Όταν το 2016 οι Βρετανοί αποφάσισαν την έξοδο τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση αιφνιδιάζοντας τους περισσότερους, η αγορά αντέδρασε με έναν φαινομενικά παράδοξο τρόπο. Οι βρετανικές μετοχές επιδόθηκαν σε εντυπωσιακό ράλι. Ήταν βεβαίως η ραγδαία υποτίμηση της στερλίνας εκείνη που τους έδινε ώθηση. Σήμερα, όμως, με την αγωνία για τη μορφή, που θα λάβει το Brexit να έχει χτυπήσει κόκκινο, οι μετοχές δεν βρίσκουν στηρίγματα. Οι επενδυτές πιστεύουν πως ούτε η αδύναμη στερλίνα μπορεί να τις σώσει εάν ένα no deal πλήξει καίρια την οικονομία, που ήδη δοκιμάζεται.
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Όταν το 2016 οι Βρετανοί αποφάσισαν την έξοδο τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση αιφνιδιάζοντας τους περισσότερους, η αγορά αντέδρασε με έναν φαινομενικά παράδοξο τρόπο. Οι βρετανικές μετοχές επιδόθηκαν σε εντυπωσιακό ράλι. Ήταν βεβαίως η ραγδαία υποτίμηση της στερλίνας εκείνη που τους έδινε ώθηση. Σήμερα, όμως, με την αγωνία για τη μορφή, που θα λάβει το Brexit να έχει χτυπήσει κόκκινο, οι μετοχές δεν βρίσκουν στηρίγματα. Οι επενδυτές πιστεύουν πως ούτε η αδύναμη στερλίνα μπορεί να τις σώσει εάν ένα no deal πλήξει καίρια την οικονομία, που ήδη δοκιμάζεται.
Σύμφωνα με στοιχεία της EPFR Global, που δημοσιεύει η Wall Street Journal, οι επενδυτές αποσύρουν χρήματα από τα τα μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια της Βρετανίας επί 10 διαδοχικούς μήνες. Παράλληλα στην έρευνα Ιανουαρίου της Bank of America Merrill Lynch οι διεθνείς διαχειριστές κεφαλαίων προσδιορίζουν τη Βρετανία ως τη λιγότερο ελκυστική περιοχή για επενδύσεις.
Πολλοί φοβούνται ότι με την κυβέρνηση Μέι να αδυνατεί να παρουσιάσει ένα σχέδιο, που θα πείθει όχι μόνο την Βουλή, αλλά και τους Ευρωπαίους, δεν θα αποφευχθεί τελικά αυτό που όλοι απεύφονται. Μία έξοδος χωρίς συμφωνία στις 29 Μαρτίου. Τα προβλήματα στις εμπορικές συναλλαγές και στις μεταφορές είναι δεδομένα σε μία τέτοια περίπτωση και αυτά δεν θα αργήσουν να μεταφραστούν σε αναταράξεις στις διεθνείς αγορές. Στο στόχαστρο θα βρεθεί συνολικά το βρετανικό ενεργητικό και όχι μόνο το νόμισμα της χώρας, προειδοποιούν αναλυτές.
Μάλιστα όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει στην WSJ ο Κρίστοφερ Μέιχον της Barings οι βρετανικές μετοχές είναι σε κάθε περίπτωση χαμένες. «Εάν έχεις ένα σενάριο no deal, προφανώς ο FTSE 100 δεν θα έχει καλή επίδοση. Αν έχεις συμφωνία και ανατίμηση της στερλίνας, τότε το ισχυρό νόμισμα είναι εμπόδιο στον FTSE 100» εξηγεί και συμπληρώνει: «Γιατί λοιπόν να αγγίξεις τον FTSE 100 πριν από την ημέρα του Brexit»;
Περίπου το 66% των εσόδων των επιχειρήσεων που φιγουράρουν στον βασικό βρετανικό δείκτη προέρχονται από το εξωτερικό, σύμφωνα με την FactSet. Kαι αυτό εξηγεί εν πολλοίς γιατί ένα ισχυρό νόμισμα, που καθιστά λιγότερο ανταγωνιστικές τις εξαγωγές, πλήττει αντί να στηρίζει τις μετοχές. Ωστόσο η σχέση αυτή θα είναι το τελευταίο που θα απασχολεί τους επενδυτές σε περίπτωση που γίνει πραγματικότητα ένα εφιαλτικό σενάριο. Τότε η φυγή θα είναι μαζική.
Ουσιαστικά οι βρετανικές αγορές βρίσκονται αυτή την στιγμή χωρίς έναν μηχανισμό προστασίας, χωρίς ένα backstop, ανάλογο με εκείνο, που έχει αναδειχθεί στο μεγάλο αγκάθι της διαπραγμάτευσης ανάμεσα στη Μέι, τους βουλευτές και τις Βρυξέλλες.
Tο ρευστό πολιτικό τοπίο και η αβεβαιότητα για την επόμενη ημέρα των σχέσεων Βρετανίας- Ε.Ε. έχουν αρχίσει να κάνουν αισθητό τον αντίκτυπό τους και στην πραγματική οικονομία, που έως τώρα είχε διαψεύσει τις Κασσάνδρες και τα είχε πάει πολύ καλύτερα από ό,τι οι αναλυτές προέβλεπαν και οι αγορές φοβούνταν μετά το δημοψήφισμα του 2016.
Ύστερα από 2,5 χρόνια χάους και αδυναμίας συγκρότησης ενός σοβαρού σχεδίου, οι επιχειρήσεις- ξένες και βρετανικές- οργανώνουν τη μεταφορά δραστηριοτήτων τους στο εξωτερικό και ολόκληροι κλάδοι πέφτουν σε τέλμα. Η σουηδική SKF ανακοίνωσε ότι θα κλείσει ένα εργοστάσιο της 125 χιλόμετρα έξω από το Λονδίνο έως το 2021 και θα χαθούν έτσι 185 θέσεις εργασίας, ενώ η Nissan ανακοίνωσε ότι εγκαταλείπει τα σχέδια για νέα γραμμή παραγωγής. Είναι δύο «καμπανάκια» για τα όσα πολύ πιο σοβαρά μπορεί να ακολουθήσουν.
Ο κατασκευαστικός τομέας «πάγωσε» τον Ιανουάριο, ενώ το ίδιο συνέβη και με τον κυρίαρχο στη βρετανική οικονομία τομέα υπηρεσιών.
Σύμφωνα με την μηνιαία έρευνα της IHS Markit ο δείκτης PMI για τις υπηρεσίες υποχώρησε τον Ιανουάριο στις 50,1 μονάδες, τα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 2,5 ετών, έναντι προβλέψεων ότι θα διαμορφωθεί στις 51 μονάδες. Βρίσκεται έτσι μία ανάσα από το όριο, που διακρίνει την επέκταση από την συρρίκνωση του κλάδου.
Οι επιχειρήσεις δηλώνουν ότι αδυνατούν πια να ξεκινήσουν νέα σχέδια, καθώς και ότι οι πελάτες τους είναι σαφώς πιο επιφυλακτικοί στις δαπάνες τους εξαιτίας της ασάφειας για την μορφή, που θα λάβει η αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.