Ποιος είναι ο μεγάλος νικητής των αγορών κατά τον 21οι αιώνα; Η Amazon και η Apple είναι τα πρώτα ονόματα ίσως που έρχονται στο νου των επενδυτών και όχι άδικα αφού οι μετοχές τους έχουν καταγράψει άνοδο 2.300% και 5.300% αντίστοιχα από τον Ιανουάριο του 2000. Ωστόσο είναι μία άλλη αρκετά μικρότερη εταιρεία, που προηγείται με διαφορά.
Ποιος είναι ο μεγάλος νικητής των αγορών κατά τον 21οι αιώνα; Η Amazon και η Apple είναι τα πρώτα ονόματα ίσως που έρχονται στο νου των επενδυτών και όχι άδικα αφού οι μετοχές τους έχουν καταγράψει άνοδο 2.300% και 5.300% αντίστοιχα από τον Ιανουάριο του 2000. Ωστόσο είναι μία άλλη αρκετά μικρότερη εταιρεία, που προηγείται με διαφορά.
Ο λόγος για την Μonster Beverage, την εταιρεία ενεργειακών- ισοτονικών αναψυκτικών, η οποία στο ίδιο διάστημα έχει δει την αξία της μετοχής της να εκτινάσσεται κατά 60.000%.
Πρόκειται για ένα ιστορικό ράλι από κάθε άποψη, το οποίο οφείλεται στο γεγονός ότι η Monster παρουσιάζει αύξηση των κερδών της κάθε χρόνο σταθερά από το 2008. Παράλληλα ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των εσόδων της δεν έχει πέσει κάτω από το 9% από το 2001 και έπειτα.
«Τα ενεργειακά ποτά είναι τα αγαπημένα αναψυκτικά αυτής της γενιάς και η Monster επεκτείνει με συνέπεια το χαρτοφυλάκιο των προϊόντων της με μεγάλη επιτυχία» σχολιάζει στο Bloomberg η Κάρολιν Λεβί της Macquarie Capital. Ωστόσο το άκρως θεαματικό αυτό ράλι ίσως να φτάνει στο τέλος του. Η μετοχή έχει καταγράψει πτώση 18% τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς νέοι ανταγωνιστές εισέρχονται στν αγορά των ενεργειακών ποτών η αξία της οποίας υπολογίζεται στα 50 δισ. δολάρια. Μεταξύ αυτών η Amazon.com, η οποία ετοιμάζει ενεργειακό ποτό ιδιωτικής ετικέτας, αλλά και η Coca- Cola, η οποία λανσάρει το Coca-Cola Energy στην Ευρώπη.
Να σημειωθεί ότι η Coca Cola διαθέτει μερίδιο 19% στην Monster, γεγονός που την καθιστά τον μεγαλύτερο μέτοχό της. Επίσης διανέμει προϊόντα της Monster γεγονός που διατηρά ζωντανά εδώ και καιρό τα σενάρια για πλήρη εξαγορά της εταιρείας από την Coca Cola. Σημειώνεται ότι η κεφαλοποίηση της Monster υπολογίζεται κοντά στα 30 δισ. δολάρια.
Πηγή: Bloomberg