H αποτύπωση της αύξησης του κατώτατου μισθού στα πραγματικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας είναι το μεγάλο «στοίχημα» της επόμενης μέρας. Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, για τη χρηματοδότηση των συνεπειών από την αύξηση του κατώτατου και την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού θα απαιτηθούν περίπου 1-1,2 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 0,5%-0,7% του ΑΕΠ. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του ποσού θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί από τους εργοδότες που αμείβουν τους εργαζομένους τους με βάση τον κατώτατο μισθό, ενώ περίπου 100-150 εκατ. ευρώ θα βαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό καθώς θα απαιτηθούν για την χρηματοδότηση της αύξησης των επιδομάτων που συνδέονται με τον κατώτατο μισθό και ειδικά του επιδόματος ανεργίας.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
H αποτύπωση της αύξησης του κατώτατου μισθού στα πραγματικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας είναι το μεγάλο «στοίχημα» της επόμενης μέρας. Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, για τη χρηματοδότηση των συνεπειών από την αύξηση του κατώτατου και την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού θα απαιτηθούν περίπου 1-1,2 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 0,5%-0,7% του ΑΕΠ. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του ποσού θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί από τους εργοδότες που αμείβουν τους εργαζομένους τους με βάση τον κατώτατο μισθό, ενώ περίπου 100-150 εκατ. ευρώ θα βαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό καθώς θα απαιτηθούν για την χρηματοδότηση της αύξησης των επιδομάτων που συνδέονται με τον κατώτατο μισθό και ειδικά του επιδόματος ανεργίας.
Τα ερωτήματα που θα πρέπει να απαντηθούν το επόμενο χρονικό διάστημα είναι πολύ συγκεκριμένα. Πρώτον, πρέπει να φανεί αν οι εργοδότες θα ανταποκριθούν -και σε τι βαθμό- στην υποχρέωση αύξησης των αποδοχών. Ένας από τους προβληματισμούς που διατυπώνεται έντονα είναι αν στην προσπάθεια να συγκρατήσουν την αύξηση του μισθολογικού κόστους, οδηγηθούν είτε σε απολύσεις είτε σε μετατροπές συμβάσεων από πλήρους σε μερικής απασχόλησης. Το δεύτερο ερώτημα είναι αν τα χρήματα που θα εισπράξουν οι εργαζόμενοι ως αύξηση στις αποδοχές τους θα «πέσουν στην αγορά», τονώνοντας την εσωτερική ζήτηση και την κατανάλωση, ή αν θα «χαθούν» σε αποπληρωμές οφειλών προς τις τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία. Και το τρίτο ερώτημα είναι αν η αύξηση του κατώτατου μισθού θα οδηγήσει τελικώς σε συνολικό κύμα διεκδίκησης αυξήσεων στην αγορά.
Το αμέσως προσεχές χρονικό διάστημα το ενδιαφέρον του οικονομικού επιτελείου θα επικεντρωθεί σε μια σειρά οικονομικών μεγεθών στα οποία και αναμένεται να αποτυπωθούν άμεσα οι συνέπειες από την αύξηση του κατώτατου μισθού. Τα οικονομικά μεγέθη είναι τα εξής:
1 Η πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Προσπάθεια προσέγγισης της επίπτωσης από την αύξηση του κατώτατου μισθού στην πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης και κατά συνέπεια στο ΑΕΠ (σ.σ.: το 70% του ΑΕΠ στην Ελλάδα εξακολουθεί να αποτελείται από την ιδιωτική κατανάλωση) έγινε από τον ομότιμο καθηγητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Σάββα Ρομπόλη. Η επίπτωση στο ΑΕΠ εκτιμάται στο 0,6% υπό την παραδοχή ότι το 80% από την αύξηση του κατώτατου μισθού θα καταναλωθεί και το 20% θα αποταμιευτεί ή θα διοχετευτεί για πληρωμές ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων. Για να φανεί βέβαια αυτό το +0,6% στην ιδιωτική κατανάλωση και στο ΑΕΠ θα πρέπει να μην υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις από την αύξηση του κατώτατου μισθού. Δηλαδή, να μην υπάρξουν απολύσεις, αναστροφή της πορείας αύξησης της απασχόλησης ή μετατροπές συμβάσεων πλήρους απασχόλησης σε μερικής απασχόλησης. Πρακτικά, το +0,6% στο ΑΕΠ μεταφράζεται σε περίπου 1 δισ. ευρώ επιπλέον στην οικονομία. Υπενθυμίζεται ότι η πρόβλεψη τόσο της ελληνικής κυβέρνησης όσο και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή του ΔΝΤ για φέτος ανεβάζει τον πήχη της ανάπτυξης στο 2,4%-2,5%. Στον κρατικό προϋπολογισμό του 2019 έχει ενσωματωθεί πρόβλεψη για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,5%, με την ιδιωτική κατανάλωση να συμβάλει με αύξηση της τάξεως του 1,1%.
2 Η εξέλιξη της ανεργίας και της απασχόλησης.
Στον προϋπολογισμό του 2019 έχει εγγραφεί ως πρόβλεψη ότι ο δείκτης της ανεργίας θα υποχωρήσει στο 18,2% από 19,6% το 2018 (σ.σ.: τα τελικά στοιχεία για το 2018 αναμένονται). Αντίστοιχα, προβλέπεται αύξηση της απασχόλησης κατά 1,4%. Χειρότερες επιδόσεις από αυτές που έχουν προβλεφθεί στον προϋπολογισμό είναι πολύ πιθανό ότι θα συνδεθούν και με την αύξηση του μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους με «αφετηρία» την αύξηση του κατώτατου μισθού.
3 Τα έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές.
Θεωρητικά, η αύξηση του κατώτατου μισθού θα οδηγήσει και στην αύξηση των εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές, καθώς, εκτός από τους μισθωτούς που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, θα αυξηθούν και οι εισφορές των αυτοαπασχολουμένων που σήμερα πληρώνουν το ελάχιστο ποσό των 168 ευρώ. Το μόνο ερώτημα είναι αν θα υπάρξουν «διαρροές» λόγω μείωσης του συντελεστή εισπραξιμότητας. Για να αποτυπωθούν οι πηγές αύξησης των εισπράξεων από τις ασφαλιστικές εισφορές, χαρακτηριστικά είναι τα ακόλουθα στοιχεία:
* Οι ασφαλιστικές εισφορές του εργαζόμενου ο οποίος μέχρι τώρα έπαιρνε 586 ευρώ μικτά ανέρχονταν στα 93,77 ευρώ για τον εργαζόμενο και στα 146,52 ευρώ για τον εργοδότη. Μετά την αύξηση οι εισφορές του εργαζόμενου αναπροσαρμόζονται στα 104 ευρώ και οι εισφορές του εργοδότη στα 162,52 ευρώ.
* Οι ασφαλιστικές εισφορές του εργαζόμενου ηλικίας κάτω των 25 ετών διαμορφώνονταν μέχρι τώρα στα 81,752 ευρώ στο όνομα του εργαζόμενου και στα 127,73 ευρώ στο όνομα του εργοδότη. Μετά την αύξηση οι εισφορές του εργαζόμενου θα ανέρχονται στα 104 ευρώ και στα 162,52 ευρώ για τον εργοδότη.
* Οι ασφαλιστικές εισφορές των αυτοαπασχολουμένων -περίπου 1,1 εκατ. που εμφανίζει καθαρά κέρδη κάτω των 7.000 ευρώ ετησίως- θα αυξηθούν από τα 168 ευρώ που είναι σήμερα σε μηνιαία βάση, στα 186 ευρώ.
* Η αύξηση του κατώτατου μισθού παρασύρει προς τα πάνω και το συνολικό κόστος εξαγοράς πλασματικών ετών με στόχο τη συνταξιοδότηση.
4 Τα φορολογικά έσοδα.
Οι περισσότεροι εκ των εργαζομένων που σήμερα αμείβονται με τον κατώτατο μισθό θα εξακολουθήσουν να καλύπτονται από το αφορολόγητο των 8.636 ευρώ (σ.σ.: σε αυτό το ποσό μεταφράζεται η έκπτωση φόρου των 1.900 ευρώ). Φόρο εισοδήματος θα πληρώνουν -μετά την αύξηση του κατώτατου μισθού- οι ανύπαντροι με περισσότερες από δύο τριετίες (σ.σ.: ο μικτός μισθός τους θα διαμορφώνεται στα 780 ευρώ και ο φόρος εισοδήματος θα ανέρχεται στα 8,45 ευρώ) και οι παντρεμένοι με επίσης τουλάχιστον δύο τριετίες. Για τους τελευταίους, ο κατώτατος μισθός αυξάνεται από τα 761,91 ευρώ που είναι σήμερα στα 845 ευρώ, με τον φόρο εισοδήματος να ανεβαίνει από τα 5,09 ευρώ στα 20,46 ευρώ ανά μήνα. Βέβαια, η πιθανή αύξηση της κατανάλωσης μπορεί να οδηγήσει σε «ενέσεις» φορολογικών εσόδων και από τους φόρους στην κατανάλωση (σ.σ.: ΦΠΑ, ειδικούς φόρους κατανάλωσης κ.λπ.).
Η επίπτωση μετά τη μείωση του αφορολόγητου
Στον δημόσιο διάλογο επικρατεί έντονος προβληματισμός σχετικά με την επίπτωση που θα έχει στους εργαζόμενους που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό η μείωση της έκπτωσης φόρου από τα 1.900 στα 1.250 ευρώ, η οποία έχει ψηφιστεί και προγραμματίζεται να εφαρμοστεί από την 1/1/2020. Πράγματι, αν εφαρμοστεί η μείωση της έκπτωσης φόρου θα ψαλιδιστεί αισθητά η αύξηση. Αρκεί να σημειωθεί ότι οι καθαρές αποδοχές του αμειβόμενου με τον κατώτατο μισθό, από τα 492 ευρώ που είναι σήμερα θα αυξηθούν στα μόλις 515 ευρώ και όχι στα 546 ευρώ που θα δίδονται κατά τη διάρκεια του 2019. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι:
1. Η επίπτωση από τη μείωση της έκπτωσης φόρου ισχύει για όλους τους μισθωτούς και όχι μόνο γι’ αυτούς που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.
2. Δεν είναι δεδομένο ότι θα προχωρήσει η μείωση του αφορολόγητου καθώς η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει ότι προτίθεται να διαπραγματευτεί εκ νέου το πακέτο φόρων του 2020 (δηλαδή, τόσο τη μείωση του αφορολόγητου όσο και την κατάργηση των μειώσεων φορολογικών συντελεστών που επίσης έχουν ψηφιστεί).