Η αυξημένη ζήτηση ωθούμενη από την καλή απόδοση για τους επενδυτές και ταυτόχρονα το ιδιαίτερα υψηλό κόστος για το ελληνικό δημόσιο συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρωζώνη αποτέλεσαν τα κύρια χαρακτηριστικά της χθεσινής έκδοσης του 10ετούς ομολόγου. Ποια είναι η ανατομία της έκδοσης. Τι σχολιάζουν αναλυτές στη «Ν».
Από την έντυπη έκδοση
Των Θάνου Τσίρου και Έφης Τριήρη
Με τη συμμετοχή 419 επενδυτών -αριθμός που είναι αυξημένος κατά περίπου 50% συγκριτικά με τη συμμετοχή που είχε καταγράψει ο ΟΔΔΗΧ κατά την έκδοση του 5ετούς ομολόγου- αλλά και με την προσφορά να φτάνει στα 11,8 δισ. ευρώ, ολοκληρώθηκε με επιτυχία η έκδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου, του πρώτου ύστερα από ακριβώς εννέα χρόνια «απουσίας» της χώρας από τις εκδόσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα.
Το κουπόνι διαμορφώθηκε στο 3,875% και η απόδοση στο 3,9%, ποσοστό αισθητά χαμηλότερο σε σύγκριση με αυτό της τελευταίας έκδοσης του 10ετούς ομολόγου (σ.σ.: τον Μάρτιο του 2010 είχαμε δανειστεί με 6,25%). Ημερομηνία έκδοσης του ομολόγου είναι η 12η Μαρτίου 2019 και ημερομηνία λήξης η 12η Μαρτίου 2029. Το 3,9% είναι χαμηλότερο και συγκριτικά με την αρχική απόδοση όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά το άνοιγμα του βιβλίου προσφορών (4,125%), κάτι που δείχνει τη θετική επίπτωση που είχε η πολύ αυξημένη ζήτηση για το ελληνικό 10ετές.
Από τα προσφερόμενα 11,8 δισ. ευρώ, ο ΟΔΔΗΧ θα αντλήσει τα 2,5 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι σε συνδυασμό με το ποσό που αντλήθηκε τον Ιανουάριο μέσω του πενταετούς ομολόγου (επίσης 2,5 δισ. ευρώ) έχουν ήδη καλυφθεί τα δύο τρίτα του συνολικού ποσού που θέλει να αντλήσει ο Οργανισμός κατά τη διάρκεια της φετινής χρονιάς.
Στελέχη του οικονομικού επιτελείου, εκτός από την αυξημένη ζήτηση (σχεδόν πέντε φορές μεγαλύτερη από το ποσό που αντλήθηκε τελικώς), προβάλλουν και την ποιοτική «σύνθεση» των αγοραστών. Η συμμετοχή hedge funds στη συνολική έκδοση (δηλαδή κεφαλαίων που χαρακτηρίζονται από τη διάθεση για... γρήγορες κινήσεις) εκτιμάται ως πολύ περιορισμένη από αρμόδιο κυβερνητικό παράγοντα. Αυτό, εφόσον επιβεβαιωθεί και από τα επίσημα τελικά στοιχεία, θα περιορίσει τις πιθανότητες υποχώρησης της τιμής του ελληνικού ομολόγου μέσα στις επόμενες ημέρες. Το ίδιο στέλεχος του οικονομικού επιτελείου κάνει λόγο για «πολύ αυξημένη συμμετοχή πραγματικών επενδυτών, αλλά και για μοιρασμένο αγοραστικό ενδιαφέρον ανάμεσα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό».
Καθ’ όλη τη διάρκεια της χθεσινής ημέρας, δηλαδή από το άνοιγμα του βιβλίου προσφορών μέχρι και το κλείσιμο (σ.σ.: το κλείσιμο έγινε στις 13:00 ώρα Ελλάδας για την Ευρώπη και στις 15:00 για τους επενδυτές των ΗΠΑ), η απόδοση του ελληνικού 10ετούς κινήθηκε σε ένα στενό εύρος της τάξεως του 3,672 έως 3,705 για να κλείσει τελικώς κοντά στο 3,7%. Η διαφορά στην απόδοση της έκδοσης (3,9%) με την τρέχουσα στο ταμπλό (3,7%) χαρακτηρίζεται από ειδικούς της αγοράς ως ένα «δικαιολογημένο premium», προκειμένου να εξασφαλιστεί και η ποιοτική σύνθεση του καταλόγου των αγοραστών. Σε κάθε περίπτωση, η απόδοση στο ταμπλό παραμένει κοντά στο χαμηλό των τελευταίων 13 ετών, καθώς απόδοση της τάξεως του 3,6%-3,7% είχε να καταγραφεί από τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2005.
Οι επόμενες κινήσεις
Μέσα στις επόμενες ώρες αναμένεται να δημοσιευτούν στοιχεία για την προέλευση των αγοραστών του ελληνικού 10ετούς, ενώ η τελική εκκαθάριση θα γίνει στις 12 Μαρτίου (T+5). Έτσι, η λήξη του ελληνικού 10ετούς προγραμματίζεται για τις 12 Μαρτίου του 2029. Το ομόλογο θα βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο της Αθήνας και θα διέπεται από το βρετανικό δίκαιο. Στον ΟΔΔΗΧ δεν αναμένεται να επαναπαυθούν με τη χθεσινή επιτυχημένη έκδοση, παρά το γεγονός ότι έχουν ήδη αντληθεί μέσα στις πρώτες 65 ημέρες του χρόνου τα πέντε από τα 7 δισ. ευρώ που προβλέπει ο ετήσιος προγραμματισμός. Αναμένεται να υπάρξει τουλάχιστον μια έκδοση ακόμη πριν από τις ευρωεκλογές (με πιθανότερο σενάριο αυτό της επταετούς διάρκειας), αφενός για να διατηρηθεί το μομέντουμ και αφετέρου για να επιτευχθεί ο ετήσιος στόχος πριν από τις ευρωεκλογές, οι οποίες εκτιμάται ότι μπορεί να οδηγήσουν και σε «αναταράξεις» στις αγορές. Εκτός από την έκδοση του επόμενου ομολόγου, στα σχέδια είναι και η αναχρηματοδότηση του «ακριβού χρέους» με τις οφειλές προς το ΔΝΤ αλλά και την ΕΚΤ να αποτελούν προτεραιότητα λόγω του κόστους για το ελληνικό Δημόσιο, το οποίο ξεπερνά ακόμη και το 5%.
«Επιτυχής έκδοση»
Μετά το κλείσιμο του βιβλίου προσφορών, ο υπουργός Οικονομικών έκανε την ακόλουθη δήλωση για την επιτυχή ολοκλήρωση της έκδοσης του 10ετούς ομολόγου: «Πολλοί βάλανε στοίχημα ότι δεν θα βγούμε στις αγορές. Μετά βάλανε στοίχημα ότι μπορούμε να βγούμε στις αγορές, αλλά όχι με 10ετές ομόλογο. Το 10ετές ομόλογο είναι το βασικό κριτήριο επιστροφής στην κανονικότητα, όταν δηλαδή οι αγορές σε δανείζουν για 10 χρόνια. Είναι μια πολύ επιτυχημένη έκδοση πάνω από κάθε προσδοκία, όπως ήταν και η προηγούμενη με το 5ετές ομόλογο. Τώρα πια κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν βγήκαμε από το πρόγραμμα και δεν έχουμε πρόσβαση στις αγορές».
Ε. Αχτσιόγλου: Ανάκαμψη
«Βρισκόμαστε σε μια κατάσταση δυναμικής ανάκαμψης για την ελληνική οικονομία» δήλωσε η υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Έφη Αχτσιόγλου στον ραδιοφωνικό σταθμό Πρακτορείο FM 104,9 για την έκδοση του 10ετούς ομολόγου και την αναβάθμιση από τον οίκο Moody’s της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας. «Συνολικά διαμορφώνεται πια μια κατάσταση αισιοδοξίας για την ελληνική οικονομία» είπε η υπουργός, εξηγώντας ότι αυτό επιβεβαιώνεται «από τη λήξη των μνημονίων, το γεγονός ότι τα μνημόνια έληξαν καθαρά χωρίς καμία αιρεσιμότητα και χωρίς καμία πιστοληπτική γραμμή, από το ότι οι έξοδοί μας στις αγορές έχουν εξαιρετικά θετικά αποτελέσματα, από την εμπιστοσύνη που φαίνεται να δείχνουν οι επενδυτές πια στην ελληνική οικονομία, από τη διαρκή μείωση της ανεργίας».
Οι «αναγνώσεις» κυβέρνησης και αντιπολίτευσης
«Σημάδι ελπίδας» χαρακτήρισε, από το βήμα της Βουλής, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας τη νέα έξοδο της χώρας στις αγορές με την έκδοση του ομολόγου και ταυτόχρονα στηλίτευσε την αξιωματική αντιπολίτευση για την εκτίμησή της ότι οι αγορές δεν εμπιστεύονται την ελληνική οικονομία.
«Η χώρα βγαίνει στις αγορές με δεκαετές ομόλογο, οι προσφορές είναι ήδη σε ένα αξιοθαύμαστο επίπεδο και αυτό σηματοδοτεί μια ελπίδα και μια προοπτική» ανέφερε ο πρωθυπουργός κατά τη συζήτηση στη Βουλή για το δημογραφικό ζήτημα. Με αφορμή την έξοδο στις αγορές ο πρωθυπουργός άσκησε και κριτική στον Κυριάκο Μητσοτάκη, καταλογίζοντάς του ότι υπέπεσε σε εσφαλμένες εκτιμήσεις για το θέμα. «Θέλω να σας συγχαρώ προσωπικά, κύριε Μητσοτάκη, διότι σε άλλη μια πρόβλεψή σας πέσατε μέσα. Όπως είπατε ότι δεν θα ολοκληρώσουμε τις αξιολογήσεις, όπως είπατε ότι θα μειώσουμε τις συντάξεις και ότι δεν θα βγούμε από τα μνημόνια, έτσι προβλέψατε και ότι δεν θα βγούμε και στις αγορές» είπε στην Ολομέλεια. Μίλησε δε για «παταγώδη αποτυχία» της πρόβλεψης της Ν.Δ. και συμπλήρωσε: «Η χώρα βγαίνει στις αγορές με δεκαετές ομόλογο, με πολύ καλύτερους όρους από τους όρους που είχε βγει την τελευταία φορά πριν από την κρίση. Οι προσφορές είναι σε ένα αξιοθαύμαστο επίπεδο, ήδη, σήμερα και αυτό σηματοδοτεί μια ελπίδα και μια προοπτική». Κάλεσε δε δηκτικά τον κ. Μητσοτάκη να συνεχίσει «τις πετυχημένες προβλέψεις» και να συνεχίσει να δηλώνει η Ν.Δ. ότι θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές. «Μάλλον καλό μας κάνετε» κατέληξε ο πρωθυπουργός.
Νωρίτερα, πάντως, το πρωί ο πρόεδρος της Ν.Δ. με μήνυμά του στα αγγλικά στο twitter είχε εκφράσει την ελπίδα να πετύχει η έκδοση του δεκαετούς ομολόγου. «Οι αγορές αναμένουν πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα. Η επερχόμενη κυβέρνηση της Ν.Δ. αναβαθμίζει το αξιόχρεο στην επενδυτική διαβάθμιση μέσα σε διάστημα 18 μηνών» συμπλήρωσε ο κ. Μητσοτάκης.
Επενδυτική ικανοποίηση
Ξεκάθαρη επιδοκιμασία από τις αγορές των μεταρρυθμίσεων που έχει κάνει έως σήμερα η χώρα μας, αλλά και της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας αποτελεί, σύμφωνα με το Reuters, η υψηλή ζήτηση που γνώρισε η χθεσινή έκδοση 10ετούς. «Η έκδοση αποτελεί ένδειξη της προόδου που έχει σημειωθεί έως σήμερα» επισημαίνει στο Reuters ο Ραμπάνι Γουάχαμπ, διαχειριστής κεφαλαίου στο Λονδίνο, καλώντας την Ελλάδα να παραμείνει στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων και της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
«Τραπεζική ευκαιρία»
«Ευκαιρία σήμερα να χαιρετίσουμε την έκδοση του 10ετούς ομολόγου από τη χώρα, που αποτελεί εξέλιξη-σταθμό και αποδεικνύει σε μεγάλο βαθμό τη βελτίωση που έχει γίνει στην ελληνική οικονομία» τόνισε ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Τράπεζας Πειραιώς Γιώργος Χαντζηνικολάου.
«Με την έκδοση αυτή ανοίγουν οι ευκαιρίες για τις τράπεζες να χρηματοδοτήσουν και να βρουν επίσης μια επιπλέον πηγή κεφαλαίου στο εξωτερικό, όπου σιγά-σιγά οι ξένοι επενδυτές διαμορφώνουν μια καλύτερη εικόνα για την Ελλάδα. Κι όσο μεγαλώνει η άνεση των τραπεζών, με τις διάφορες πηγές χρηματοδότησης, μεγαλώνει και η ικανότητά μας να χρηματοδοτήσουμε την υγιή επιχειρηματικότητα. Γιατί η υγιής επιχειρηματικότητα είναι η μονή διέξοδος για τη δημιουργία απασχόλησης και είναι η πραγματική απάντηση που θα δώσουμε στο brain drain» δήλωσε ο κ. Χαντζηνικολάου.
Θετικό «μήνυμα» έλαβαν οι αναλυτές
Θετικό «βήμα» χαρακτήρισαν αναλυτές της αγοράς την έκδοση του 10ετούς ομολόγου από το ελληνικό Δημόσιο. Ειδικότερα:
Γερμανικός Τύπος: Ορόσημο η έκδοση για την Ελλάδα
Ορόσημο για την Ελλάδα χαρακτήρισε ο γερμανικός Τύπος -τόσο η έντυπη όσο και η ηλεκτρονική μορφή του- την έκδοση 10ετούς ομολόγου, θεωρώντας την εξέλιξη αυτή ως ένδειξη ότι η χώρα μας μπορεί να χρηματοδοτείται πλέον στηριζόμενη σε δικές της δυνάμεις μετά την ολοκλήρωση των προγραμμάτων βοήθειας.
Η Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ) αναφέρει ότι για πρώτη φορά μετά το 2010 η Ελλάδα τολμά την έκδοση δεκαετούς ομολόγου, με την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα να νιώθει τον ούριο άνεμο από τις διεθνείς χρηματαγορές.
Το Spiegel στη διαδικτυακή του έκδοση υπενθυμίζει ότι την τελευταία φορά που η Αθήνα προχώρησε στην έκδοση δεκαετούς ομολόγου ήταν τον Μάρτιο του 2010, καταφέρνοντας να συγκεντρώσει 5 δισ. ευρώ με ένα επιτόκιο του 6,25%, αλλά μερικές εβδομάδες αργότερα ζήτησε τη βοήθεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) για να μη χρεοκοπήσει.
«Για δεύτερη φορά μετά την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου η Ελλάδα δοκιμάζει, μέσω δεκαετούς ομολόγου αυτήν τη φορά, τις αγορές» επισημαίνει η Zeit. «Η πρώτη ήταν τον Ιανουάριο, η χώρα εξέδωσε 5ετές ομόλογο και άντλησε 2,5 δισ. ευρώ. Έκδοση μακροχρόνιων ομολόγων καθώς και οι αποδόσεις τους θεωρούνται μέσο σύγκρισης για τη δανειοληπτική αξιοπιστία μιας χώρας. Για παράδειγμα η Γερμανία χαίρει μεγαλύτερης αξιοπιστίας στις αγορές και μπορεί να δανειστεί με πολύ μικρότερο επιτόκιο».
Η διαδικτυακή Finanzmarktwelt γράφει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να ευχαριστήσει τον οίκο αξιολόγησης Moody’s, ο οποίος την προηγούμενη Παρασκευή προχώρησε σε διπλή αναβάθμιση του αξιόχρεού της και τη Δευτέρα, εντελώς τυχαία, η χώρα ανακοίνωσε την έκδοσης δεκαετούς ομολόγου. Οποία σύμπτωση!» παρατηρεί με δόση ειρωνείας ο αναλυτής της. «Μια τέτοια στήριξη από τη Moody’s κάνει καλό;» διερωτάται, υποστηρίζοντας ότι η αναβάθμιση του αξιόχρεου δεν φαίνεται ότι θα επηρεάσει ιδιαίτερα την απόδοση του ομολόγου.
Η Neue Zurchner Zeitung αποκαλεί «ορόσημο» τον στόχο έκδοσης δεκαετούς ομολόγου, αποδίδει και εκείνη τη θετική εξέλιξη στη Moody’s και επισημαίνει ότι «η Ελλάδα αντιμετωπίζεται πλέον πιο θετικά από τους επενδυτές». «Για την ώρα η Ελλάδα δεν χρειάζεται άμεσα νέα χρηματοδότηση. Τέλος του 2018 διέθετε αποθέματα ύψους 14,5% του ΑΕΠ της, δηλαδή 26,8 δισ. ευρώ. Πολύ πιο σημαντικό είναι το μήνυμα της σταθεροποίησης που βγαίνει από την έκδοση του ομολόγου. Αρχικά ο Αλέξης Τσίπρας σχεδίαζε την έκδοση αμέσως μετά την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου, αλλά λόγω της αύξησης των αποδόσεων που προκάλεσαν οι αναταραχές στην ιταλική αγορά ομολόγων, αναγκάστηκε να την αναβάλει».
Ο σχολιαστής της ελβετικής εφημερίδας ωστόσο επισημαίνει τη διστακτικότητα της Moody’s να προχωρήσει σε υψηλότερη αξιολόγηση της Ελλάδας και αναφέρει ότι για να συμβεί αυτό χρειάζεται μεταξύ άλλων να βελτιωθεί σημαντικά η αποδοτικότητα των θεσμών, κάτι που θα χρειαστεί πολλά χρόνια για να γίνει.
«Σύμφωνα με παρατηρητές, είναι πιθανόν στις εκτιμήσεις τους οι οίκοι αξιολόγησης να έχουν συμπεριλάβει πιθανή κυβερνητική αλλαγή. Το αργότερο τον Οκτώβριο θα γίνουν εκλογές και η Ν.Δ. προηγείται σε τέτοιο βαθμό που εκλογική της νίκη θεωρείται το πιο πιθανό σενάριο. Η Moody’s όμως κάνει σαφές ότι χρειάζεται κάτι περισσότερο από μια φιλική προς την οικονομία κυβέρνηση. Μόνο μια συνεκτική και αποφασιστική μεταρρυθμιστική και αναπτυξιακή πολιτική θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια επαναξιολόγηση».