Ετήσια αύξηση της τάξης του 25% καταγράφουν τα μεγέθη της οικονομίας διαμοιρασμού, σύμφωνα με μελέτη που εκπόνησε η Grant Thornton για λογαριασμό του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου της Ελλάδος με τίτλο «Οικονομία διαμοιρασμού: Κοινωνικές επιπτώσεις και ρυθμιστικές παρεμβάσεις».
Ετήσια αύξηση της τάξης του 25% καταγράφουν τα μεγέθη της οικονομίας διαμοιρασμού, σύμφωνα με μελέτη που εκπόνησε η Grant Thornton για λογαριασμό του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου της Ελλάδος με τίτλο «Οικονομία διαμοιρασμού: Κοινωνικές επιπτώσεις και ρυθμιστικές παρεμβάσεις».
Βάσει της μελέτης, η οποία παρουσιάστηκε την Τρίτη 5 Φεβρουαρίου στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία», τα έσοδα ανήλθαν στα 1,9 δισ. ευρώ, ποσό που προσεγγίζει το 10% της ετήσιας τουριστικής δαπάνης.
Όπως δήλωσε στην τοποθέτησή του ο συντονιστής της μελέτης και Director, Business Consulting της Grant Thornton στην Ελλάδα, Παναγιώτης Πρόντζας, «ο στόχος της έρευνας ήταν να ποσοτικοποιηθούν οι κοινωνικές επιδράσεις της οικονομίας του διαμοιρασμού. Το ζήτημα είναι ιδιαίτερα σύνθετο και οφείλουμε ως κοινωνία να διερευνήσουμε αν υπάρχουν ομάδες του πληθυσμού που επηρεάζονται αρνητικά από τη μεγέθυνση αυτού του φαινομένου».
Σύμφωνα με τον κ. Πρόντζα, η έρευνα διαπίστωσε ότι πράγματι υπάρχει ένα ζήτημα εκτοπισμού (crowding out effect) των μακροχρόνιων μισθώσεων από τις βραχυχρόνιες, ενώ συγχρόνως καταγράφεται αύξηση στις τιμές των ενοικίων στις μακροχρόνιες μισθώσεις στις περιοχές όπου οι βραχυχρόνιες μισθώσεις είναι ιδιαίτερα αυξημένες. «Πέραν αυτών απώλειες καταγράφονται σε επίπεδο δημοσίων εσόδων (σε σύγκριση με εκείνα που θα υπήρχαν εάν η εν λόγω δαπάνη κατευθυνόταν στα ξενοδοχεία) και σε επίπεδο θέσεων εργασίας, ενώ δημιουργούνται και περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Όλα αυτά απαιτούν να τεθεί το ζήτημα της οικονομίας διαμοιρασμού μέσα στο δημόσιο διάλογο και να διερευνηθούν οι απαραίτητες ρυθμιστικές παρεμβάσεις προκειμένου να περιοριστούν οι αρνητικές επιπτώσεις», συμπλήρωσε ο ίδιος.
Το μέγεθος οικονομίας διαμοιρασμού στον τουρισμό και οι επιπτώσεις του
Τα αποτελέσματα της μελέτης κατέδειξαν ότι το δυναμικό μοντέλο διάθεσης και κατανάλωσης υπηρεσιών και αγαθών της οικονομίας διαμοιρασμού αντιπροσωπεύει περίπου 1,9 δισ. ευρώ του τουριστικού κλάδου (10% της τουριστικής δαπάνης). Σύμφωνα με την Grant Thornton, δεδομένου ότι η οικονομία διαμοιρασμού αποτελεί ένα σταδιακά αυξανόμενο μέγεθος, εκτιμάται πως θα προκαλέσει επιδράσεις τόσο στην τουριστική αγορά όσο και σε συνδεόμενες αγορές.
Στη μελέτη σημειώνεται ότι η οικονομία διαμοιρασμού του τουριστικού κλάδου επηρεάζει άμεσα την αγορά ακινήτων και τα δημόσια έσοδα, φέρει περιβαλλοντικές επιπτώσεις ενώ ασκεί επίδραση και στην αγορά εργασίας. Παράλληλα, προκαλεί πρόσθετες επιδράσεις, ειδικά σε επίπεδο αστικής «φυσιογνωμίας» (αστικού τοπίου) και κοινωνικής συμβίωσης. Σύμφωνα με τη μελέτη οι επιπτώσεις έχουν ως εξής:
Το πεδίο ρυθμιστικής παρέμβασης και οι περαιτέρω δυνατότητες
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη σημαντική μεγέθυνση που καταγράφει η οικονομία διαμοιρασμού και το φαινόμενο των βραχυπρόθεσμων μισθώσεων, διεθνείς οργανισμοί και φορείς έχουν επισημάνει την ανάγκη εμβάθυνσης του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει το φαινόμενο, όπως επισημαίνει η Grant Thornton. Στο πλαίσιο αυτό έχουν θεσπιστεί οι εξής κατευθυντήριες γραμμές:
Συνεπώς, κατά τη Grant Thornton, απαιτείται η θέσπιση ενός νομοθετικού πλαισίου με σαφείς κανόνες λειτουργίας, το οποίο θα περιλαμβάνει μηχανισμούς παρακολούθησης της εφαρμογής των κανονιστικών ρυθμίσεων που τίθενται και θα προβλέπει τη συνεργασία των ρυθμιστικών αρχών με διαμεσολαβητές υπηρεσιών οικονομίας διαμοιρασμού.
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της μελέτης της Grant Thornton, ο πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου της Ελλάδος κ. Αλέξανδρος Βασιλικός, τόνισε πως «έχοντας επισημάνει ήδη από το 2012 τις αρνητικές συνέπειες του φαινομένου όταν εξελίσσεται ανεξέλεγκτα, σήμερα καταδεικνύουμε τα τεράστια κοινωνικά προβλήματα που δημιουργούνται. Δεν είναι τι χάνουν οι ξενοδόχοι, είναι τι χάνει η κοινωνία, όσο η συγκεκριμένη δραστηριότητα παραμένει επί της ουσίας χωρίς ρύθμιση και έλεγχο εφαρμογής των ρυθμίσεων. Η φορολόγηση δεν επιλύει κοινωνικά προβλήματα. Γι’ αυτό και θεωρούμε υποχρέωσή μας να ξεκινήσουμε άμεσα έναν ευρύ κοινωνικό διάλογο με φορείς και συλλογικότητες της κοινωνίας των πολιτών στη βάση των συμπερασμάτων της μελέτης και πολύ σύντομα να καταθέσουμε συγκεκριμένες εφαρμόσιμες προτάσεις, με γνώμονα την κοινωνία και τις ανάγκες της».