Οικονομία & Αγορές
Τρίτη, 28 Μαρτίου 2006 12:19

ΤτΕ: Ερευνα για το δανεισμό των νοικοκυριών

Δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα η έρευνα της Τράπεζας της Ελλάδος με τίτλο «Δανεισμός και χρηματοοικονομική πίεση στα νοικοκυριά: Έρευνα σε επίπεδο νοικοκυριών», στην οποία παρατίθενται και αναλύονται τα αποτελέσματα της τελευταίας δειγματοληπτικής έρευνας της Τράπεζας της Ελλάδος σχετικά με το δανεισμό των ελληνικών νοικοκυριών.

Κατά τα τελευταία τρία έτη, 2003-2005, τα τραπεζικά δάνεια προς τα νοικοκυριά αυξήθηκαν με πολύ υψηλό ετήσιο ρυθμό (πλησίον του 30%). Το υπόλοιπο των τραπεζικών δανείων προς τα νοικοκυριά παρά τη σημαντική αύξησή του κατά την πιο πάνω περίοδο εξακολουθεί να παραμένει ως ποσοστό του ΑΕΠ σε χαμηλότερο επίπεδο στην Ελλάδα από ό,τι κατά μέσον όρο στη ζώνη του ευρώ (2005: Ελλάδα: 38,3% περιλαμβανομένων των δανείων που έχουν τιτλοποιηθεί ή 36,5% χωρίς τα τιτλοποιημένα δάνεια, ζώνη ευρώ: 52,6% χωρίς τα τιτλοποιημένα δάνεια).

Δεδομένου ότι τα συνολικά μεγέθη δεν επαρκούν για να εκτιμηθεί πώς κατανέμεται η χρηματοοικονομική πίεση στα επιμέρους νοικοκυριά, η Τράπεζα της Ελλάδος επανέλαβε το 2005 τη δειγματοληπτική έρευνα που είχε διεξαγάγει το 2002. Η έρευνα κάλυψε 6.000 νοικοκυριά από αστικές και ημιαστικές περιοχές της Ελλάδος. Η δειγματοληψία ήταν τυχαία και στρωματοποιημένη ανά γεωγραφικό διαμέρισμα, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος ως προς τον ερευνώμενο πληθυσμό.

Από την έρευνα ελήφθησαν ολοκληρωμένες απαντήσεις από 3.120 νοικοκυριά και επομένως ο μέσος βαθμός ανταπόκρισης διαμορφώθηκε στο 52%, δηλ. σε πολύ υψηλότερο επίπεδο από ό,τι το 2002 (38%).

Από την ανάλυση και τη σύγκριση των αποτελεσμάτων των δύο αυτών ερευνών προκύπτουν τα ακόλουθα συμπεράσματα όσον αφορά το δανεισμό των νοικοκυριών:

1. Το ποσοστό των υπόχρεων νοικοκυριών παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητο την τριετία 2003-2005. Το 47,7% των νοικοκυριών (με μέλη ηλικίας 25 ετών και άνω) δήλωσε ότι οφείλει κάποιο δάνειο. Η μικρή διαφορά από το αντίστοιχο ποσοστό του 2002 (48,4%) δεν είναι στατιστικά σημαντική, όμως και η σταθερότητα αυτού του ποσοστού δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι συμβατή με τον υψηλό ρυθμό με τον οποίο, όπως προαναφέρθηκε, αυξήθηκε η τραπεζική χρηματοδότηση των νοικοκυριών το ίδιο διάστημα. Ωστόσο, το μέσο χρέος τόσο για κάρτες όσο και στεγαστικά δάνεια των νοικοκυριών που έλαβαν μέρος στις δύο έρευνες αυξήθηκε στην τριετία 2003-2005 με μέσο ετήσιο ρυθμό σχεδόν ίσο με αυτόν που προκύπτει από τα αντίστοιχα τραπεζικά στοιχεία. Αυτό παρέχει σημαντική ένδειξη ότι η δανειοληπτική συμπεριφορά των νοικοκυριών που δεν απάντησαν στο ερωτηματολόγιο είναι γενικά παρόμοια με αυτή των νοικοκυριών που έλαβαν μέρος στην έρευνα και ότι, συνεπώς, μπορούν να εξαχθούν βάσιμα συμπεράσματα για τη δανειοληπτική συμπεριφορά του συνόλου των νοικοκυριών.

2. Τα νοικοκυριά που έχουν δανειστεί εμφανίζονται πιο βεβαρημένα το 2005 από ό,τι ήταν το 2002, όπως αυτό τεκμηριώνεται από την εξέλιξη τόσο του μέσου ύψους των οφειλών ανά νοικοκυριό όσο και του λόγου του χρέους προς το εισόδημα. Το μέσο υπόλοιπο χρέους από όλα τα δάνεια ανά νοικοκυριό διαμορφώθηκε σε 19.600 ευρώ το 2005 έναντι 15.500 ευρώ το 2002. Η διάμεσος του λόγου του χρέους προς το εισόδημα ανήλθε σε 33,5% το 2005 από 22,8% το 2002. Ειδικότερα, η δανειακή επιβάρυνση των νοικοκυριών στο πρώτο εισοδηματικό κλιμάκιο (νοικοκυριά με ετήσιο καθαρό εισόδημα μέχρι και 7.500 ευρώ) αυξήθηκε σημαντικά σε σχέση με το 2002 και υπερβαίνει κατά πολύ τη μέση επιβάρυνση του συνόλου των νοικοκυριών.

3. Η πιο διαδεδομένη κατηγορία δανείων είναι αυτή μέσω πιστωτικών καρτών, ακολουθούμενη από τα στεγαστικά δάνεια και κατόπιν από τα λοιπά τραπεζικά δάνεια (καταναλωτικά, προσωπικά, ανοικτά).

4. Όπως και στην έρευνα του 2002, η έρευνα του 2005 δείχνει ότι το μέσο χρέος ανά νοικοκυριό αυξάνει με την αύξηση του εισοδήματος και της περιουσίας. Η σχέση αυτή ισχύει ιδίως στην περίπτωση των στεγαστικών δανείων και πολύ λιγότερο στην περίπτωση των άλλων δανείων συνολικά.

5. Η πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα των νοικοκυριών με χαμηλά εισοδήματα παραμένει μικρή, ενώ αυξήθηκε το ποσοστό των νοικοκυριών στις υψηλότερες εισοδηματικές τάξεις καθώς και τα μερίδιά τους στο συνολικό χρέος των νοικοκυριών.

6. Επίσης, από την ανάλυση των αποτελεσμάτων των δύο ερευνών προκύπτει ότι για τη μεγάλη πλειοψηφία των υπόχρεων νοικοκυριών η άμεση χρηματοοικονομική πίεση, όπως αυτή μετρείται από την επιβάρυνση για την εξυπηρέτηση των δανείων, δηλαδή το λόγο των δόσεων προς το εισόδημα, διαμορφώνεται μέσα σε όρια που γενικά θεωρούνται αποδεκτά, με την έννοια ότι αυτή δεν φαίνεται να συνεπάγεται ιδιαίτερες δυσκολίες στην κανονική εξυπηρέτηση των δανείων τους. Μάλιστα, στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των ερευνών σημειώθηκε μείωση των ποσοστών των νοικοκυριών με κόστος εξυπηρέτησης άνω του 30% και άνω του 40% του εισοδήματός τους. Η βελτίωση αυτή συνδέεται οπωσδήποτε με τη μείωση των τραπεζικών επιτοκίων. Σε κάποιο βαθμό όμως θα πρέπει να αποδοθεί και στην πιο αποτελεσματική διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου εκ μέρους των τραπεζών, στο πλαίσιο και των οδηγιών της Τράπεζας της Ελλάδος για την εφαρμογή μιας πιο μακροπρόθεσμης και προνοητικής πολιτικής στον τομέα αυτό. Ωστόσο, αν και το ποσοστό των νοικοκυριών με κόστος εξυπηρέτησης άνω του 40% είναι μικρό (12%) το μερίδιό τους στο συνολικό χρέος είναι σχετικά υψηλό (σχεδόν 30%).

7. Ένα μεγάλο ποσοστό των νοικοκυριών (πάνω από 50%), ιδίως στα χαμηλά εισοδηματικά κλιμάκια (μέχρι και 15.000 ευρώ), δήλωσε στην έρευνα ότι αντιμετωπίζει δυσκολίες στην εξυπηρέτηση των διαφόρων υποχρεώσεών τους. Το υψηλό ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν δυσκολία στην εξυπηρέτηση των δανείων τους θέτει ερωτήματα σχετικά με την πληρότητα της διαθέσιμης πληροφόρησης που έχουν οι τράπεζες, ώστε αυτές να αξιολογούν επαρκώς το αξιόχρεο της πελατείας τους, πολύ περισσότερο μάλιστα αν ληφθεί υπόψη ότι τα νοικοκυριά αυτά ανήκουν κυρίως στα χαμηλά εισοδηματικά κλιμάκια και επομένως η χρηματοοικονομική τους θέση είναι περισσότερο ευάλωτη σε περίπτωση ανόδου των επιτοκίων ή μεταβολής των οικονομικών συνθηκών. Επισημαίνεται σχετικά ότι, σύμφωνα με στοιχεία που οι τράπεζες υποβάλλουν στην Τράπεζα της Ελλάδος, το ποσοστό των καταναλωτικών δανείων που δεν εξυπηρετούνται για διάστημα τουλάχιστον τριών μηνών μειώθηκε ελαφρά σε 7,9% του συνόλου των εν λόγω δανείων στο τέλος του 2005 από 8,5% το 2002. Αντίθετα, στην περίπτωση των στεγαστικών δανείων, όπου κατά τεκμήριο οι τράπεζες έχουν καλύτερη πληροφόρηση ως προς τα χαρακτηριστικά των δανειοληπτών, ο λόγος αυτός υποχώρησε πολύ ταχύτερα, σχεδόν υποδιπλασιάστηκε, στην ίδια περίοδο και ήδη διαμορφώνεται σε σημαντικά χαμηλότερο επίπεδο (2005: 3,6%, 2002: 6,9%).

8. Συνεπώς, υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για περαιτέρω βελτίωση στη διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου και την επιλογή της πελατείας των τραπεζών, ώστε σταδιακά να περιοριστούν ή και να εξαλειφθούν οι ακραίες τιμές που παρατηρούνται στη χρηματοοικονομική πίεση επί των νοικοκυριών. Η πολιτική των τραπεζών φαίνεται να είναι προσανατολισμένη προς την κατεύθυνση αυτή, στο πλαίσιο και των σχετικών κανόνων που έχει επιβάλει η Τράπεζα της Ελλάδος. Είναι όμως απαραίτητο, πέρα από την προσοχή που πρέπει να επιδεικνύουν τα ίδια τα νοικοκυριά κατά την ανάληψη δανειακών υποχρεώσεων, να ενισχυθεί η πληροφόρηση των τραπεζών σχετικά με τη φερεγγυότητα της πελατείας τους, ιδίως όσον αφορά τα δάνεια μέσω πιστωτικών καρτών, που ενέχουν υψηλότερο πιστωτικό κίνδυνο για τις τράπεζες και να γίνουν πιο αυστηρά τα κριτήρια χορήγησης πιστωτικών καρτών.