Δέκα χρόνια μετά την πιστωτική ασφυξία που βύθισε την παγκόσμια οικονομία σε ύφεση και ανάγκασε τις κεντρικές τράπεζες του πλανήτη σε δραστικά μέτρα, τα επιτόκια παραμένουν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη. Εάν έρθει λοιπόν μία νέα κρίση- όπως πολλοί φοβούνται εν μέσω εμπορικών αντιπαραθέσεων και γεωπολιτικών εντάσεων που αφήνουν βαθιές πληγές στο οικονομικό κλίμα- ποια θα είναι η απάντηση των κεντρικών τραπεζών; Μπορούν να οδηγήσουν τα επιτόκια υπό το μηδέν; Και εάν ναι, υπό ποιες συνθήκες μπορεί αυτό να αποδώσει;
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Δέκα χρόνια μετά την πιστωτική ασφυξία που βύθισε την παγκόσμια οικονομία σε ύφεση και ανάγκασε τις κεντρικές τράπεζες του πλανήτη σε δραστικά μέτρα, τα επιτόκια παραμένουν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη. Εάν έρθει λοιπόν μία νέα κρίση- όπως πολλοί φοβούνται εν μέσω εμπορικών αντιπαραθέσεων και γεωπολιτικών εντάσεων που αφήνουν βαθιές πληγές στο οικονομικό κλίμα- ποια θα είναι η απάντηση των κεντρικών τραπεζών; Μπορούν να οδηγήσουν τα επιτόκια υπό το μηδέν; Και εάν ναι, υπό ποιες συνθήκες μπορεί αυτό να αποδώσει;
Τα παραπάνω ερωτήματα εξετάζει σε πρόσφατη μελέτη του το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Για τους ειδικούς του Ταμείου τα αρνητικά επιτόκια μπορούν να αναδειχθούν υπό προϋποθέσεις σε εφικτή και αποτελεσματική λύση για τις κεντρικές τράπεζες. Εξηγούν λοιπόν ποιες είναι οι προϋποθέσεις αυτές.
Οι προκλήσεις των κεντρικών τραπεζών σήμερα
Τα ιστορικά δεδομένα αποκαλύπτουν ότι σε περιόδους βαθιάς ύφεσης, οι κεντρικές τράπεζες αναγκάζονται να μειώσουν τα βασικά επιτόκια δανεισμού και καταθέσεων κατά τρεις έως έξι ποσοστιαίες μονάδες. Αυτό στην περίπτωση της ΕΚΤ, που κρατάει σταθερά το βασικό επιτόκιο δανεισμού στο μηδέν σήμερα, θα σήμαινε ένα επιτόκιο τουλάχιστον στο -3%. Φαντάζει απαγορευτικό, αφού ήδη η διατήρηση του καταθετικού επιτοκίου στο -0,4% προκαλεί έντονες αντιδράσεις.
Το Βερολίνο ζητεί επίμονα εδώ και χρόνια την αύξηση των επιτοκίων, επισημαίνοντας ότι η πολιτική της ΕΚΤ όχι μόνο συμπιέζει τα περιθώρια κέρδους των τραπεζών, αλλά και «τιμωρεί» τους αποταμιευτές πολίτες του. Ο Μάριο Ντράγκι αντιστάθηκε σθεναρά στις πιέσεις των Γερμανών όλα αυτά τα χρόνια και σήμερα, βλέποντας τις μεγάλες οικονομίες του ευρώ να παγιδεύονται σε στασιμότητα ή και ύφεση, εμφανίζεται αποφασισμένος να μην αυξήσει τα επιτόκια έως και τη λήξη της θητείας του το φθινόπωρο του 2019. Θεωρείται ωστόσο αδιανόητο να έχουμε νέα μείωση από τον Ντράγκι ή τον διάδοχό του, όποιος και εάν είναι αυτός. Ομοίως η Federal Reserve στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού αναγκάστηκε σε παύση, μετά τις επιθετικές αυξήσεις του 2018, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι έτοιμη και για χαλάρωση της πολιτικής της.
Σε κάθε περίπτωση οι κεντρικές τράπεζες βρίσκονται σε ένα πολύ δύσκολο σταυροδρόμι, με αναλυτές να προειδοποιούν πως τα όπλα τους εξαντλούνται, αλλά και τις ίδιες να αναγνωρίζουν ότι η νομισματική πολιτική έχει όρια και να καλούν τις κυβερνήσεις να σηκώσουν το δικό τους βάρος.
Το ΔΝΤ με την μελέτη του θέλει να δείξει ότι ίσως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. «Οι κεντρικές τράπεζες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα σύστημα επιτοκίων, βαθιά σε αρνητικό έδαφος» σημειώνει.
Σε ποιο περιβάλλον λειτουργήσουν τα αρνητικά επιτόκια
Τα αρνητικά επιτόκια δεν είναι η καλύτερη επιλογή στον σημερινό κόσμο. Θα μπορούσαν όμως να έχουν θαυμαστά αποτελέσματα σε έναν κόσμο χωρίς μετρητά.
Μία κεντρικη τράπεζα θα μπορούσε να μειώσει το βασικό επιτόκιό της από το 2 στο -4% προκειμένου να αντιμετωπίσει άμεσα μία σοβαρή ύφεση, καθώς σε έναν κόσμο χωρίς μετρητά δεν υπάρχει κατώτερο όριο για τα επιτόκια, εξηγεί το ΔΝΤ. Το επιτόκιο θα περνούσε στις τραπεζικές καταθέσεις, τα δάνεια και τα ομόλογα. Χωρίς μετρητά, οι καταθέτες θα έπρεπε να πληρώσουν για να κρατήσουν τα χρήματά τους στην τράπεζα. Αυτό θα καθιστούσε την κατανάλωση και τις επενδύσεις πολύ πιο ελκυστική επιλογή. Θα έδινε ώθηση στις χορηγήσεις δανείων, θα τόνωνε τη ζήτηση και κατά συνέπεια την οικονομία.
Τα πράγματα, ωστόσο, είναι πολύ διαφορετικά όταν υπάρχουν διαθέσιμα μετρητά. Τότε τα αρνητικά επιτόκια καθίστανται σχεδόν αδύνατα. Αντί κάποιος να καταθέσει τα χρήματά του στην τράπεζα με αρνητικό επιτόκιο, πολύ απλά θα τα κρατούσε στο σπίτι του χωρίς καθόλου επιτόκιο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα τα έριχνε στην κατανάλωση. Τα αρνητικά επιτόκια έτσι δεν θα είχαν πραγματικό όφελος για την οικονομία.
Ελβετία, Δανία, Σουηδία και Ευρωζώνη έχουν επιτρέψει τα επιτόκια να πέσουν λίγο υπό το μηδέν, αλλά όχι δραστικά, και ποντάρουν κυρίως στο να δημιουργήσουν αντικίνητρα στις τράπεζες και να μην παρκάρουν τα χρήματά τους στις κεντρικές τράπεζες, αλλά να αυξάνουν τις χορηγήσεις.
Πόσο κοντά είμαστε σε έναν κόσμο χωρίς μετρητά
Τα μετρητά εξακολουθούν να διαδραματίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στις πληρωμές ανά τον πλανήτη. Για να μειωθεί η χρήση τους θα μπορούσαν οι κεντρικές τράπεζες να τα καταστήσουν εξίσου ακριβά με τις τραπεζικές καταθέσεις αρνητικού επιτοκίου. Το ηλεκτρονικό χρήμα θα είχε μάλιστα συγκεκριμένη ισοτιμία έναντι του πραγματικού, με στόχο να πέφτει η αξία του δεύτερου.
Για να γίνει κατανοητό ας δώσουμε ένα παράδειγμα. Η τράπεζα επιβάλλει επιτόκιο -3% σε τραπεζική κατάθεση 100 δολαρίων και η κεντρική τράπεζα ανακοινώνει ότι η ισοτιμία των δολαρίων σε μετρητά έναντι των ηλεκτρονικών δολαρίων θα υποτιμάται κατά 3% ετησίως. Σε ένα χρόνο το 1 δολάριο σε μετρητά θα ισούται με 0,97 e- dollars. Αν κρατήσεις τα χρήματά σου και τα ανταλλάξεις με μετρητά, έχεις αυτή την απόδοση ως κέρδος αντί για «τιμωρία».
Η υιοθέτηση ενός συστήματος διπλού νομίσματος πάντως δεν θα είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Θα έλυνε τα χέρια των κεντρικών τραπεζών στην αντιμετώπιση μίας ύφεσης, αλλά θα απαιτούσε τεράστια προσπάθεια τόσο σε επίπεδο ρυθμιστικού πλαισίου όσο και επικοινωνίας προς τους πολίτες.
Τα τελευταία χρόνια μεγάλες αναπτυγμένες και αναδυόμενες οικονομίες καταργούν χαρτονομίσματα μεγάλης αξίας, ενώ προσφέρουν κίνητρα για χρήση πλαστικού χρήματος, στο πλαίσιο των προσπαθειών για καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, του οργανωμένου εγκλήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Ωστόσο, με λίγες μόνο εξαιρέσεις, απέχουμε από το να δούμε «κοινωνίες χωρίς μετρητά» (cashless societies). Υπολογίζεται πάντως ότι για κάθε μείωση της χρήσης των μετρητών κατά 10%, η παραοικονομία συρρικνώνεται κατά περίπου 1%.
naftemporiki.gr