Η μείωση της επίσημης ανεργίας δεν συνεπάγεται αντίστοιχη αύξηση της πραγματικής και διατηρήσιμης απασχόλησης. To συμπέρασμα αυτό προκύπτει μέσα από μια δεύτερη ανάγνωση των δεδομένων στην ελληνική αγορά εργασίας. Παράγοντες όπως η μετανάστευση εργατικού δυναμικού στο εξωτερικό και τα επιδοτούμενα προγράμματα προσωρινής απασχόλησης συντελούν στην αποκλιμάκωση της ανεργίας, χωρίς να θέτουν τις βάσεις για διατηρήσιμες θέσεις απασχόλησης. Η εργασιακή ευελιξία; Αυξάνει την απασχόληση, με λειψές θέσεις εργασίας. Το παράδοξο της αναντιστοιχίας ανάμεσα στο ποσοστό της ανεργίας και στον ρυθμό της ανάπτυξης. Η μεταβολή του εργατικού δυναμικού ως αποτύπωμα στις στατιστικές της απασχόλησης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Η μείωση της επίσημης ανεργίας δεν συνεπάγεται αντίστοιχη αύξηση της πραγματικής και διατηρήσιμης απασχόλησης. To συμπέρασμα αυτό προκύπτει μέσα από μια δεύτερη ανάγνωση των δεδομένων στην ελληνική αγορά εργασίας. Παράγοντες όπως η μετανάστευση εργατικού δυναμικού στο εξωτερικό και τα επιδοτούμενα προγράμματα προσωρινής απασχόλησης συντελούν στην αποκλιμάκωση της ανεργίας, χωρίς να θέτουν τις βάσεις για διατηρήσιμες θέσεις απασχόλησης. Η εργασιακή ευελιξία; Αυξάνει την απασχόληση, με λειψές θέσεις εργασίας. Το παράδοξο της αναντιστοιχίας ανάμεσα στο ποσοστό της ανεργίας και στον ρυθμό της ανάπτυξης. Η μεταβολή του εργατικού δυναμικού ως αποτύπωμα στις στατιστικές της απασχόλησης.
Το ελληνικό παράδοξο
Τα χρόνια της κρίσης το ελληνικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά περίπου 25%, γεγονός που συνοδεύτηκε αρχικά από την απώλεια 900.000 θέσεων εργασίας, την περίοδο 2008-2013. Ακολούθως, η ανεργία στην Ελλάδα υποχώρησε στο 18,5% τον Νοέμβριο 2018, συνεχίζοντας την πτωτική πορεία της από το ανώτατο 27,7% το 2013. Η μείωση της τάξης των 10 ποσοστιαίων μονάδων θεωρείται μάλλον παράδοξη για μια οικονομία υψηλής φορολόγησης και χαμηλής ανάπτυξης έπειτα από πολυετή ύφεση.
Τη σχέση απασχόλησης και ανάπτυξης έχει καταδείξει η διεθνής εμπειρία και ειδικότερα ο λεγόμενος νόμος του Okun, ο οποίος καταδεικνύει ότι μια μεταβολή της ανεργίας κατά 1% αντιστοιχεί σε αντίστροφη μεταβολή του ΑΕΠ κατά 2%. Ωστόσο, στην περίπτωση της Ελλάδας «για κάθε ποσοστιαία μονάδα μείωσης του ΑΕΠ η ανεργία αυξήθηκε αντίστοιχα μία μονάδα» (Χρ. και Δημ. Ιωάννου). Με άλλα λόγια, στα χρόνια της κρίσης η ανεργία μειώθηκε είτε δυσανάλογα με τη μεταβολή του ΑΕΠ είτε και σε αντίθετη κίνηση με την πορεία του.
Πίσω από τις γραμμές
Στην πραγματικότητα, στη μείωση της επίσημης ανεργίας συντέλεσε ένας συνδυασμός παραγόντων που λίγο σχετίζονται με τη δημιουργία διατηρήσιμων θέσεων εργασίας.
Πρώτον, καταγράφεται σημαντική μεταβολή του εργατικού δυναμικού, η οποία προκύπτει: α) από τη δημογραφική εξέλιξη: γήρανση πληθυσμού και μαζική έξοδος σε συνταξιοδότηση, β) από την αποτροπή συμμετοχής στην αγορά εργασίας: μακροχρόνια άνεργοι οι οποίοι έχουν σταματήσει να αναζητούν απασχόληση, γ) από το brain drain: μετανάστευση εργατικού δυναμικού -και μάλιστα του πλέον καταρτισμένου και δυναμικού- στο εξωτερικό. Με τον τρόπο αυτό περιορίστηκε ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός της χώρας και άρα ο πληθυσμός που αναζητεί εργασία.
Δεύτερον, συνεχίζεται με αμείωτη ένταση η κρατική επιδότηση προσωρινής απασχόλησης μέσα από τα σχετικά προγράμματα του υπουργείου Εργασίας, γεγονός που αφαιρεί ανέργους από τους σχετικούς καταλόγους χωρίς να τους μετακινεί σε διατηρήσιμες θέσεις απασχόλησης.
Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπ’ όψιν, ως μεταβολή που υπό συνθήκες επιδρά στις επίσημες μετρήσεις της ανεργίας, το γεγονός ότι -τουλάχιστον σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας- παρατηρείται μείωση του αριθμού των αδήλωτων εργαζομένων. Μέσα σε ένα περιβάλλον ιδιαιτέρως αυξημένων φόρων και εισφορών, μία στις δέκα επιχειρήσεις εξακολουθεί να απασχολεί αδήλωτους εργαζόμενους, και ορισμένοι εκφράζουν την ανησυχία ότι το φαινόμενο θα ενταθεί μετά την αύξηση του κατώτατου μισθού. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, η ενίσχυση των ελέγχων και η επιβολή προστίμων από το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας φέρεται να έχει οδηγήσει στη μείωση της αδήλωτης εργασίας κατά περίπου 10% την τελευταία 4ετία. Σε αυτήν την περίπτωση, εργαζόμενοι που μέχρι πρότινος εργάζονταν ως «αόρατοι» για το ασφαλιστικό και φορολογικό σύστημα, πλέον εντοπίστηκαν και δηλώθηκαν στις αρχές. Η αλήθεια είναι ότι στις Έρευνες Εργατικού Δυναμικού δεν υπάρχει η ερώτηση αν κάποιος δούλευε νόμιμα ή παράνομα, συνεπώς η μετακίνηση από αδήλωτη σε δηλωμένη απασχόληση συνιστά εκ των πραγμάτων μια «γκρίζα περιοχή» για τις μετρήσεις κι έχει μεγαλύτερη επίδραση στα στοιχεία του ΟΑΕΔ και της ΕΡΓΑΝΗ.
Η παράμετρος της ευελιξίας
Όμως στους παράγοντες αξιοσημείωτης υποχώρησης της ανεργίας, παρά την ύφεση (στην αρχή) και την ισχνή ανάπτυξη (στη συνέχεια) της ελληνικής οικονομίας, εντάσσονται και οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης, ως βασικό εργαλείο των προγραμμάτων προσαρμογής τα χρόνια που προηγήθηκαν. «Διαρθρωτικά μέτρα φαίνεται να έχουν συνεισφέρει σε μια αύξηση ανταπόκρισης της απασχόλησης στο ΑΕΠ κατά τη διάρκεια της ανάκαμψης σε διάφορες χώρες της Ευρωζώνης. Πρόκειται για μέτρα που αυξάνουν την ευελιξία της αγοράς εργασίας περιορίζοντας την υπερβολική προστασία της απασχόλησης, για παράδειγμα, μειώνοντας τις αποζημιώσεις αποχώρησης ή καθιστώντας τους μισθούς πιο ευέλικτους (…) Στην Ελλάδα, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας δείχνουν να έχουν ενδυναμώσει τη σχέση απασχόλησης - ΑΕΠ μέσα σε ένα περιβάλλον δημοσιονομικής εξυγίανσης, σφιχτών δημοσιονομικών συνθηκών και υψηλής αβεβαιότητας», αναφέρεται σε έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Εξ ορισμού, ο όρος «εργασιακή ευελιξία» αποτελεί νόμισμα με δύο όψεις: την ευκαιρία για απασχόληση από τη μία, την ευέλικτη σχέση εργασίας από την άλλη. Η επέκταση της εργασιακής ευελιξίας στην ελληνική αγορά εργασίας έχει αυξήσει τα κίνητρα των εργοδοτών να προσλαμβάνουν, λόγω των ευνοϊκότερων όρων που καλούνται να αντιμετωπίσουν στη σχέση με τον εργαζόμενο. Ωστόσο, η συμβολή των ευέλικτων μορφών απασχόλησης στη μείωση της ανεργίας δεν σηματοδοτεί μια οικονομία η οποία έχει ανακάμψει από την κρίση δημιουργώντας πλήρεις και διατηρήσιμες θέσεις εργασίας. Βεβαίως, η παραδοχή ότι πολλές από τις νέες θέσεις εργασίας είναι μερικής απασχόλησης δεν αναιρεί το γεγονός ότι καταγράφεται αύξηση στο σύνολο των ωρών μισθωτής απασχόλησης στην Ελλάδα.
Η ανατομία της εργασίας στην Ελλάδα
Όμως σήμερα περίπου ένας στους τέσσερις απασχολούμενους αμείβεται με ποσό μέχρι 500 ευρώ. Η ψαλίδα μεταξύ κατώτατου και διάμεσου μισθού μειώνεται, γεγονός που φέρνει τον μέσο εργαζόμενο πιο κοντά στο επίπεδο του κατώτατου μισθού (ΣΕΒ). Η πλήρης απασχόληση, όπως καταγράφεται από τις επίσημες στατιστικές, παραμένει το κύριο μέγεθος στην αγορά εργασίας (67,7%), ωστόσο τα τελευταία χρόνια υποχωρεί - και αυξάνεται η μερική απασχόληση (28,4%). Από το σύνολο των αναγγελιών προσλήψεων για το 2018, οι θέσεις πλήρους απασχόλησης αφορούσαν λιγότερες από τις μισές (45,66%). Είναι συχνό φαινόμενο ένας εργαζόμενος να κατέχει 2 ή και 3 θέσεις μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης. Οι νέες θέσεις εργασίας αφορούν σε μεγάλο βαθμό την εστίαση (+29,6%) και το εμπόριο (+18,3%), καθώς και την εποχική απασχόληση στον τουρισμό. Εντάσσονται δε στο μισθολογικό κλιμάκιο έως 500 ευρώ. Η πραγματικότητα αυτή αντιστοιχεί στο 25% των θέσεων εργασίας που καταγράφονται σήμερα στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ.
Ο μονόδρομος της απασχόλησης
Όλες οι πολιτικές μείωσης της ανεργίας, άμεσες και έμμεσες, είναι προφανώς θεμιτές. Ωστόσο, ζητούμενο δεν είναι η στατιστική μείωση της ανεργίας αλλά η αύξηση των βιώσιμων θέσεων απασχόλησης. Στο πλαίσιο αυτό, κρίσιμο παράγοντα αποτελεί η σχέση διεθνώς εμπορεύσιμων και διεθνώς μη εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών της οικονομίας.
Στην προ του 2008 περίοδο η σχέση στη δημιουργία των θέσεων εργασίας μεταξύ των δύο τομέων ήταν περίπου 1 στα διεθνώς εμπορεύσιμα προς 6 στα διεθνώς μη εμπορεύσιμα. Για να υπάρξει όμως ένας διατηρήσιμος και ευσταθής ρυθμός «υγιούς» ανάπτυξης, αυτός θα πρέπει να στηριχθεί σε μια σχέση δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας στους δύο τομείς, που θα είναι πολύ υψηλότερος, δηλαδή περίπου 1 προς 3 (Χρ. και Δημ. Ιωάννου). Ειδικότερα, απαιτείται μέση ετήσια ανάπτυξη 3,5% για μία 10ετία, προκειμένου να επιστρέψει η ανεργία στα προ κρίσης επίπεδα (Τσακλόγλου, Οικονομίδης, Παγουλάτος, Τριαντόπουλος, Φιλιππόπουλος, Χάρτης εξόδου από την κρίση, Διανέοσις).
Στη μείωση της ανεργίας στην Ελλάδα, όπως προκύπτει μέσα από τη σχετική βιβλιογραφία, μπορεί να συμβάλει τα μέγιστα και η άρση των περιορισμών στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, με στόχο την ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας που θα φέρει καλύτερα πληρωμένες δουλειές πλήρους απασχόλησης, συν τοις άλλοις, κρατώντας στη χώρα τους νέους ανθρώπους με υψηλές δεξιότητες και προσόντα. Σημειωτέον, η Ελλάδα παραμένει η χώρα με την πλέον «κλειστή» αγορά προϊόντων και υπηρεσιών.
Δύο εμπειρογνώμονες στους οποίους απευθύνθηκε η «Ν», οι καθηγητές Πάνος Τσακλόγλου και Γιώργος Αργείτης, συμφωνούν σε βασικές παραδοχές για την ποιότητα της απασχόλησης, αν και εκφράζουν μάλλον διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς τον ρόλο της εργασιακής ευελιξίας.
«Η εναλλακτική θα ήταν υψηλότερη ανεργία»
Παρά το γεγονός ότι το ΑΕΠ του 2018 βρίσκεται περίπου στο ίδιο επίπεδο με αυτό του 2013, η ανεργία μειώθηκε σχεδόν κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες. Η εξέλιξη αυτή δεν μπορεί παρά να αποδοθεί ολοκληρωτικά στην απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και στη μείωση του εργατικού κόστους που ακολούθησε την περικοπή του κατώτατου μισθού. Ο αντίλογος λέει ότι ναι μεν μειώθηκε η ανεργία, αλλά οι θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν ήταν χαμηλά αμειβόμενες και επισφαλείς. Το επιχείρημα είναι σωστό, αρκεί να ξεκαθαρίζει κανείς ότι η εναλλακτική θα ήταν απλώς η παραμονή σε υψηλά ποσοστά ανεργίας. Στο πλαίσιο αυτό, η απότομη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11%, την οποία αποφάσισε η κυβέρνηση, κατά πάσα πιθανότητα θα ανακόψει την τάση μείωσης της ανεργίας. Επιπλέον, θα αυξήσει την αδήλωτη εργασία. Θα συμπαρασύρει το εργατικό κόστος συνολικά, θα πλήξει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και θα επηρεάσει αρνητικά την αύξηση των εξαγωγών, η οποία είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη. Δεν θα πρέπει οι μισθοί να παραμείνουν εσαεί σε χαμηλά επίπεδα. Κάθε άλλο. Η αύξησή τους όμως θα πρέπει να συνοδεύεται από αύξηση της παραγωγικότητας. Στην παρούσα φάση άλλωστε το πρώτο μέλημά μας θα πρέπει να είναι η μείωση της ανεργίας. Σημειωτέον, προτιμότερη της επιβολής υποκατώτατου μισθού θα ήταν η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας.
«Απασχόληση με κρισιακά χαρακτηριστικά»
Υπάρχει πράγματι μείωση στο επίσημο ποσοστό της ανεργίας, το οποίο ωστόσο δεν αποκαλύπτει τι πραγματικά συμβαίνει στην αγορά εργασίας. Επίσης, θα πρέπει την εξέλιξη της ανεργίας να την εξετάσουμε συγκριτικά με τη μεταβολή της απασχόλησης. Η τελευταία αποκαλύπτει εάν είναι διατηρήσιμη η δυναμική της οικονομίας. Συνδυαστικά λοιπόν τα συμπεράσματα που εξάγονται είναι τα εξής: η μείωση της ανεργίας οφείλεται στην τεράστια ροή μετανάστευσης, στην αύξηση των αποθαρρημένων ανέργων, στη μικρή μείωση της αδήλωτης εργασίας και στην απασχόληση που προσφέρουν τα πολλαπλά προγράμματα του ΟΑΕΔ. Αν εκτιμήσουμε ποσοτικά τις προαναφερόμενες ροές, θα διαπιστώσουμε ότι η μείωση της ανεργίας δεν μας αποκαλύπτει σε καμία περίπτωση μια οικονομία που έχει αφήσει πίσω της την κρίση, ούτε ότι ο ιδιωτικός τομέας δημιουργεί σημαντικές ροές νέων θέσεων εργασίας. Αν, δε, συμπεριλάβουμε τη χαμηλή ποιότητα (μερική απασχόληση, χαμηλές αμοιβές) των θέσεων απασχόλησης που δημιουργεί ο ιδιωτικός τομέας, τότε διαπιστώνουμε ότι η κατάσταση της αγοράς εργασίας εξακολουθεί να εμφανίζει κρισιακά χαρακτηριστικά. Όσον αφορά το εάν η εργασιακή ευελιξία ωφέλησε την οικονομία όπως προέβλεπαν και τα μνημόνια, νομίζω ότι τα προαναφερόμενα δεδομένα απαντούν από μόνα τους.