Οικονομία & Αγορές
Τρίτη, 23 Απριλίου 2019 07:06

Πόσο απέχει η Ελλάδα από την «Ευρώπη 2020»;

Η ελληνική οικονομία είναι σήμερα μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες σε μία «κουρασμένη» Ευρωζώνη και ταυτόχρονα η πέμπτη πιο «δυστυχής» οικονομία του πλανήτη. Για μία χώρα που έχασε το 25% του ΑΕΠ της, βίωσε έκρηξη της ανεργίας και της φτώχειας και ύστερα από τρία μνημόνια και εκατοντάδες προαπαιτούμενα τελικά δεν μεταρρυθμίστηκε ποτέ, όπως διαπιστώνει το ΙΟΒΕ, οι ρυθμοί ανάκαμψης του 2% ή του 2,5% είναι απελπιστικά βραδείς και ο δρόμος που έχει να διανύσει μακρύς και δύσβατος. Εν έτει 2019 η Ελλάδα απέχει ακόμη πολύ από την... Ευρώπη του 2020, ειδικά στο μέτωπο της αντιμετώπισης της ανεργίας και της φτώχειας. Μοναδική εξαίρεση, οι στόχοι για την ενέργεια.

Από την έντυπη έκδοση 

Της Νατάσας Στασινού
[email protected]

Η ελληνική οικονομία είναι σήμερα μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες σε μία «κουρασμένη» Ευρωζώνη και ταυτόχρονα η πέμπτη πιο «δυστυχής» οικονομία του πλανήτη. Για μία χώρα που έχασε το 25% του ΑΕΠ της, βίωσε έκρηξη της ανεργίας και της φτώχειας και ύστερα από τρία μνημόνια και εκατοντάδες προαπαιτούμενα τελικά δεν μεταρρυθμίστηκε ποτέ, όπως διαπιστώνει το ΙΟΒΕ, οι ρυθμοί ανάκαμψης του 2% ή του 2,5% είναι απελπιστικά βραδείς και ο δρόμος που έχει να διανύσει μακρύς και δύσβατος. Εν έτει 2019 η Ελλάδα απέχει ακόμη πολύ από την... Ευρώπη του 2020, ειδικά στο μέτωπο της αντιμετώπισης της ανεργίας και της φτώχειας. Μοναδική εξαίρεση, οι στόχοι για την ενέργεια.

Η στρατηγική «Ευρώπη 2020» υιοθετήθηκε από τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2008, όταν η κρίση είχε μόλις χτυπήσει την παγκόσμια οικονομία, αλλά λίγοι ακόμη έβλεπαν και προειδοποιούσαν για την οξύτατη κρίση χρέους, που θα πληγώσει την περιφέρεια της Ευρωζώνης και βαθύτερα από κάθε άλλον την Ελλάδα. Στόχος ήταν να αναπτυχθούν πολιτικές που θα προωθούν την απασχόληση και μία βιώσιμη, φιλική προς το περιβάλλον ανάπτυξη, που θα ενισχύουν την κοινωνική συνοχή, αλλά και θα καθιστούν την Ένωση ανταγωνιστική στη διεθνή σκηνή.

Έτσι εκτείνονται στα πεδία της απασχόλησης, της έρευνας και ανάπτυξης, της εκπαίδευσης, της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής και του περιορισμού της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.

Οι ειλημμένοι στόχοι

Ενώ τα περισσότερα κράτη-μέλη κατά την αντιμετώπιση της κρίσης και όταν τελικά εξήλθαν από αυτήν ανέβασαν τον βηματισμό τους στην πλειονότητα των στόχων, η Ελλάδα έμεινε για χρόνια παγιδευμένη σε έναν φαύλο κύκλο.

Οι στόχοι που αναλάβαμε να πετύχουμε, όπως και οι υπόλοιποι 27, είναι οι ακόλουθοι:

Απασχόληση: Το 75% του πληθυσμού ηλικίας 20 έως 64 ετών να συμμετέχει στην αγορά εργασίας.

Έρευνα και Ανάπτυξη: Το 3% του ΑΕΠ να επενδύεται σε Έρευνα και Ανάπτυξη (R&D).

Κλιματική Αλλαγή και Ενέργεια: Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα να μειωθούν κατά 20% σε σχέση με το 1990.Το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών στην τελική κατανάλωση ενέργειας να αυξηθεί στο 20%.Η ενεργειακή αποδοτικότητα να αυξηθεί κατά 20%.

Εκπαίδευση: Το ποσοστό όσων εγκαταλείπουν πρόωρα την υποχρεωτική εκπαίδευση να μειωθεί κάτω του 10%.
Τουλάχιστον το 40% των πολιτών ηλικίας 30 έως 34 ετών να έχουν ολοκληρώσει τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Φτώχεια και Κοινωνικός Αποκλεισμός: Τουλάχιστον 20 εκατομμύρια λιγότεροι άνθρωποι σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού.

Η ψαλίδα

Αξίζει λοιπόν να δούμε πόση απόσταση έχουμε ακόμη να διανύσουμε για να φτάσουμε σε αυτούς.

Απασχόληση: Το 2008, όταν υιοθετήθηκε η στρατηγική «Ευρώπη 2020», το ποσοστό της Ελλάδας στην ηλικιακή ομάδα 20 έως 64 ετών ήταν 66,3%. Το 2014 είχε βυθιστεί στο 53,3% και σήμερα κινείται κοντά στο 58% (με την ημιαπασχόληση και τις διάφορες μορφές «ευέλικτης» εργασίας να έχουν αυξηθεί αισθητά). Απέχουμε 17 μονάδες από τον στόχο της Ε.Ε.-28 και 12 από τον εθνικό στόχο που έχει οριστεί στο 70%.

Η ψαλίδα μεταξύ των δύο φύλων είναι από τις μεγαλύτερες στην Ε.Ε. Ενώ στους άνδρες το ποσοστό της απασχόλησης προσεγγίζει το 68% στις γυναίκες είναι κολλημένο στο 48%. Προ κρίσεως βέβαια η διαφορά ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Το 2008 τα ποσοστά ήταν 80,1% για τους άνδρες και 52,6% για τις γυναίκες.

Έρευνα και Ανάπτυξη: Η Ελλάδα δαπανούσε το 2008 μόλις 0,66% του ΑΕΠ σε Έρευνα και Ανάπτυξη. Και αυτό λέει πολλά για τη θέση στην οποία βρεθήκαμε. Το ποσοστό ανέβηκε στο 0,81% το 2014 και στο 0,99% το 2016 και το 2017 σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat έφτασαν στο 1,14% του ΑΕΠ, με τη χώρα μας να είναι 19η μεταξύ των 28 μελών. Υπολογίζεται ότι το 2018 το ποσοστό προσέγγισε το 1,2%, την ώρα που ο μέσος όρος στην Ε.Ε. υπερβαίνει το 2%. Αξίζει να σημειώσουμε ότι συνολικά η Ε.Ε. εδώ απέχει πολύ από άλλες μεγάλες οικονομίες. Η Ιαπωνία δαπανά το 3,28% του ΑΕΠ της σε έρευνα και ανάπτυξη, η Κορέα το 4,2% και οι ΗΠΑ το 2,7%.

Κλιματική Αλλαγή και Ενέργεια: Τα τελευταία επίσημα στοιχεία για το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην ακαθάριστη τελική ενεργειακή κατανάλωση αφορούν το 2016. Εκείνη τη χρονιά καλύπταμε το 15,2% των αναγκών μας με ανανεώσιμες πηγές με τον εθνικό στόχο για το 2020 να είναι το 18% (δύο μονάδες κάτω από τον
κοινοτικό). Ο μέσος όρος στην Ε.Ε. των 28 την ίδια χρονιά (2016) ήταν 17%. Αξίζει να σημειώσουμε ότι το ποσοστό των ανανεώσιμων πηγών στο ενεργειακό μίγμα ήταν μόλις 8% στην Ελλάδα το 2008 και σύμφωνα με την Κομισιόν η πρόοδος είναι ορατή και οι στόχοι εφικτοί.

Είμαστε πολύ μακριά από χώρες όπως η Σουηδία που καλύπτει σχεδόν το 55% των αναγκών της με ανανεώσιμες πηγές ή τη Φινλανδία (41%), τη Λετονία (39%) και την Αυστρία (33%). Αλλά και πολύ καλύτερα από το Λουξεμβούργο (5,4%), την Ολλανδία (6%) και τη Μάλτα (6%).

Εκπαίδευση: Στον τομέα της εκπαίδευσης τα πάμε καλά, τουλάχιστον όσον αφορά στους αριθμούς. Το θέμα της σύνδεσης των σπουδών με την αγορά εργασίας και της ανάπτυξης των δεξιοτήτων, που σήμερα χρειάζονται για να σταθεί κάποιος στον αυξανόμενο ανταγωνισμό, είναι μία πολύ διαφορετική και μεγάλη συζήτηση. Στη χώρα μας μόλις το 4,9% του πληθυσμού ηλικίας 18-24 ετών έχει εγκαταλείψει πρόωρα την εκπαίδευση, ενώ το 44,4% του πληθυσμού ηλικίας 30-34 ετών κατέχει πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Φτώχεια και Κοινωνικός Αποκλεισμός

Ο επίσημος εθνικός στόχος κάνει λόγο για μείωση του αριθμού των ανθρώπων σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού κατά 450.000 το 2020 σε σχέση με το 2008. Έως και το 2017 είχαμε πετύχει να τον... αυξήσουμε κατά 655.000.

Σύμφωνα με τη Eurostat ένας άνθρωπος βρίσκεται σε κατάσταση φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού όταν αντιμετωπίζει μία ή περισσότερες από τις παρακάτω καταστάσεις: α) Έχει εισόδημα μικρότερο του 60% του μέσου εθνικού εισοδήματος, β) στερείται βασικά καταναλωτικά αγαθά ή αδυνατεί να αντεπεξέλθει σε στοιχειώδεις οικονομικές υποχρεώσεις και γ) ζει σε οικογένεια στην οποία κανένα μέλος δεν έχει κανονική δουλειά (πλήρη απασχόληση).  Τα τελευταία επίσημα στοιχεία, που εκδόθηκαν από τη Eurostat τον Οκτώβριο του 2018 και αφορούν το έτος 2017, έδειχναν το 34,8% του πληθυσμού ή 3,7 εκατ. ανθρώπους στην Ελλάδα σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού. Το 2008 το ποσοστό ήταν 28,1%.

Η εικόνα στην Ε.Ε.

Συνολικά στην Ε.Ε. από το 2008 αισθητή πρόοδος έχει σημειωθεί στον τομέα της στροφής σε πιο καθαρή ενέργεια και της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Ορατές θετικές εξελίξεις έχουμε και σε εκείνον της παιδείας μέσω της αύξησης της συμμετοχής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και της μείωσης του αριθμού των ατόμων που εγκαταλείπουν πρόωρα τις σπουδές τους. Περιορισμένη είναι ωστόσο η πρόοδος σε έναν άλλο καθοριστικό για το μέλλον και τη θέση της Ε.Ε. στην παγκόσμια σκηνή, αυτόν της έρευνας και ανάπτυξης, ενώ φτωχές (αν και με τεράστιες διαφοροποιήσεις από μέλος σε μέλος) είναι οι επιδόσεις στην απασχόληση. Η μεγάλη απογοήτευση, ωστόσο, έρχεται στα αποτελέσματα για την αντιμετώπιση της φτώχειας. Εκεί ο δρόμος για την επίτευξη του στόχου είναι ακόμη μακρύς και δύσκολος, με τα βήματα σε σχέση με το 2008 μηδαμινά.