Σαφώς πιο ελκυστική για ξένες επενδύσεις στις ΑΠΕ έγινε η Ελλάδα μετά τη μεταρρύθμιση του καθεστώτος προώθησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως σημειώνει στη «Ν» η κ. Michaela Spaeth, εντεταλμένη του γερμανικού ομοσπονδιακού υπουργείου Εξωτερικών για ενεργειακή και κλιματική πολιτική, οικονομία και ανθρώπινα δικαιώματα, διεθνή εργασιακά δικαιώματα και ζητήματα εργαζομένων. Στη συνέντευξή της με αφορμή τη σημερινή της επίσκεψη στην Αθήνα για διμερείς συνομιλίες στον τομέα της ενέργειας, η Γερμανίδα αξιωματούχος σημειώνει πως το πλούσιο δυναμικό ΑΠΕ της Ελλάδας ενισχύει περαιτέρω τη σημασία της χώρας μας σε ενεργειακό και πολιτικό επίπεδο, τη στιγμή που εξελίσσεται ταχύτατα σε κεντρικό ενεργειακό κόμβο στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Από την έντυπη έκδοση
Του Κώστα Δεληγιάννη
[email protected]
Σαφώς πιο ελκυστική για ξένες επενδύσεις στις ΑΠΕ έγινε η Ελλάδα μετά τη μεταρρύθμιση του καθεστώτος προώθησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως σημειώνει στη «Ν» η κ. Michaela Spaeth, εντεταλμένη του γερμανικού ομοσπονδιακού υπουργείου Εξωτερικών για ενεργειακή και κλιματική πολιτική, οικονομία και ανθρώπινα δικαιώματα, διεθνή εργασιακά δικαιώματα και ζητήματα εργαζομένων. Στη συνέντευξή της με αφορμή τη σημερινή της επίσκεψη στην Αθήνα για διμερείς συνομιλίες στον τομέα της ενέργειας, η Γερμανίδα αξιωματούχος σημειώνει πως το πλούσιο δυναμικό ΑΠΕ της Ελλάδας ενισχύει περαιτέρω τη σημασία της χώρας μας σε ενεργειακό και πολιτικό επίπεδο, τη στιγμή που εξελίσσεται ταχύτατα σε κεντρικό ενεργειακό κόμβο στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Η κ. Spaeth εξηγεί επίσης πώς σχεδιάζει η Γερμανία την ομαλή μετάβαση των περιοχών που θα πληγούν από τη δρομολογημένη απόσυρση όλων των λιγνιτικών μονάδων έως το 2038. Τέλος, υποστηρίζει πως η κατασκευή του Nord Stream II δεν αντιβαίνει στην αξιοποίηση ολοένα περισσότερων πηγών φυσικού αερίου, όπως επίσης και στη διερεύνηση συμπληρωματικών δυνατοτήτων εισαγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου. Ένα θέμα, όπως λέει χαρακτηριστικά, «για το οποίο εμείς στη Γερμανία μπορούμε να μάθουμε αρκετά από την Ελλάδα».
Βρίσκεστε σήμερα στη χώρα μας για διμερείς συνομιλίες στον τομέα της ενέργειας με εκπροσώπους του υπουργείου Εξωτερικών και του υπουργείου Ενέργειας και Περιβάλλοντος. Ποια θέματα βρίσκονται στην ατζέντα των συνομιλιών;
«Η Ελλάδα εξελίσσεται ταχύτατα σε κεντρικό ενεργειακό κόμβο στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Η συνεργασία και οι συνέργειες με τρίτες χώρες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο σ' αυτό. Χαίρομαι που θα έχω την ευκαιρία να συνομιλήσω για τα ζητήματα αυτά με τους συναδέλφους μου στο υπουργείο Εξωτερικών. Με τον γενικό γραμματέα του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας θα συζητήσουμε για το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα 2021-2030, καθώς όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. θα επιδιώξουν τώρα την ακριβή υλοποίησή του».
Η ενέργεια θεωρείται ένα από τα βασικά πεδία συνεργασίας της Γερμανίας με την Ελλάδα. Ποιοι τομείς θεωρείτε ότι είναι οι πλέον προνομιακοί για την ενίσχυση των συνεργειών των δύο χωρών;
«Από το 2013 υπάρχει μία στρατηγική εταιρική σχέση μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της ενεργειακής απόδοσης. Στο πλαίσιο αυτό η Γερμανική Εταιρεία για τη Διεθνή Συνεργασία (GIZ) στηρίζει, για παράδειγμα, μεταρρυθμιστικά μέτρα για την περαιτέρω προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της ενεργειακής απόδοσης, την ανταλλαγή εμπειριών για την επίτευξη των εθνικών στόχων της Ελλάδας έως το 2020 σε ό,τι αφορά το ενεργειακό μίγμα, αλλά και τις απαραίτητες προσαρμογές της ελληνικής αγοράς ρεύματος ώστε να αυξηθεί το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε αυτήν. Μέσω της υλοποιημένης το 2016 νομοθετικής μεταρρύθμισης του συστήματος προώθησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η Ελλάδα κατέστη σαφώς πιο ελκυστική. Από το βελτιωμένο αυτό πλαίσιο επωφελούνται και οι γερμανικές επιχειρήσεις ενέργειας. Η συμβολή τους είναι ήδη σημαντική, καθώς οι 120 γερμανικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, εξασφαλίζουν 27.000 θέσεις εργασίας.
Χάρη στη γεωγραφική της θέση και το υψηλό της δυναμικό σε ό,τι αφορά την παραγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η Ελλάδα πληροί όλες τις προϋποθέσεις για την περαιτέρω ενίσχυση της σημασίας της σε ενεργειακό και πολιτικό επίπεδο».
H Γερμανία έχει διαμορφώσει μία επιθετική στρατηγική για την ενεργειακή μετάβαση στην οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα, όπως δείχνει για παράδειγμα η πρόσφατη πρόταση της αρμόδιας επιτροπής για απόσυρση το αργότερο έως το 2038 όλων των μονάδων παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα. Ωστόσο, δύο σημαντικές προκλήσεις της ενεργειακής μετάβασης είναι η στήριξη των περιοχών που θα πληγούν περισσότερο από την απανθρακοποίηση, καθώς και η διατήρηση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας. Ποιες είναι οι απαντήσεις που δίνει σε αυτές τις προκλήσεις η χώρα σας;
«Η Επιτροπή για την ανάπτυξη, τη διαρθρωτική αλλαγή και την απασχόληση (γνωστή και ως Επιτροπή Άνθρακα) υπέβαλε στις 26.01.2019 το τελικό της πόρισμα, στο οποίο συστήνει μεταξύ άλλων το κλείσιμο όλων των εργοστασίων παραγωγής ενέργειας από άνθρακα στη Γερμανία το αργότερο έως το 2038. Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση συντάσσεται ρητά με αυτόν τον στόχο. Αυτό που πρέπει να γίνει τώρα είναι να προετοιμάσουμε σε στενή συνεργασία με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς τις απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές και να δημιουργήσουμε στις περιοχές που θα πληγούν από την αλλαγή βιώσιμες θέσεις εργασίας, όπως π.χ. στον τομέα των ΑΠΕ ή στην παραγωγή ηλεκτροσυσσωρευτών. Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση σχεδιάζει να υποβάλει ένα πρώτο σχέδιο νόμου επ' αυτού τον Μάιο του 2019.
Η αποδέσμευση από τον άνθρακα δεν πρέπει να οδηγήσει σε περαιτέρω αύξηση των ήδη υψηλών τιμών ηλεκτρικού ρεύματος στη Γερμανία. Η διαφαινόμενη περαιτέρω μείωση των ήδη ανταγωνιστικών τιμών των ΑΠΕ καθώς και οι τεχνολογικές καινοτομίες στη συσσώρευση ενέργειας με κάνουν ωστόσο αισιόδοξη. Πολλές ορυκτές πηγές ενέργειας δεν θα ήταν πλέον ανταγωνιστικές εάν δεν επιδοτούνταν».
Στο πλαίσιο των περιβαλλοντικών και ενεργειακών στόχων που έχει θέσει η Ε.Ε. για το 2030, σύμφωνα με αρκετούς ειδικούς, δύο από τους πιο δύσκολα επιτεύξιμους είναι η διείσδυση των ΑΠΕ στις μεταφορές και στον τομέα της ψύξης-θέρμανσης. Ποια είναι τα σχέδια της Γερμανίας για την επίτευξη αυτών των στόχων και ποια από αυτά εκτιμάτε ότι θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν και από άλλα κράτη-μέλη;
«Η Γερμανία θέλει να αυξήσει τη συμμετοχή των ΑΠΕ στον τομέα των μεταφορών στο 14% το 2030, υλοποιώντας έτσι τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις της. Θα καταφέρουμε να επιτύχουμε τους εθνικούς μας στόχους όσον αφορά τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα μόνο εάν συμπεριληφθούν και οι μεταφορές. Γι' αυτό τον λόγο, στο πλαίσιο της "Εθνικής πλατφόρμας για το μέλλον της κινητικότητας", ειδικοί εμπειρογνώμονες εργάζονται για την ανάπτυξη εναλλακτικών λύσεων και νέων τεχνολογιών, όπως είναι π.χ. η άμεση ηλεκτροδότηση του κινητήρα, οι κυψέλες καυσίμων ή εναλλακτικά διαλύματα καυσίμου (σε υγρή ή αέρια μορφή). Και τα βιοκαύσιμα θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην επίτευξη του στόχου για το κλίμα. Αυτό που προέχει είναι να εκμεταλλευτούμε όσο το δυνατόν περισσότερο και με συμβατό με τις αρχές της γεωργίας τρόπο τις δυνατότητες των προηγμένων βιοκαυσίμων από απορρίμματα και απόβλητα.
Για να καταστεί εφικτή η αποτελεσματική χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα επιδιωχθεί η προώθηση της σύνδεσης των τομέων θερμότητας, ηλεκτρισμού και κινητικότητας, ενδεχομένως και μέσω αναγκαίων προσαρμογών των συνθηκών πλαισίου. Επιπρόσθετα, η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση προωθεί την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών στον εκσυγχρονισμό των θερμών δικτύων, διότι η ανάπτυξη αυτή πρόκειται να διαδραματίσει έναν ολοένα και πιο καθοριστικό ρόλο στην απανθρακοποίηση της παροχής θερμότητας. Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση εξετάζει επιπλέον πώς μπορεί να προωθηθεί η εκτεταμένη παροχή θερμότητας απαλλαγμένης από το διοξείδιο του άνθρακα. Τα υφιστάμενα χρηματοδοτικά προγράμματα για τη χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε κτήρια πρόκειται να συνδυαστούν με τα χρηματοδοτικά προγράμματα στον τομέα της ενεργειακής απόδοσης των κτηρίων.
Όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. αντιμετωπίζουν στον τομέα αυτόν παρόμοιες προκλήσεις, γι' αυτό διατηρούμε στενή ανταλλαγή απόψεων στις Βρυξέλλες και στο πλαίσιο διμερών διαβουλεύσεων, αλλά και μοιραζόμαστε ευχαρίστως τις εμπειρίες μας με τους εταίρους μας».
Πέρα από την εκπλήρωση των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Παρισιού για το Κλίμα, η ευρωπαϊκή στρατηγική αποσκοπεί επίσης στην ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας της Ε.Ε., με τη διαφοροποίηση των πηγών εφοδιασμού της Ευρώπης. Σε αυτό το πλαίσιο, έχουν εκφραστεί δημόσια ανησυχίες ότι η κατασκευή του Nord Stream II θα υπονομεύσει τον παραπάνω στόχο, αυξάνοντας την εξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο. Ποια είναι η γνώμη σας;
«Ο Nord Stream II μπορεί να συμβάλει θετικά στους στόχους της Ευρωπαϊκής Ενεργειακής Ένωσης ως μία συμπληρωματική οδός εφοδιασμού ρωσικού φυσικού αερίου, μέσω της οποίας θα αξιοποιηθούν επιπλέον πεδία στη χερσόνησο Γιαμάλ για την εξαγωγή στην Ευρώπη. Φυσικά θέλουμε και οφείλουμε να αξιοποιήσουμε συγχρόνως ολοένα και περισσότερες συμπληρωματικές πηγές φυσικού αερίου για την εξαγωγή στην Ευρώπη. Σε αυτό ο Νότιος Διάδρομος Φυσικού Αερίου, στον οποίο συμμετέχει ουσιαστικά η Ελλάδα και ο οποίος στα τέλη του χρόνου θα τεθεί σε λειτουργία, αποτελεί ορόσημο. Στο πλαίσιο αυτό, είναι απαραίτητο να ασχοληθούμε γρήγορα με περαιτέρω στάδια ανάπτυξης. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την αξιοποίηση περαιτέρω πηγών στην περιοχή της Κασπίας μέσω ενός υπερκαυκάσιου αγωγού ή μέσω της διασύνδεσης πηγών στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω του EastMed. Και οφείλουμε να συζητήσουμε για συμπληρωματικές δυνατότητες εισαγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου, ένα θέμα για το οποίο εμείς στη Γερμανία μπορούμε να μάθουμε αρκετά από την Ελλάδα».
Επί του θέματος
Ο Νότιος Διάδρομος Φυσικού Αερίου, στον οποίο συμμετέχει ουσιαστικά η Ελλάδα και ο οποίος στα τέλη του χρόνου θα τεθεί σε λειτουργία, αποτελεί ορόσημο.
Οφείλουμε να συζητήσουμε για συμπληρωματικές δυνατότητες εισαγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου, ένα θέμα για το οποίο εμείς στη Γερμανία μπορούμε να μάθουμε αρκετά από την Ελλάδα.
Η Γερμανία θέλει να αυξήσει τη συμμετοχή των ΑΠΕ στον τομέα των μεταφορών στο 14% το 2030, υλοποιώντας έτσι τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις της.