Εάν δεν διαταραχθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και συνεχισθεί η πρόσφατη σχετική επιτάχυνση της αύξησης των εξαγωγών, τότε υπάρχει βάσιμη ελπίδα αύξησης της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας, σημειώνει σε οικονομικό του δελτίο ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, ενώ στέκεται στο παράδοξο -όπως αναφέρει- της αύξησης των εξαγωγών και της στασιμότητας διείσδυσής τους στις παγκόσμιες αγορές.
Εάν δεν διαταραχθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και συνεχισθεί η πρόσφατη σχετική επιτάχυνση της αύξησης των εξαγωγών, τότε υπάρχει βάσιμη ελπίδα αύξησης της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας, σημειώνει σε οικονομικό του δελτίο ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, ενώ στέκεται στο παράδοξο -όπως αναφέρει- της αύξησης των εξαγωγών και της στασιμότητας διείσδυσής τους στις παγκόσμιες αγορές.
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, το 2000 το παγκόσμιο εμπόριο ανερχόταν σε ονομαστικές τιμές σε 7 τρισ. ευρώ και το 2017 σε 15,7 τρισ. ευρώ, σημειώνοντας μια αύξηση κατά 124%. Αντίστοιχα, οι ελληνικές εξαγωγές διαμορφώνονται σήμερα σε 32 δισ. ευρώ έναντι 12 δισ. ευρώ το 2000. Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο Σύνδεσμος, ως ποσοστό των παγκόσμιων εξαγωγών ανέρχονται σε 0,184%, στο ίδιο περίπου επίπεδο των αρχών της 10ετίας του 2000, αν και η τάση στη σημερινή συγκυρία είναι ανοδική. Παρατηρείται, λοιπόν, ότι, παρά τη δυναμική αύξηση των ελληνικών εξαγωγών κατά 16 δισ. ευρώ περίπου την ίδια περίοδο, με τις ελληνικές εξαγωγές να διαμορφώνονται σε 28,9 δισ. ευρώ το 2017 από 12,7 δισ. ευρώ το 2000, η εξαγωγική επίδοση της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τις άλλες χώρες στην παγκόσμια οικονομία παραμένει ουσιαστικά σε στασιμότητα την τελευταία 20ετία.
Κατά τον ΣΕΒ, το θετικό συμπέρασμα είναι ότι ο βαθμός διείσδυσης της ελληνικής οικονομίας στην παγκόσμια αγορά επιδεικνύει διαχρονικά αξιοσημείωτες αντοχές. Αυτό, όμως, όπως εξηγεί ο Σύνδεσμος, οφείλεται, κυρίως, στον εξαπλασιασμό περίπου των εξαγωγών καυσίμων τις δύο τελευταίες δεκαετίες, με αποτέλεσμα σήμερα οι εξαγωγές καυσίμων να ανέρχονται στο 1/3 περίπου των ελληνικών εξαγωγών, αντισταθμίζοντας σε μεγάλο βαθμό την σχετικά ασθενική εξαγωγική διείσδυση των αγροτικών και βιομηχανικών εξαγωγών στην παγκόσμια οικονομία. Χωρίς τις εξαγωγές καυσίμων, το μερίδιο των ελληνικών εξαγωγών στην παγκόσμια οικονομία μειώνεται στο 0,143% το 2017 από 0,174% το 2000. Αυτό κατά τον ΣΕΒ συμβαίνει διότι παρά τη σημαντική αύξηση των ελληνικών εξαγωγών χωρίς καύσιμα, οι αντίστοιχες εξαγωγές στην παγκόσμια οικονομία αυξανόντουσαν με ταχύτερους ρυθμούς.
Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο, στο αποτέλεσμα αυτό συνετέλεσαν η τεράστια απώλεια ανταγωνιστικότητας (-17,4%) την 10ετία της εφήμερης ευημερίας (2000-2009), η επίπτωση της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης και ύφεσης (2008-2009) στην κρίση ελληνικού χρέους το 2010 και η βαθιά αναπροσαρμογή της ελληνικής οικονομίας έκτοτε όταν, μέσα σε τρία χρόνια, σημειώθηκε μείωση του ΑΕΠ, των εισαγωγών και των επενδύσεων κατά -25%, -40% και -60% αντιστοίχως, οι τεράστιες δυσκολίες στην τραπεζική χρηματοδότηση της οικονομίας που συνεχίζονται μέχρι και σήμερα, η απώλεια εμπιστοσύνης και η φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό με αποκορύφωμα την επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων το 2015, και, βεβαίως η συνακόλουθη περιθωριοποίηση της χώρας στα χρόνια της κρίσης.
Όπως διαπιστώνει ο ΣΕΒ, μια σύγκριση της χώρας μας με την Ισπανία και την Πορτογαλία όσον αφορά στις εξαγωγικές επιδόσεις (χωρίς καύσιμα και πλοία) δείχνει ότι και οι τρεις χώρες αύξησαν τις εξαγωγές τους κατά 6 π.μ. του ΑΕΠ η καθεμία την περίοδο 2000-2008. Έκτοτε παραμένουν στα επίπεδα του 2008, με τις εξαγωγές προς ΑΕΠ να διαμορφώνονται σε 16%, 29% και 23% στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και Ισπανία αντιστοίχως. Ο ρυθμός αύξησης των εξαγωγών διαμορφώθηκε την περίοδο 2008-2018 σε 33%, 46% και 43% στην Ελλάδα, Πορτογαλία και Ισπανία αντιστοίχως, καθώς η επίπτωση της κρίσης ήταν μεγαλύτερη στην Ελλάδα και η ανάκαμψη των εξαγωγών καθυστέρησε, όπως καθυστέρησε και η έξοδος της Ελλάδας από τα Μνημόνια.
Από το 2014, όμως και μετά, η αύξηση των ελληνικών εξαγωγών επιταχύνθηκε και διαμορφώθηκε σε 31%, όταν στην Πορτογαλία και την Ισπανία η αύξηση των εξαγωγών περιορίστηκε σε 22% και 15% αντιστοίχως, με την Ελλάδα να καλύπτει σε μεγάλο βαθμό το έλλειμμα της εξαγωγικής επίδοσης από το 2008 και μετά. Και στις τρεις χώρες, τέλος, καταγράφεται αύξηση των εισαγωγών (χωρίς καύσιμα και πλοία) κατά 1 π.μ. του ΑΕΠ μεταξύ 2000 και 2018. Τα στοιχεία αυτά, σύμφωνα με τον ΣΕΒ, δείχνουν ότι ναι μεν η εξωστρέφεια στην Πορτογαλία και Ισπανία είναι μεγαλύτερη από εκείνη της Ελλάδας, αλλά και στις τρεις χώρες, δεν έχει γίνει καμία ουσιαστική πρόοδος στην αύξηση της εξωστρέφειας από το 2008 και μετά.