγιο του προϋπολογισμού, έκλεισε με πλεόνασμα 1,1%, που είναι αφενός η καλύτερη επίδοση τουλάχιστον των τελευταίων δύο δεκαετιών και αφετέρου το έκτο υψηλότερο αποτέλεσμα σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε απόλυτο αριθμό το πλεόνασμα ανήλθε σε 1,991 δισ. ευρώ. Η κεντρική κυβέρνηση -στην οποία χρεώνεται και η πληρωμή των τόκων ύψους 6,158 δισ. ευρώ το 2018- έκλεισε με έλλειμμα 1,99 δισ. ευρώ, αλλά το ποσό υπερκαλύφθηκε από το πλεόνασμα των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, που διαμορφώθηκε στα 3,308 δισ. ευρώ (έναντι 2,783 δισ. ευρώ το 2017). Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης είχαν πλεόνασμα 673 εκατ. ευρώ, έναντι 655 εκατ. ευρώ το 2017.