Τη μεγαλύτερη τραπεζική συμφωνία που πραγματοποιείται στις ΗΠΑ από τότε που ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008 σηματοδοτεί η εξαγορά της SunTrust Bank από την ΒΒ&Τ στην τιμή των 28 δισ. δολ., δημιουργώντας την έκτη μεγαλύτερη τράπεζα των ΗΠΑ. Την ίδια στιγμή, οι κορυφαίες αμερικανικές τράπεζες κέρδισαν 21 δισ. δολάρια από τη φορολογική μεταρρύθμιση του Αμερικανού προέδρου πέρυσι, καθώς ο τραπεζικός κλάδος επωφελήθηκε πολύ περισσότερο από άλλους από τη συγκεκριμένη πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ.
Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Τη μεγαλύτερη τραπεζική συμφωνία που πραγματοποιείται στις ΗΠΑ από τότε που ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008 σηματοδοτεί η εξαγορά της SunTrust Bank από την ΒΒ&Τ στην τιμή των 28 δισ. δολ., δημιουργώντας την έκτη μεγαλύτερη τράπεζα των ΗΠΑ. Την ίδια στιγμή, οι κορυφαίες αμερικανικές τράπεζες κέρδισαν 21 δισ. δολάρια από τη φορολογική μεταρρύθμιση του Αμερικανού προέδρου πέρυσι, καθώς ο τραπεζικός κλάδος επωφελήθηκε πολύ περισσότερο από άλλους από τη συγκεκριμένη πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ.
Ο νέος τραπεζικός όμιλος, που αποτιμάται γύρω στα 66 δισ. δολάρια, θα λειτουργεί με νέο όνομα και θα διακρατεί ενεργητικό αξίας 442 δισ. δολαρίων, δάνεια ύψους 301 δισ. δολαρίων και καταθέσεις 324 δισ. δολαρίων, έχοντας βασικό ανταγωνιστή την αμερικανική Bancorp με ενεργητικό 467 δισ. δολαρίων. Οι μέτοχοι της BB&T θα ελέγχουν το 57% του νέου ομίλου, ενώ της SunTrust το υπόλοιπο. Η συμφωνία, η οποία αναμένεται να ολοκληρωθεί στο τέταρτο τρίμηνο και να εξασφαλίσει την έγκριση των αρμόδιων ρυθμιστικών αρχών, θα περιορίσει τα έξοδα κατά 1,6 δισ. δολάρια έως το 2022.
Η συμφωνία λαμβάνει χώρα σε μία περίοδο που η κυβέρνηση Τραμπ προωθεί εκστρατεία για χαλάρωση του ρυθμιστικού πλαισίου για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, με το αιτιολογικό ότι ανακόπτει την επέκταση των τραπεζών και εντείνει τους ρυθμιστικούς ελέγχους στις μεγάλες τράπεζες. Επιπλέον, η μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος των ΗΠΑ που οδήγησε στη μείωση του εταιρικού φορολογικού συντελεστή απελευθέρωσε νέο κεφάλαιο και τώρα η Wall Street αναμένει νέο κύμα εξαγορών και συγχωνεύσεων στον τραπεζικό κλάδο.
Μέχρι το τέλος του έτους οι περισσότεροι από τους μεγαλύτερους πιστωτικούς ομίλους των ΗΠΑ ανταποκρίθηκαν ή και ξεπέρασαν τις αρχικές προβλέψεις όσον αφορά τη φορολογία. Κατά μέσο όρο οι τράπεζες «είδαν» τους φορολογικούς συντελεστές τους να μειώνονται κάτω από 19%, από το 28% που κατέβαλαν το 2016. Παρά το γεγονός όμως ότι μειώθηκε ο φορολογικός συντελεστής τους, πολλοί χρηματοπιστωτικοί όμιλοι περιέκοψαν χιλιάδες θέσεις εργασίας και κατέβασαν ταχύτητα στις χορηγήσεις δανείων τους. Η Bank of America περιέκοψε πέρυσι περίπου 4.900 θέσεις εργασίας, ενώ η Wells Fargo περίπου 4.000 θέσεις εργασίας. Η τράπεζα με τις περισσότερες περικοπές, της τάξης των 5.000, ήταν η Citigroup.
Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι εταιρικές φορολογικές μειώσεις δεν ευνόησαν ιδιαίτερα τις χορηγήσεις δανείων, που είναι και η βασική συνεισφορά των τραπεζών στην οικονομία. Παρότι οι μεγάλες αμερικανικές τράπεζες αύξησαν το συνολικό δανειακό τους χαρτοφυλάκιο 2,3% πέρυσι, πρόκειται για ρυθμό βραδύτερο από τον αντίστοιχο του 3,6% του 2017. Και αυτό επειδή τα αυξανόμενα επιτόκια αποθάρρυναν τις πωλήσεις κατοικιών και κάποιες άλλες δραστηριότητες.
Επίσης, ο τραπεζικός δείκτης KBW με τις μεγαλύτερες τράπεζες των ΗΠΑ υποχώρησε 20% πέρυσι, για να ανακάμψει φέτος ενισχυόμενος 13%, χάρη στην αύξηση των μερισμάτων και στα αποτελέσματα ρεκόρ. Όμως, η αύξηση των μερισμάτων υποδηλώνει ότι οι τράπεζες έχουν περιορισμένες δυνατότητες να συνεχίσουν να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους με κερδοφόρο τρόπο.
Κατεβάζει τον πήχη η Sosiete Generale
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η γαλλική Sosiete Generale μείωσε τον στόχο για την κερδοφορία της από τη στιγμή που επλήγη από την αναστάτωση των χρηματοοικονομικών αγορών στο τέταρτο τρίμηνο του 2018, βαδίζοντας στον ίδιο δρόμο με άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες. Η τρίτη μεγαλύτερη εισηγμένη τράπεζα της Γαλλίας ανακοίνωσε ότι τα έσοδά της μειώθηκαν 6,3% στο τέταρτο τρίμηνο του 2018 έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2017, στα 5,93 δισ. ευρώ. Περισσότερο από 50% μειώθηκαν και τα κέρδη της από τις δραστηριότητές της παροχής τραπεζικών υπηρεσιών σε επιχειρήσεις και την επενδυτική τραπεζική.