Τη συντριπτική υπεροχή των ελληνικών πολύ μικρών επιχειρήσεων στον τομέα της απασχόλησης καταδεικνύουν τα στοιχεία της Small Business Act (SBA) για την Ελλάδα, όπου το 2017, με βάση τις εκτιμήσεις, «κατείχαν» σχεδόν έξι στις δέκα θέσεις εργασίας (57,1%), υπερβαίνοντας τον μέσο όρο των τριών στις δέκα θέσεις εργασίας σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχοντας αυξήσει το ποσοστό απασχόλησής τους κατά 18,2%. Στην εξαιρετική αυτή απόδοση των πολύ μικρών επιχειρήσεων, ως προς τη δημιουργία θέσεων εργασίας, οφείλεται και η συνολικά ανοδική τάση που παρουσίασαν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στον τομέα της απασχόλησης, σημειώνοντας για την περίοδο 2015-2017 αύξηση της τάξης του 10,7%.
Από την έντυπη έκδοση
Του Σταμάτη Ζησίμου
[email protected]
Τη συντριπτική υπεροχή των ελληνικών πολύ μικρών επιχειρήσεων στον τομέα της απασχόλησης καταδεικνύουν τα στοιχεία της Small Business Act (SBA) για την Ελλάδα, όπου το 2017, με βάση τις εκτιμήσεις, «κατείχαν» σχεδόν έξι στις δέκα θέσεις εργασίας (57,1%), υπερβαίνοντας τον μέσο όρο των τριών στις δέκα θέσεις εργασίας σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχοντας αυξήσει το ποσοστό απασχόλησής τους κατά 18,2%. Στην εξαιρετική αυτή απόδοση των πολύ μικρών επιχειρήσεων, ως προς τη δημιουργία θέσεων εργασίας, οφείλεται και η συνολικά ανοδική τάση που παρουσίασαν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στον τομέα της απασχόλησης, σημειώνοντας για την περίοδο 2015-2017 αύξηση της τάξης του 10,7%.
Για λόγους σύγκρισης αναφέρουμε ότι οι μικρές επιχειρήσεις κατέχουν το 17,2% των θέσεων εργασίας, οι μεσαίες το 11% και οι μεγάλες το 18,4%. Σε απόλυτα νούμερα, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις απασχολούσαν 1.337.320 εργαζόμενους, οι μικρές 402.493, οι μεσαίες 256.483 και οι μεγάλες 345.406 εργαζόμενους. Συνολικά οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις απασχολούσαν 1.996.296 εργαζόμενους (ποσοστό 85,2%) και οι μεγάλες το υπόλοιπο 14,8%.
Αν ληφθεί υπ' όψιν το γεγονός ότι κατά την ίδια χρονική περίοδο οι επιχειρήσεις των άλλων κατηγοριών μεγέθους παρουσίασαν ελαφρά κάμψη, με απώλειες απασχόλησης της τάξης του 2,3% για τις μικρές επιχειρήσεις και 1,2% για τις μεσαίες επιχειρήσεις, είναι ευνόητο πως η ισχυρή αύξηση της απασχόλησης στις μμε οφείλεται εξ ολοκλήρου στην καθοριστική συμβολή των πολύ μικρών επιχειρήσεων.
Ανοδικές τάσεις
Η ανοδική τάση που σημειώνεται όσον αφορά την απασχόληση στον χώρο των μμε προβλέπεται ότι θα συνεχιστεί και κατά την περίοδο 2017-2019, κινούμενη σε επίπεδα άνω του 6% ετησίως. Ο τομέας στον οποίο οι πολύ μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα παρουσιάζουν ιδιαίτερα μεγάλη αύξηση, όσον αφορά την απασχόληση, είναι αυτός των υπηρεσιών μεταφοράς και αποθήκευσης.Στον τομέα αυτό, μάλιστα, το σύνολο των μμε (όλων των κατηγοριών μεγέθους), με πρωτοπόρες ωστόσο και πάλι τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, παρουσίασαν αυξητικές τάσεις στην απασχόληση. Συγκεκριμένα, κατά την περίοδο 2015-2017 η σταθερή απασχόληση στις πολύ μικρές επιχειρήσεις στον τομέα των υπηρεσιών μεταφοράς και αποθήκευσης αυξήθηκε κατά 20,4%, ενώ στις μικρές και μεσαίες σημείωσε επίσης αύξηση, αν και πιο συγκρατημένα, κατά 3,8% και 2,4% αντίστοιχα.
Σχετικά με τον συγκεκριμένο τομέα, να αναφερθεί πως σημαντικός παράγοντας που συνέβαλε στο θετικό πρόσημο που παρουσιάζεται αποτελεί η συνολική βελτίωση της ποιότητας των υποδομών των ελληνικών εφοδιαστικών αλυσίδων, των υλικοτεχνικών διαδικασιών εφοδιασμού και της ταχύτητας ως προς τη μεταφορά των εμπορευμάτων.
Κατά την ίδια χρονική περίοδο, ωστόσο, η συμβολή των μμε όσον αφορά την προστιθέμενη αξία στον τομέα αυτόν μειώθηκε σε όλες τις κατηγορίες μεγέθους, σημειώνοντας συνολική πτώση της τάξης του 3,3%. Δεν θα πρέπει επομένως να παραληφθεί να αναφερθεί ότι οι μμε που δραστηριοποιούνται στον τομέα των υπηρεσιών μεταφοράς και αποθήκευσης στην Ελλάδα έχουν να αντιμετωπίσουν μια σειρά σημαντικών αλλαγών, αναφορικά με τη λειτουργία τους, ως αποτέλεσμα μεγάλων ξένων επενδύσεων υποδομών.
Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της Cosco, για την οποία έρευνα των 200 ελληνικών μμε που δραστηριοποιούνται στις χερσαίες μεταφορές και την αποθήκευση δείχνει ότι, μέχρι στιγμής, μόνο το 27% αυτών έχουν επωφεληθεί από τις τελευταίες επενδύσεις στον Πειραιά.
Αυξημένες οι εγγραφές
Τέλος, αναφορικά με τα δημογραφικά στοιχεία των ελληνικών μμε, παρουσιάζουν επίσης θετικούς δείκτες κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων. Σύμφωνα με στοιχεία του Γενικού Εμπορικού Μητρώου, για το 2017 σημειώνονται 31.271 επιχειρηματικές καταχωρίσεις, παρουσιάζοντας αύξηση της τάξης του 4,1% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Αντίστοιχα, ο αριθμός των διαγραφών που αναφέρονται στο Μητρώο συρρικνώθηκε κατά 27,1% την περίοδο 2016-2017, υποχωρώντας στις 25.277 επιχειρήσεις το 2017.
Οι πτωχεύσεις εταιρειών μειώθηκαν ακόμα εντονότερα, πέφτοντας στις 111 το 2016, σημειώνοντας υποχώρηση της τάξεως του 46,2% συγκριτικά με το προηγούμενο έτος και αντιπροσωπεύοντας περίπου μόνο το ένα τέταρτο του συνόλου των εταιρικών πτωχεύσεων που είχαν σημειωθεί το 2011.
Το προφίλ των ελληνικών start-ups
Σύμφωνα με την έκθεση της Small Business Act (SBA), το ελληνικό οικοσύστημα νεοφυών επιχειρήσεων φαίνεται να παρουσιάζει ραγδαία ανάπτυξη κατά τα τελευταία πέντε χρόνια. Αναφορικά με τα χαρακτηριστικά του «τυπικού» ιδρυτή των ελληνικών νεοσύστατων εταιρειών, τα ποσοστά δείχνουν ότι πρόκειται κατά κύριο λόγο για άνδρες (82,9%), κατόχους πανεπιστημιακού διπλώματος (95,1%). Το ποσοστό, μάλιστα, των ιδρυτών εταιρείας στην Ελλάδα με πτυχίο πανεπιστημίου κατατάσσεται μεταξύ των υψηλότερων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (26,8%, έναντι μέσου όρου 19,3% στην Ε.Ε.).
Το ένα τρίτο των νέων επιχειρήσεων στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται στον τομέα του παραδοσιακού λογισμικού (ως τομέας υπηρεσιών) (36,6%), αν και δραστηριοποιούνται επίσης και σε άλλους τομείς, όπως η βιοτεχνολογία (7,3% έναντι μέσου όρου 6,5% στην Ε.Ε.). Οι ελληνικές νεοσύστατες επιχειρήσεις απασχολούν σήμερα κατά μέσο όρο εννέα άτομα και ψάχνουν να προσλάβουν πέντε ή έξι ακόμη μέσα στους επόμενους 12 μήνες. Φημίζονται κυρίως για την ανοικτή και επιχειρηματική κουλτούρα τους. Για παράδειγμα, το 76,3% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι αναζητούν στρατηγικές συμβουλές από το προσωπικό τους.
Οι ελληνικές νεοσύστατες επιχειρήσεις δημιουργούν τα έσοδά τους κυρίως μέσω B2B (72,7%) και εντός της Ευρωζώνης (78%). Η πλειονότητα των ιδρυτών νεοφυών ελληνικών επιχειρήσεων δήλωσε ότι έλαβε είτε ολόκληρη είτε μέρος της χρηματοδότησής της (82,1%) από τους επενδυτές της Ε.Ε. Από γεωγραφικής άποψης, κεντρικό σημείο δημιουργίας νεοσύστατων επιχειρήσεων για την Ελλάδα αποτελεί η Αθήνα, με κάποιες νεοφυείς επιχειρήσεις και στη Θεσσαλονίκη.
Τέλος, εξετάζοντας τις αναπτυσσόμενες ελληνικές μμε, περνώντας από το στάδιο start-up σε αυτό του scale-up (εξίσου, αν όχι και περισσότερο, απαιτητικό), το ποσοστό των ελληνικών νεοφυών επιχειρήσεων που εξελίσσονται σε ταχέως αναπτυσσόμενες τα τελευταία χρόνια είναι χαμηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Το 2015, 1.405 επιχειρήσεις, ή το 6% (βάσει προσωρινών στοιχείων), στο σύνολο των επιχειρήσεων με τουλάχιστον δέκα εργαζόμενους, ήταν ταχέως αναπτυσσόμενες, σε σύγκριση με τον μέσο όρο 9,9% της Ε.Ε. Το υψηλότερο ποσοστό των ελληνικών επιχειρήσεων υψηλής ανάπτυξης (10,4%) δραστηριοποιείται στον κλάδο των διοικητικών και υποστηρικτικών υπηρεσιών.
Ο ρόλος του τομέα μεταποίησης
Οι μμε που δραστηριοποιούνται στον τομέα της μεταποίησης συμβάλλουν επίσης σημαντικά στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, τόσο στον τομέα της απασχόλησης, παρουσιάζοντας την περίοδο 2015-2017 συνολική αύξηση της τάξης του 9,7% (με ανοδικές τάσεις στις επιχειρήσεις όλων των κατηγοριών μεγέθους), όσο και ως προς τη συμβολή τους στην παραγωγή προστιθέμενης αξίας, που αυξήθηκε κατά 14,6%.
Ο κλάδος των προϊόντων διατροφής αποτελεί τον σημαντικότερο υποτομέα της μεταποίησης στην Ελλάδα, αφού για το 2017 συνέβαλε στην παραγωγή του ενός τρίτου της απασχόλησης και της προστιθέμενης αξίας. Σε αυτό φαίνεται να συνετέλεσε αποφασιστικά η ισχυρή εξαγωγική επίδοση των μμε του κλάδου, με αύξηση στις εξαγωγές των προϊόντων διατροφής κατά 46% κατά τη χρονική περίοδο 2010-2016.
Ως αποτέλεσμα, κατά την περίοδο 2015-2017 η απασχόληση στις μμε του κλάδου αυξήθηκε 10,8%, ενώ η συμβολή τους στην παραγωγή προστιθέμενης αξίας παρουσίασε αύξηση 15%. Θα πρέπει να αναφερθεί, ωστόσο, πως γενικότερη αδυναμία του κλάδου συνιστά το χαμηλό ποσοστό τυποποίησης των ελληνικών γεωργικών εξαγώγιμων προϊόντων, αφού στην πλειονότητά τους εξάγονται σε χύμα μορφή, με συγκριτικά χαμηλό βαθμό επεξεργασίας και μόνο μικρή προστιθέμενη αξία μεταποίησης. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρεται η περίπτωση του ελληνικού ελαιόλαδου, από το οποίο μόνο το 27% των εξαγωγών είναι επώνυμες προτού φύγουν από τη χώρα, σε σύγκριση με το 50% των εξαγωγών από την Ισπανία και το 80% από την Ιταλία.