Στους εργοδότες περνάει η πρωτοβουλία των κινήσεων όσον αφορά την εφαρμογή της απόφασης για την αύξηση του κατώτατου μισθού, αλλά και την κατάργηση του υποκατώτατου. Μέχρι το τέλος του μήνα θα αποτυπωθεί στις καταστάσεις που θα σταλούν στον ΕΦΚΑ το κατά πόσον η αύξηση θα «περάσει» στους εργαζόμενους ή αν θα επιβεβαιωθούν (και σε ποιο βαθμό) οι ανησυχίες περί πιθανού κύματος απολύσεων ή μετατροπής συμβάσεων από πλήρους σε μερικής απασχόλησης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Στους εργοδότες περνάει η πρωτοβουλία των κινήσεων όσον αφορά την εφαρμογή της απόφασης για την αύξηση του κατώτατου μισθού, αλλά και την κατάργηση του υποκατώτατου. Μέχρι το τέλος του μήνα θα αποτυπωθεί στις καταστάσεις που θα σταλούν στον ΕΦΚΑ το κατά πόσον η αύξηση θα «περάσει» στους εργαζόμενους ή αν θα επιβεβαιωθούν (και σε ποιο βαθμό) οι ανησυχίες περί πιθανού κύματος απολύσεων ή μετατροπής συμβάσεων από πλήρους σε μερικής απασχόλησης.
Στην κυβέρνηση εμφανίζονται καθησυχαστικοί. Η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου δήλωσε και χθες (σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα «Νέα Σελίδα») ότι «κεντρικό ρόλο αναλαμβάνει το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας που παρεμβαίνει στους χώρους δουλειάς και ελέγχει την τήρηση των κανόνων, μεταξύ αυτών και την πληρωμή του νέου αυξημένου κατώτατου μισθού». Από την άλλη, ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος (ο οποίος παραχώρησε συνέντευξη στην «Αυγή της Κυριακής») υποστήριξε ότι η αύξηση της ζήτησης που θα προκύψει από τη θετική μεταβολή του κατώτατου μισθού θα λειτουργήσει θετικά για την οικονομία: «Δεξιοί οικονομολόγοι προσπαθούν εδώ και χρόνια να αποδείξουν μια ισχυρή συσχέτιση ανάμεσα στην αύξηση του κατώτατου μισθού και τη μείωση της απασχόλησης, αλλά οι εμπειρικές μελέτες τους διαψεύδουν διαρκώς».
Η επίπτωση από την αύξηση του κατώτατου μισθού εξαρτάται άμεσα από τις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί μετά την πολυετή κρίση στην αγορά εργασίας αλλά και τον «χάρτη» των εργοδοτών. Ο συνδυασμός των στατιστικών που δημοσιεύουν τόσο ο ΕΦΚΑ (μέσω της συγκέντρωσης των στοιχείων από τις Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις) όσο και το υπουργείο Οικονομικών μέσω της υποβολής των φορολογικών δηλώσεων δείχνουν ότι:
- Από ένα σύνολο 282.508 εργοδοτών (σ.σ.: τόσοι εμφανίζονται στα αρχεία του ΕΦΚΑ να απασχολούν έστω και έναν εργαζόμενο) στους οποίους αναλογούν 2,3 εκατομμύρια θέσεις εργασίας πλήρους ή και μερικής απασχόλησης, μόλις οι 39.198 εργοδότες (δηλαδή το 13,85% του συνόλου) απασχολούν περισσότερα από 10 άτομα προσωπικό. Επίσης, είναι σαφές ότι οι «μικροί» εργοδότες είναι αυτοί που προσφέρουν και τις περισσότερες θέσεις μερικής απασχόλησης, αλλά και σαφώς χαμηλότερους μισθούς σε σχέση με τους μεγάλους εργοδότες. Άρα, προκύπτει ότι το βάρος για την εφαρμογή των αυξήσεων στους κατώτατους μισθούς θα πέσει κατά κύριο λόγο στις πολύ μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες και θα κληθούν να λάβουν υπόψη όλα τα νέα δεδομένα: την αύξηση των μισθών από τη μία, αλλά και τα προγράμματα ενίσχυσης της απασχόλησης από την άλλη, με έμφαση στο πρόγραμμα επιδότησης εργοδοτικών εισφορών για τη διατήρηση ή τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης κυρίως σε ό,τι αφορά τους νέους ηλικίας κάτω των 25 ετών.
- Η μεγάλη πλειονότητα των εργοδοτών εμφάνισε ζημιές στις φορολογικές δηλώσεις των προηγούμενων ετών. Σε σύνολο περίπου 251.400 νομικών προσώπων τα 158.380 ή το 63% δηλώνουν ζημιές ή μηδενικό αποτέλεσμα. Βέβαια, η φορολογική δήλωση των νομικών προσώπων δεν αποτυπώνει πάντοτε την πραγματική οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων. Οι ζημιές ή τα μηδενικά αποτελέσματα μπορεί να είναι απόρροια φοροδιαφυγής ή και αυξημένων αποσβέσεων και να μην έχουν άμεση συσχέτιση με την πραγματική οικονομική κατάσταση των εργοδοτών. Σε κάθε περίπτωση, οι συνθήκες ρευστότητας στις επιχειρήσεις -ειδικά τις μικρές- θα παίξουν καθοριστικό ρόλο σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα «περάσει» στην αγορά η αύξηση του κατώτατου μισθού.
Ο «χάρτης» των εργοδοτών
Τα στατιστικά στοιχεία που αποτυπώνουν και τον «χάρτη» των εργοδοτών συγκεντρώνονται κατά κύριο λόγο από τον ΕΦΚΑ, ο οποίος μέσω των Αναλυτικών Περιοδικών Δηλώσεων συγκεντρώνει στοιχεία και για τον αριθμό των εργαζομένων αλλά και για τους μισθούς ή τα ημερομίσθια που καταβάλλονται.
- Στις λεγόμενες μικρές επιχειρήσεις της χώρας (δηλαδή αυτές που απασχολούν κάτω από 10 άτομα προσωπικό η καθεμία) απασχολούνται σήμερα 608.959 εργαζόμενοι (307.643 άνδρες και 301.316 γυναίκες). Από αυτούς, οι 276.762 είναι μερικώς απασχολούμενοι (123.206 άνδρες και 154.556 γυναίκες), ενώ οι πλήρως απασχολούμενοι είναι 332.197 (184.437 άνδρες και 147.760 γυναίκες). Δηλαδή, παρά το γεγονός ότι οι μικρές επιχειρήσεις είναι αισθητά περισσότερες συγκριτικά με τους «μεγάλους εργοδότες» τα μερίδιά τους στη συνολική απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα είναι πολύ μικρά. Έτσι, το μερίδιο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στη συνολική απασχόληση περιορίζεται (με κριτήριο τον αριθμό των εργαζομένων) στο 26,3%, ενώ διαμορφώνεται στο 20,26% αν η έρευνα περιοριστεί στη «δεξαμενή» των πλήρως απασχολούμενων. Στη μερική απασχόληση όμως οι μικρές επιχειρήσεις έχουν πολύ μεγάλο μερίδιο, το οποίο πλησιάζει στο 40,94% (40,61% για τους άνδρες και 41,21% για τις γυναίκες).
- Το μεγαλύτερο ποσοστό των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα απασχολείται στις λεγόμενες μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας οι οποίες απασχολούν περισσότερα από 10 άτομα προσωπικό. Στη συγκεκριμένη κατηγορία απασχολούνται συνολικά 1.706.343 άτομα με βάση τα επίσημα στοιχεία του ΕΦΚΑ (916.832 άνδρες και 789.511 γυναίκες). Οι πλήρως απασχολούμενοι είναι 1.639.327 (921.120 άνδρες και 718.207 γυναίκες), ενώ οι μερικώς απασχολούμενοι είναι 675.975 (303.355 άνδρες και 372.620 γυναίκες). Έτσι, το μερίδιο των μεγάλων εργοδοτών στη συνολική απασχόληση διαμορφώνεται στο 73,7% (74,88% για τους άνδρες και 72,38% για τις γυναίκες), αυξάνεται δε στο 79,74% όταν πρόκειται για πλήρη απασχόληση και περιορίζεται στο 59,06% όσον αφορά τη μερική απασχόληση.
- Οι μέσες αποδοχές στις επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερα από 10 άτομα προσωπικό διαμορφώθηκαν (με βάση τα στοιχεία Μαΐου 2018) στα 547,62 ευρώ μικτά, δηλαδή χαμηλότερα από τον κατώτατο μισθό που είχε διαμορφωθεί μέχρι και τον Ιανουάριο του 2018 (586 ευρώ μικτά). Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το σύνολο των εργαζομένων στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις αμείβεται με βάση τον κατώτατο μισθό. Είναι όμως δεδομένο ότι πολύ μεγάλος αριθμός εκ των περίπου 600.000 εργαζομένων που -με βάση το υπουργείο Εργασίας- θα πρέπει να πάρουν αύξηση στο τέλος του μήνα θα πρέπει να αναζητηθεί στη συγκεκριμένη ομάδα των εργοδοτών. Τα αναλυτικά στοιχεία για τους μισθούς στους μικρομεσαίους είναι αποκαλυπτικά. Για τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης ο μέσος μισθός διαμορφώθηκε τον περασμένο Μάιο στα 735,64 ευρώ μικτά. Οι άνδρες κινήθηκαν σε λίγο υψηλότερα επίπεδα (768,14 ευρώ) και οι γυναίκες έπεσαν κάτω από το όριο των 700 ευρώ (για την ακρίβεια 695,07 ευρώ). Στη μερική απασχόληση, ο μέσος μικτός μισθός περιορίστηκε στα 320,62 ευρώ, με τους άνδρες να εισπράττουν 326,05 ευρώ και τις γυναίκες 315,72 ευρώ. Τόσο για τους άνδρες όσο για τις γυναίκες ο μέσος όρος διαμορφώνεται πολύ κοντά στα ελάχιστα επιτρεπόμενα επίπεδα που προέβλεπε μέχρι τώρα ο νόμος. Για έναν εργαζόμενο 4ωρης απασχόλησης, ο μικτός μισθός δεν μπορούσε να είναι χαμηλότερος από τα 294 ευρώ χωρίς να προσμετράται καμία τριετία ή το επίδομα γάμου.
Δεδομένης και της μεγάλης «συμμετοχής» της μερικής απασχόλησης στις τάξεις των μικρομεσαίων, εύλογα προκύπτει και ο χαμηλός μέσος όρος αμοιβών στα 547,62 ευρώ ή στα 591,83 ευρώ για τους άνδρες και στα 502,46 ευρώ για τις γυναίκες.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η αναλογία του μέσου μισθού που προσφέρουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις ως προς τον μέσο μισθό που ισχύει για το σύνολο της χώρας. Στην πλήρη απασχόληση, ο μέσος μισθός των μικρομεσαίων υπολείπεται κατά 35% του μέσου μισθού της χώρας (36% για τους άνδρες και 33% για τις γυναίκες), ενώ στη μερική απασχόληση η αρνητική διαφορά περιορίζεται στο 16% (11% για τους άνδρες και 19% για τις γυναίκες). Όσον αφορά το σύνολο, ο μισθός στους μικρομεσαίους είναι κατά 40% χαμηλότερος ως προς τον μέσο μισθό της χώρας, καθώς διαμορφώνεται στα 547 ευρώ έναντι 913 ευρώ που είναι -με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία- ο εθνικός μέσος όρος.
- Στους μεγάλους εργοδότες -οι οποίοι και απασχολούν περισσότερα από 10 άτομα προσωπικό- η κατάσταση είναι πολύ καλύτερη. Ο μέσος μισθός της πλήρους απασχόλησης διαμορφώνεται στα 1.232 ευρώ και είναι υπερδιπλάσιος του κατώτατου μισθού. Στους άνδρες ανεβαίνει ακόμη περισσότερο, στα 1.308,48 ευρώ, ενώ στις γυναίκες περιορίζεται στα 1.133,25 ευρώ.
Ακόμη και στη μερική απασχόληση φαίνεται να υπάρχει μεγάλη απόσταση σε σχέση με τον κατώτατο: ο μέσος όρος για τις επιχειρήσεις με περισσότερα από 10 άτομα προσωπικό διαμορφώνεται στα 421,25 ευρώ, με τους άνδρες να εισπράττουν 397,17 ευρώ κατά μέσο όρο και τις γυναίκες να έχουν μέσο όρο της τάξεως των 441,05 ευρώ. Έτσι, ο μέσος μισθός ανέρχεται στα 1.043,42 ευρώ, με τους άνδρες να εισπράττουν 1.130,63 ευρώ και τις γυναίκες 942,14 ευρώ. Οι μισθοί που δίνουν οι μεγάλες επιχειρήσεις ανεβάζουν τον μέσο όρο της χώρας όπως προκύπτει και από τα στατιστικά στοιχεία. Έτσι, οι μισθοί πλήρους απασχόλησης είναι κατά 9% μεγαλύτεροι του εθνικού μέσου όρου (1.232 ευρώ έναντι 1.131 ευρώ), ενώ οι μισθοί μερικής απασχόλησης είναι κατά 11% μεγαλύτεροι (421 ευρώ έναντι 379 ευρώ). Στο σύνολο, οι μισθοί των μεγάλων εργοδοτών είναι αυξημένοι κατά 14% συγκριτικά με τον εθνικό μέσο όρο.
Οι εργαζόμενοι ανά επιχείρηση
Το αν θα επιβεβαιωθεί ή όχι ο φόβος περί απολύσεων ή μετατροπής συμβάσεων εργασίας από πλήρους σε μερικής απασχόλησης, εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό και από τον τρόπο λειτουργίας της κάθε επιχείρησης. Για παράδειγμα, ο αριθμός των εργοδοτών που απασχολούν λιγότερους από 10 μισθωτούς ανέρχεται στους 232.549 και σε αυτούς απασχολούνται 589.869 διαφορετικά φυσικά πρόσωπα (298.351 άνδρες και 291.518 γυναίκες). Δηλαδή, με δεδομένο ότι και ο ίδιος ο εργοδότης προσμετράται στους απασχολούμενους της επιχείρησης, προκύπτει η εξής αναλογία: σε κάθε επιχείρηση, απασχολείται ο ίδιος ο εργοδότης και άλλος ένας ή το πολύ δύο εργαζόμενοι. Με τόσο χαμηλή αναλογία, είναι πολύ δύσκολο να ληφθεί η απόφαση για απόλυση ή ακόμη και μετατροπή της σύμβασης από πλήρη σε μερική απασχόληση, καθώς τίθεται θέμα λειτουργίας της επιχείρησης. Μεγαλύτερος φαίνεται να είναι στην προκειμένη περίπτωση ο κίνδυνος για μαύρη και αδήλωτη εργασία, κάτι που σημαίνει ότι θα είναι αυξημένος και ο ρόλος της Επιθεώρησης Εργασίας προκειμένου να εντοπίσει παραβατικές συμπεριφορές και ειδικά αδήλωτες ώρες εργασίας.
Στους μεγάλους εργοδότες η αναλογία είναι σαφώς μεγαλύτερη. Οι 39.198 επιχειρήσεις με περισσότερα από 10 άτομα προσωπικό, απασχολούν συνολικά 1.623.735 διαφορετικά φυσικά πρόσωπα, κάτι που σημαίνει ότι ανά εργοδότη αντιστοιχούν περίπου 41 εργαζόμενοι.
Ο υποκατώτατος μισθός
Πολύ μεγάλη συζήτηση έχει γίνει για τις πιθανές επιπτώσεις από την κατάργηση του λεγόμενου υποκατώτατου μισθού, ο οποίος αφορούσε μέχρι και την 31η Ιανουαρίου τους εργαζόμενους που δεν έχουν συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας τους. Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία του ΕΦΚΑ, το σύνολο των εργαζομένων αυτής της κατηγορίας στον ιδιωτικό τομέα ανέρχεται στα 226.666 άτομα σε σύνολο 2,206 εκατομμυρίων μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα, κάτι που σημαίνει ότι μόλις ο ένας στους 10 (για την ακρίβεια το ποσοστό διαμορφώνεται στο 10,27%) ανήκει στην ηλικιακή ομάδα των κάτω των 25. Φυσικά, δεν είναι δεδομένο ότι το σύνολο των 226.666 εργαζομένων αμειβόταν μέχρι τώρα με βάση τον υποκατώτατο μισθό, καθώς χιλιάδες νέοι απασχολούνται σε εργοδότες όπου έχουν υπογραφεί επιχειρησιακές ή κλαδικές συμβάσεις οι οποίες και προβλέπουν υψηλότερες αποδοχές. Η συζήτηση για τον υποκατώτατο μισθό πήρε διαστάσεις λόγω της σημαντικής αύξησης που επέρχεται στον μισθό των εργαζομένων της συγκεκριμένης κατηγορίας. Έτσι, οι μικτές αποδοχές αυξάνονται από τα 510,95 ευρώ στα 650 ευρώ και οι καθαρές αποδοχές από τα 429 ευρώ στα 546,07 ευρώ. Δηλαδή, οι καθαρές αποδοχές αυξάνουν κατά 117,07 ευρώ ή κατά 27,3%, ενώ το εργοδοτικό κόστος αυξάνεται κατά 173,91 ευρώ μηνιαίως ή κατά 2.434 ευρώ σε ετήσια βάση υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι ο εργαζόμενος απασχολείται με πλήρες 8ωρο.