Εάν υπάρχει ένα πεδίο το οποίο αποκαλύπτει την αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να παρουσιάσει ενιαία και δη σταθερή φωνή και καθιστά φανερά τα διλήμματα της νέας εποχής για μεγάλες και μικρές οικονομίες της ηπείρου, αυτό δεν είναι άλλο από τις σχέσεις με την Κίνα. Πολλές χώρες έχουν ανάγκη από τις επενδύσεις της και άλλες τόσες φοβούνται την επιρροή της. Όλοι αναγνωρίζουν πως είναι μία νέα υπερδύναμη, που δεν μπορεί να μπει στο περιθώριο. Δεν συμφωνούν, όμως, ως προς το αυτή πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Εάν υπάρχει ένα πεδίο το οποίο αποκαλύπτει την αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να παρουσιάσει ενιαία και δη σταθερή φωνή και καθιστά φανερά τα διλήμματα της νέας εποχής για μεγάλες και μικρές οικονομίες της ηπείρου, αυτό δεν είναι άλλο από τις σχέσεις με την Κίνα. Πολλές χώρες έχουν ανάγκη από τις επενδύσεις της και άλλες τόσες φοβούνται την επιρροή της. Όλοι αναγνωρίζουν πως είναι μία νέα υπερδύναμη, που δεν μπορεί να μπει στο περιθώριο. Δεν συμφωνούν, όμως, ως προς το αυτή πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Αύριο, Πέμπτη, ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, αρχίζει την επίσκεψή του στην Ιταλία και τη Γαλλία, δύο χώρες, οι οποίες όπως σχολιάζει και η WSJ, βρίσκονται στα δύο άκρα της γραμμής, που διχάζει την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Γαλλία έχοντας και τη στήριξη της Γερμανίας θέλει η Ε.Ε. να ορθώσει τείχος προστασίας απέναντι στην επέκταση της Κίνας. Η Ιταλία, με την οικονομία της σε ύφεση και τις σχέσεις της με τις Βρυξέλλες σε βαρομετρικό χαμηλό, επιθυμεί όσο το δυνατόν πιο στενούς δεσμούς με το Πεκίνο.
Η Ρώμη είναι μεταξύ εκείνων, που βλέπουν στην Κίνα τεράστιες οικονομικές ευκαιρίες. Και ο ίδιος ο Σι το γνωρίζει πολύ καλά αυτό, όπως φαίνεται και στο σημερινό άρθρο του σε ιταλική εφημερίδα. Υπόσχεται μία νέα εποχή στις σχέσεις με την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του ευρώ και η ιταλική κυβέρνηση εμφανίζεται αποφασισμένη να αδράξει την ευκαιρία.
Παρίσι και Βερολίνο από την άλλη πρωτοστάτησαν στην πρωτοβουλία της Κομισιόν να βάλει φρένο σε επιθετικές επενδύσεις της Κίνας, ενώ ζητούν τώρα την χαλάρωση των ευρωπαϊκών κανόνων ανταγωνισμού ώστε να επιτρέπεται η δημιουργία Ευρωπαίων πρωταθλητών που θα μπορούν να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό ξένων κολοσσών. Και όταν μιλάνε για ξένους κολοσσούς εννοούν πρωτίστως τους κινεζικούς. Εξάλλου το αίτημα για χαλάρωση των κανόνων ήρθε ως αποτέλεσμα του «όχι» που είπε η Επιτροπή Ανταγωνισμού στη συμφωνία Siemens- Alstom. Αυτή είχε ως στόχο να δημουργήσει έναν γίγαντα στον χώρο των σιδηροδρόμων ικανό να τα βάλει με το σημερινό ηγέτη του κλάδου, που είναι κινεζικός.
Δεν είναι μόνο χώρες όπως η Ιταλία ή τα άλλα μέλη του Νότου, που θέλουν τις κινεζικές επενδύσεις, εκείνα που αντιδρούν στα γαλλο-γερμανικά σχέδια. Αρκετοί είναι εκείνοι στους κόλπους της Ε.Ε., που πιστεύουν ότι με τέτοιες κινήσεις η Ευρώπη στέλνει το λάθος μήνυμα, δίνει την εικόνα μίας φοβικής δύναμης, που θέλει και αυτή έστω και χωρίς να το ομολογεί να κάνει στροφή στον προστατευτισμό. Ο συγκεκαλυμμένος αυτός προστατευτισμός είναι αναγκαίο κακό, μία αναγνώριση της νέας πραγματικότητας, απαντά η άλλη πλευρά.
Σε κάθε περίπτωση ακόμη και χώρες όπως η Γερμανία καταλαβαίνουν πολύ καλά πως όσα τείχη και αν ορθώσουν, θα πρέπει να διατηρήσουν έναν βαθμό συνεργασίας με την Κίνα. Ενδεικτή είναι η στάση του Βερολίνου στο θέμα της Huawei. Η κυβέρνηση- κόντρα στις αμερικανικές πιέσεις- ξεκαθάρισε πως δεν μπορεί να αποκλείσει την κινεζική εταιρεία από τον διαγωνισμό για την ανάπτυξη του δικτύου 5G, που άρχισε χθες. «Δεν είμαστε αφελείς, αλλά δεν μπορούμε να αποκλείσουμε κανέναν» σχολίασε η Γερμανίδα καγκελάριος όταν ερωτήθηκε για τις ανησυχίες ασφαλείας και τις καταγγελίες περί κατασκοπίας.
Και το σχόλιο αυτό τα λέει μάλλον όλα σχετικά με τη στάση της Ε.Ε.