Παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια, το απόθεμα παραμένει ιδιαίτερα υψηλό. Στο τέλος του 2018 τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια δάνεια (ΜΕΔ) ανήλθαν σε 81,8 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά 12,7 δισ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος του 2017 και κατά 25,4 δισ. ευρώ έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ (107,2 δισ. ευρώ).
Παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια, το απόθεμα παραμένει ιδιαίτερα υψηλό. Στο τέλος του 2018 τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια δάνεια (ΜΕΔ) ανήλθαν σε 81,8 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά 12,7 δισ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος του 2017 και κατά 25,4 δισ. ευρώ έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ (107,2 δισ. ευρώ).
Αυτό ανέφερε ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Θεόδωρος Μητράκος, ο οποίος μιλώντας στο red business forum, σημείωσε πως η υποχώρηση του αποθέματος των ΜΕΔ κατά τη διάρκεια του 2018 οφείλεται κυρίως σε διαγραφές ύψους 5,9 δισ. ευρώ (εκ των οποίων τα 3,6 δισ. ευρώ αφορούν καταγγελμένες απαιτήσεις, κυρίως επιχειρηματικών δανείων) και πωλήσεις ύψους 5,8 δισ. ευρώ.
«Οι πωλήσεις ήταν αυξημένες το β΄ και το γ΄ τρίμηνο του έτους, ενώ οι τράπεζες έχουν προαναγγείλει επιτάχυνση των πωλήσεων τα επόμενα τρίμηνα. Παρά τις διαγραφές και πωλήσεις, ο δείκτης κάλυψης των ΜΕΔ από προβλέψεις παραμένει ικανοποιητικός και μάλιστα αυξήθηκε σε 47,4% το 2018, από 46,3% στο τέλος του 2017», είπε ο κ. Μητράκος.
Ο κ. Μητράκος έδωσε ενδιαφέροντα στοιχεία αναφορικά με τη διάρθρωση των ΜΕΔ: Το 47,2% του υπολοίπου αφορά δανειακές συμβάσεις που έχουν ήδη καταγγελθεί από τις τράπεζες, το 30,6% αφορά δάνεια αβέβαιης είσπραξης ("unlikely to pay") και το 22,2% δάνεια σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών, τα οποία δεν έχουν ακόμη καταγγελθεί. Επιπροσθέτως, αρκετοί δανειολήπτες έχουν αιτηθεί νομική προστασία (14% του συνόλου των ΜΕΔ).
Ως προς τις επιμέρους κατηγορίες χαρτοφυλακίων, ο δείκτης ΜΕΔ διαμορφώθηκε σε 44,5% για το στεγαστικό, 53% για το καταναλωτικό και 44,6% για το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο.
Εντός του επιχειρηματικού χαρτοφυλακίου, ο δείκτης για το χαρτοφυλάκιο τόσο των ελεύθερων επαγγελματιών και πολύ μικρών επιχειρήσεων όσο και των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων παραμένει ιδιαίτερα υψηλός (67,4% και 57,5% αντίστοιχα).
Καλύτερες επιδόσεις παρατηρούνται στο χαρτοφυλάκιο των μεγάλων επιχειρήσεων (25,8%), καθώς και στο χαρτοφυλάκιο ναυτιλιακών δανείων (22,6%). Οι κλάδοι που εμφανίζουν εξαιρετικά υψηλό ποσοστό ΜΕΔ είναι η κλωστοϋφαντουργία (66,3%), η βιομηχανία ξυλείας και επίπλων (64,8%) και η εστίαση (64,5%). Αντίθετα, εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό ΜΕΔ εμφανίζουν τα πετρελαιοειδή (1,5%) και η ενέργεια (3,4%).
Αναφορικά με τις κατηγορίες δανείων που αφορούν ακίνητα, τα ΜΕΔ σε στεγαστικά δάνεια ανέρχονται σε 27,1 δισ. ευρώ (έναντι συνολικού δανεισμού 60,9 δισ. ευρώ), ενώ εκείνα σε εταιρίες αξιοποίησης ακίνητης περιουσίας (CRE) σε 2,5 δισ. ευρώ (έναντι συνολικών δανείων ύψους 5,5 δισ. ευρώ). Επίσης, ευρύτερα στον κλάδο των κατασκευών έχουν χορηγηθεί δάνεια ύψους 14,5 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα 6,7 δισ. ευρώ είναι ΜΕΔ.
Στο τέλος του 2018 το υπόλοιπο των ΜΕΔ που συνδέονταν με ρυθμίσεις ανερχόταν σε 30,7 δισεκ. ευρώ ή 37,6% του συνόλου των ΜΕΔ, ανέφερε ο Θόδωρος Μητράκος.
Πλειστηριασμοί
Σύμφωνα με στοιχεία που υποβάλλουν οι τράπεζες στην Τράπεζα της Ελλάδος, το 2018 πραγματοποιήθηκαν 14.900 πλειστηριασμοί, από τους οποίους τελεσφόρησε το 32% (περίπου ισομερώς μοιρασμένο σε κατοικίες και επαγγελματικά ακίνητα), το οποίο αντιστοιχεί σε αξία περίπου 1 δισ. ευρώ (έναντι συνολικής αξίας περίπου 4 δισ. ευρώ του συνόλου των ακινήτων που είχαν εισαχθεί στην ηλεκτρονική πλατφόρμα των πλειστηριασμών το 2018).
Από τα ακίνητα για τα οποία τελεσφόρησε ο πλειστηριασμός, οι τράπεζες πλειοδότησαν για περίπου το 85%. Εκτός των ακινήτων που απέκτησαν μέσω πλειστηριασμών, έχουν περιέλθει στους ισολογισμούς των τραπεζών και ακίνητα από κατασχέσεις.
Η καθαρή λογιστική αξία των ακινήτων αυτών ανήλθε στο τέλος του 2018 σε περίπου 1 δισ. ευρώ για τα επαγγελματικά ακίνητα και περίπου 570 εκατ. ευρώ για τις κατοικίες. «Επιπρόσθετα των παραπάνω ποσών, οι τράπεζες διακρατούν στον ισολογισμό τους επενδυτικά ακίνητα αξίας περίπου 3 δισ. ευρώ», πρόσθεσε ο κ. Μητράκος
Επιχειρησιακοί στόχοι για τα ΜΕΔ
Οι ελληνικές τράπεζες υπέβαλαν πριν από λίγες ημέρες στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναθεωρημένους επιχειρησιακούς στόχους για τα ΜΕΔ, με βάση τις δικές τους μακροοικονομικές υποθέσεις και στρατηγικές διαχείρισης.
Παράλληλα, στη βάση της παρουσίασης των οικονομικών αποτελεσμάτων για το 2018, οι συστημικές τράπεζες γνωστοποίησαν τους στόχους τους για τη μείωση των ΜΕΔ οι οποίοι είναι σαφώς πιο φιλόδοξοι σε σύγκριση με εκείνους του Σεπτεμβρίου του 2018 κατά περίπου 7 δισ. ευρώ.
Εκτιμάται λοιπόν, σύμφωνα με τον κ.Μητράκο, ότι στο τέλος του 2021 τα ΜΕΔ θα διαμορφωθούν σε επίπεδο σημαντικά κάτω των 30 δισ. ευρώ έναντι 34,1 δισ. ευρώ που ήταν ο στόχος που είχε υποβληθεί στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2018.
Οι τράπεζες προβλέπουν ότι η μεγαλύτερη μείωση θα προέλθει από τις πωλήσεις δανείων, καθώς και από τις ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων και τις διαγραφές δανείων. Ωστόσο, ακόμα και αν επιτευχθεί ο ανωτέρω στόχος, το ποσοστό των ΜΕΔ των ελληνικών τραπεζών εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο τέλος του 2021 σε επίπεδα ελαφρώς κάτω του 20% και θα συνεχίσει να απέχει σημαντικά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που στο τέλος του 2018 κυμαινόταν σε περίπου 3,2%.
Η βασική ιδέα εστιάζεται στη μεταφορά σημαντικού χαρτοφυλακίου μη εξυπηρετούμενων δανείων από τους ισολογισμούς των συστημικών τραπεζών σε μία ή περισσότερες Εταιρίες Ειδικού Σκοπού που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν για το σκοπό αυτό μετά από τις σχετικές εγκρίσεις (Υπουργείο Οικονομίας, εποπτικές αρχές, Ευρωπαϊκή Αρχή Ανταγωνισμού κ.λπ.). Η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος προβλέπει και τη μεταβίβαση μέρους της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTCs), που είναι εγγεγραμμένη στους ισολογισμούς των τραπεζών, σε αυτές τις Εταιρίες Ειδικού Σκοπού. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα ακόμα εργαλείο δυναμικής αντιμετώπισης του προβλήματος των επισφαλών δανείων των τραπεζών, επισήμανε.