Με τις ανησυχίες για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας να εντείνονται, αλλά και τις κεντρικές τράπεζες να στέλνουν το μήνυμα ότι τα όρια της νομισματικής πολιτικής εξαντλούνται, το μεγάλο ερώτημα είναι τι θα κάνουν τώρα οι κυβερνήσεις για να στηρίξουν την ανάπτυξη. Η συζήτηση περιορίζεται συνήθως γύρω από τις επόμενες κινήσεις του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ και του Σι Τζινπίγνκ στην Κίνα, των ηγετών δηλαδή των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη. Ωστόσο, πληθαίνουν οι φωνές εκείνων, που ζητούν άμεση δράση συνολικά από τις οικονομίες των μεγάλων πλεονασμάτων.
Με τις ανησυχίες για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας να εντείνονται, αλλά και τις κεντρικές τράπεζες να στέλνουν το μήνυμα ότι τα όρια της νομισματικής πολιτικής εξαντλούνται, το μεγάλο ερώτημα είναι τι θα κάνουν τώρα οι κυβερνήσεις για να στηρίξουν την ανάπτυξη. Η συζήτηση περιορίζεται συνήθως γύρω από τις επόμενες κινήσεις του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ και του Σι Τζινπίγνκ στην Κίνα, των ηγετών δηλαδή των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη. Ωστόσο, πληθαίνουν οι φωνές εκείνων, που ζητούν άμεση δράση συνολικά από τις οικονομίες των μεγάλων πλεονασμάτων.
Ενδεικτική είναι νέα ανάλυση της Capital Economics, στην οποία επισημαίνεται ότι οι χώρες με τεράστια εμπορικά πλεονάσματα λειτουργούν ως βαρίδι για την παγκόσμια ζήτηση. Και εκείνες με μεγάλα ελλείμματα έρχονται να καλύψουν το κενό. Την τελευταία δεκαετία τον ρόλο αυτό διαδραματίζουν οι ΗΠΑ, με μερική βοήθεια από τη Βρετανία και ορισμένες αναδυόμενες οικονομίες της Λατινικής Αμερικής και της Ευρώπης, εξηγεί ο Neil Shearing, Group Chief Economist της CE. Αυτή η κατάσταση, όμως, καθιστά την παγκόσμια οικονομία εξαιρετικά ευάλωτη στις όποιες αναταράξεις βιώνουν οι ελλειμματικές οικονομίες.
Το αθροιστικό πλεόνασμα των μεγάλων «αποταμιευτών» του πλανήτη είναι σήμερα μικρότερο από ο,τι την περίοδο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης (2008-09), ενώ και ο χάρτης των χωρών με τα μεγαλύτερα πλεονάσματα έχει αλλάξει. Τα ασιατικά πλεονάσματα έουν περιριστεί, ενώ εκείνα των χωρών του Αραβικού Κόλπου έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Την ίδια ώρα η Ευρωζώνη ως σύνολο έχει περάσει από έλλειμμα σε πλεόνασμα- με την Γερμανία «οδηγό» βεβαίως. Το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Capital Economics, αντιστοιχεί σήμερα στο 8% του ΑΕΠ της.
Συνολικά τα πλεονάσματα οχτώ χωρών (Κίνας, Ιαπωνίας, Ταϊβάν, Κορέας, Ταϋλάνδης, Σιγκαπούρης, Γερμανίας και Ολλανδίας) καλύπτουν περισσότερο από το 1% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Εάν μειώσουν τα πλεονάσματά τους στο μισό, η άμεση τόνωση της παγκόσμιας ζήτησης θα είναι 0,5% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Και εάν αναλογιστεί κανείς ότι για να το κάνουν αυτό θα αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες, η συμβολή στους ρυθμούς ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας θα είναι πολλαπλάσια.
Υπενθυμίζεται ότι η Γερμανία έχει βρεθεί επανειλημμένα στο στόχαστρο του Ντόναλντ Τραμπ για το μεγάλο εμπορικό πλεόνασμά της. Την έχει μάλιστα κατηγορήσει για χειραγώγηση του ευρώ. Και δεν είναι μόνο ο Τραμπ που εξαπολύει πυρά κατά του Βερολίνου. Ακόμη και εκείνοι που δεν συμμερίζονται τα περί χειραγώγησης νομίσματος επισημαίνουν ότι το ταγκό των ανισορροπιών θέλει δύο. Τα υψηλά ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών των χωρών του Νότου θρέφονται από το γερμανικό πλεόνασμα. Η Κομισιόν και το ΔΝΤ έχουν επανειλημμένα καλέσει τη Γερμανία να λάβει μέτρα για την τόνωση της εσωτερικής ζήτησης, ενώ το θέμα έχει απασχολήσει ουκ ολίγες φορές και τις συνόδους του G20.
naftemporiki.gr