Εν όψει της 21ης Διάσκεψης Κορυφής μεταξύ ΕΕ και Κίνας που θα λάβει χώρα στις 9 Απριλίου στις Βρυξέλλες, το Δίκτυο για τη μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη, αναλύει και παρουσιάζει συνοπτικά το περιβάλλον διαλόγου και συνεργασίας που έχει διαμορφωθεί ανάμεσα στους δύο στρατηγικούς εμπορικούς εταίρους.
Εν όψει της 21ης Διάσκεψης Κορυφής μεταξύ ΕΕ και Κίνας που θα λάβει χώρα στις 9 Απριλίου στις Βρυξέλλες, το Δίκτυο για τη μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη, αναλύει και παρουσιάζει συνοπτικά το περιβάλλον διαλόγου και συνεργασίας που έχει διαμορφωθεί ανάμεσα στους δύο στρατηγικούς εμπορικούς εταίρους.
Παράλληλα, καταδεικνύει την κατεύθυνση της ατζέντας που θα συζητηθεί αλλά και τον ενδο-ευρωπαϊκό προβληματισμό που αναπτύσσεται σχετικά με το ρυθμιστικό πλαίσιο της –ενθουσιώδους κατά τα άλλα- υποδοχής των κινεζικών κεφαλαίων.
Στο πλαίσιο των συντελούμενων διεθνών ανακατατάξεων τόσο σε επίπεδο οικονομικών μεγεθών όσο και ισχύος, στις οποίες πρωταγωνιστεί η Κίνα τα τελευταία χρόνια, το ζήτημα των σχέσεών της με την ΕΕ αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα θέματα διαβούλευσης και διεργασιών εντός της Ένωσης. Οι δύο πλευρές άλλωστε έχουν ήδη συναντηθεί άλλες 20 φόρες σε διασκέψεις κορυφής κι έχουν δρομολογήσει μια σειρά από συμφωνίες και αμοιβαίες λίστες υποχρεώσεων, οι οποίες έχουν καθορίσει την μέχρι σήμερα συνεργασία τόσο σε επίπεδο διμερών σχέσεων του κάθε κράτους-μέλους με την Κίνα όσο και της Ένωσης συνολικά.
Η ενίσχυση όμως της εξωστρεφούς επενδυτικής διάθεσης του «γίγαντα της Ανατολής» τα τελευταία χρόνια, σε συνδυασμό με τις επιδράσεις της πρόσφατης οικονομικής κρίσης στην ευρωζώνη αλλά και την ανάγκη για άμεσες ξένες επενδύσεις που προκαλούν οι επιβραδυντικοί ρυθμοί ανάπτυξης στα περισσότερα κράτη της ΕΕ, έχουν αυξήσει κατακόρυφα το ενδιαφέρον και παράλληλα την ανησυχία των ευρωπαϊκών οργάνων και ορισμένων κρατών-μελών, για την όλο και αυξανόμενη εμφάνιση κινεζικών κεφαλαίων και συμφερόντων στα ευρωπαϊκά εδάφη.
Το ζήτημα απασχόλησε διαδοχικά τις δύο τελευταίες συνεδριάσεις του ευρωπαϊκού συμβουλίου, σύμφωνα με τα συμπεράσματα των οποίων, αποτελεί κεντρική βούληση της Ένωσης η συνεργασία με την Κίνα να ενισχυθεί και να συνεχιστεί, μέσα όμως από την εφαρμογή ενός «οδικού χάρτη» 10 κύριων σημείων που αφορούν υποχρεώσεις και των δύο μερών τα οποία συνοψίζουμε παρακάτω και ενσαρκώνουν την λαϊκή ρήση «οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους»:
1. Ισχυρή βούληση για ενίσχυση της συνεργασίας
2. Προσαρμογή της Κίνας στην συνθήκη του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή
3. Διάλογος και συνεννόηση για θέματα ειρήνης-άμυνας-ασφάλειας (ήδη συντελείται για το Ιράν)
4. Κανόνες διαφάνειας και αξιοπιστίας στις χρηματοδοτήσεις των Κινεζικών έργων στην ΕΕ
5. Εφαρμογή από την Κίνα υπαρχόντων συμφωνιών σε ζητήματα επιδοτήσεων και μεταφοράς τεχνολογίας
6. Έγκριση από την ΕΕ διεθνούς μέσου για τις δημόσιες συμβάσεις
7. Κατευθυντήριες γραμμές από την ΕΕ για το επίπεδο της μισθών, της ποιότητας και του χρόνου εργασίας στα συντελούμενα έργα
8. Κάλυψη από την ΕΕ των νομικών κενών της σε θέματα ιδιοκτησίας και ρόλου των κρατικών χρηματοδοτήσεων
9. Κοινή εργασία για την ενίσχυση της ασφάλειας των νέων δικτύων 5 G
10. Εφαρμογή από τα κράτη-μέλη ΕΕ του κανονισμού για προστασία περιουσιών, τεχνολογίας και υποδομών από τις ξένες επενδύσεις.
Όσον αφορά το χρονικό περιβάλλον μέσα στο οποίο θα λάβει χώρα η Συνδιάσκεψη, θα λέγαμε πως έχει κάποιες ιδιαιτερότητες που έχουν να κάνουν με την υλοποίηση των στρατηγικών επιλογών της Ιταλικής κυβέρνησης, της 4ης (3ης αν εφαρμοστεί το Brexit) ισχυρότερης οικονομίας της Ευρώπης. Ταυτόχρονα αναδεικνύει παραδειγματικά το συνολικό πλαίσιο προβληματισμού και καχυποψίας απέναντι στον «Κινεζικό επεκτατισμό» προς την Δύση από πλευράς ΕΕ, παρά την στρατηγική θέληση για ενίσχυση της συνεργασίας.
Η Ιταλία έγινε η πρώτη χώρα-μέλος των G7 που συμμετέχει επισήμως στο project «Οne Βelt Οne Road” (BRI) της Κίνας, κάτι που επισφραγίστηκε με την υπογραφή διακρατικής συμφωνίας (MoU) και την επίσκεψη του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ την προηγούμενη εβδομάδα στην Ρώμη. Η υπογραφή της διακρατικής συμφωνίας σημαίνει ότι το Πεκίνο θα μπορεί να κάνει επενδύσεις σε ιταλικά λιμάνια από τα οποία τα κινεζικά προϊόντα θα εισάγονται στην Ευρώπη. Ορισμένα από τα εμπορεύματα θα κατασκευάζονται και στην Ιταλία ώστε να πληρούν τις προδιαγραφές της Ε.Ε και θα μεταφέρονται σιδηροδρομικώς σε άλλα κράτη – μέλη. Παράλληλα με το μνημόνιο συνεννόησης (ΜΣ) της BRI, η ιταλική κυβέρνηση συμφώνησε να συνάψει συμβάσεις αξίας 2,5 δις ευρώ (2,8 δισεκ. δολάρια), ενώ το ύψος των μεταγενέστερων συμβάσεων ενδέχεται να υπερβεί τα 20 δισ. Ευρώ.
Για τα κινεζικά μέσα ενημέρωσης - τα οποία υποστηρίζουν με ενθουσιασμό τις ενέργειες και τις πολιτικές του Κινέζου Προέδρου - η συμφωνία με την Ιταλία περιγράφεται ως μια πολιτική αμοιβαίας ωφέλειας και για τα δύο μέρη. Η Ιταλία παρουσιάζεται με ηρωικούς όρους και ως ένα λαμπρό παράδειγμα για τις άλλες χώρες της ΕΕ που πρέπει να ακολουθήσουν. Την ίδια ώρα Ασιατικές χώρες – όπως οι Σρι Λάνκα, Μαλαισία και Ινδία - προειδοποιούν για τους κινδύνους που ενέχει η προσέγγιση με την Κίνα, όπως είναι η πολιτική υποτέλεια και το βάρος του μη αποπληρωτέου χρέους. ΗΠΑ και Ε.Ε ανησυχούν για το ότι οι κινέζικες εταιρίες δημιουργούν «δάνεια-παγίδες» στις συμβαλλόμενες χώρες με σκοπό να επεκτείνουν την κινέζικη στρατηγική και στρατιωτική παρουσία στο πλανήτη.
Η «κερκόπορτα» του εθνικολαϊκισμού και οι ευρωπαϊκές δικλείδες.
Ορισμένες χώρες της ΕΕ αλλά και η κεντρική διοίκηση των Βρυξελλών θεωρούν ότι η Ιταλία καθιστά την Ευρώπη πιο ευάλωτη απέναντι στην κινεζική κυριαρχία εφόσον – μέσω της μονομερούς συμφωνίας της με την Κίνα - βάζει φραγμό στην ανάπτυξη μιας συνεκτικής πολιτικής από την ΕΕ. Ο «Δρόμος του Μεταξιού» παραπέμπει σε μια στρατηγική της Ιταλίας για να επηρεάσει τις ευρωπαϊκές πολιτικές, αυξάνοντας το ειδικό της βάρος εντός της ΕΕ, και χρησιμοποιώντας την συμφωνία ως εν δυνάμει απειλή για τους γαλλό-γερμανικούς σχεδιασμούς. Η διμερής συμφωνία Ιταλίας-Κίνας ερμηνεύεται και ως μια κίνηση του εθνικολαϊκιστικού κυβερνητικού συνασπισμού (Πέντε Αστέρια και Λέγκα) στο ιδιότυπο μπρα-ντε-φερ με τις Βρυξέλλες, καθώς διεκδικεί μεγαλύτερη πολιτική και οικονομική αυτονομία και ισχυρότερο λόγο στη λήψη αποφάσεων. Στην ίδια κατηγορία κινδύνου εντάσσουν αρκετοί μελετητές το «πρόσφορο» έδαφος που βρίσκουν τα κινεζικά ανοίγματα σε χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ με κυβερνήσεις που ρέπουν στον εθνολαϊκισμό όπως η Ουγγαρία του Όρμπαν ή ακόμα και η Τσεχία (με ακραίες θέσεις στο Προσφυγικό) και η Κροατία αλλά και ο εύκολος δρόμος που ανοίγεται στις βαλκανικές χώρες εκτός ΕΕ όπως η Σερβία και η Βόρεια Μακεδονία.
Αυτό πλήττει τα συμφέροντα της ΕΕ. Σύμφωνα με αναλυτές, η Ευρώπη θα έχει μεγαλύτερη δύναμη να κερδίσει ευνοϊκές συμφωνίες με την Κίνα εάν ενεργήσει με μία φωνή και ως ενιαίο μπλοκ. Αυτό είναι και το στοίχημα της επικείμενης διάσκεψης της 9ης Απριλίου, η ΕΕ να διαπραγματευτεί και να θεσπίσει κανόνες που θα εξασφαλίζουν τόσο σε διμερές επίπεδο όσο και εσωτερικά στην Ένωση τις αρχές του φιλελευθερισμού και θα κατοχυρώνουν πλήρως το ευρωπαϊκό κεκτημένο έναντι του κινεζικού μοντέλου. Να σημειωθεί ότι αυτή τη στιγμή η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Κίνας (εξαγωγές 375 δισεκ. ευρώ προς ΕΕ) και η Κίνα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη χώρα εξαγωγών της ΕΕ (198 δισεκ ευρώ), πίσω από τις Ηνωμένες Πολιτείες (375.5 δισεκ. ευρώ).
Βοηθητική στην κατανόηση του ζητήματος είναι η διεξοδική μελέτη[1] του συνεργαζόμενου με το ΔΙΚΤΥΟ Dr Jens Bastian για την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης η οποία επικεντρώνεται στο Κινεζικό άνοιγμα στα Βαλκάνια και την Νοτιοανατολική Ευρώπη, προσεγγίζοντας και το ελληνικό παράδειγμα, αλλά και η ενδιαφέρουσα μελέτη[2] του CEPS Policy Insights στην οποία αναλύονται οι κίνδυνοι, τόσο από την μέθοδο του «δανεικού επεκτατισμού» όσο και την υπερ-προσφορά ανάληψης και υλοποίησης μεγάλων δημοσίων έργων και υποδομών σε χώρες της ΕΕ και φυσικά στον τεράστιο όγκο άμεσων ξένων επενδύσεων.
Οι κινέζικες βλέψεις στην Ευρώπη έχουν προκαλέσει τις έντονες αντιδράσεις τόσο στις Βρυξέλλες που ξεσκονίζουν ήδη την νομική φαρέτρα όσο και στον γαλλό – γερμανικό άξονα που επιδιώκει να αποτρέψει την εφαρμογή της επέκτασης του γεωοικονομικού δόγματος του Πεκίνου στην Ευρώπη. Παρ’ όλα αυτά η μέχρι σήμερα πορεία των διμερών σχέσεων ΕΕ-Κίνας μας δείχνει πως έχουν αναπτυχθεί ήδη δεσμοί αμοιβαίας συνεργασίας και αναπτυξιακής καρποφορίας οι οποίοι αν πλαισιωθούν από κοινά αποδεκτούς και σεβαστούς κανόνες μπορούν να αποτελέσουν την ασφαλή οδοσήμανση επάνω στον αιώνιο εμπορικό άξονα Ανατολής – Δύσης.