«Ξεκινάμε να επιστρέφουμε στους εργαζόμενους ένα μέρος από όσα απώλεσαν την περίοδο της κρίσης, από όσα κυρίως τους αφαίρεσαν οι πολιτικές της λιτότητας των προηγούμενων κυβερνήσεων» δήλωσε η υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Έφη Αχτσιόγλου, χαρακτηρίζοντας την αύξηση του κατώτατου μισθού και την κατάργηση του υποκατώτατου ως «απόφαση ιδιαίτερου συμβολισμού και μεγάλης ουσίας για την καθημερινότητα των εργαζομένων και των νέων, για το μέλλον της εργασίας στη χώρα».
«Ξεκινάμε να επιστρέφουμε στους εργαζόμενους ένα μέρος από όσα απώλεσαν την περίοδο της κρίσης, από όσα κυρίως τους αφαίρεσαν οι πολιτικές της λιτότητας των προηγούμενων κυβερνήσεων» δήλωσε η υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Έφη Αχτσιόγλου, χαρακτηρίζοντας την αύξηση του κατώτατου μισθού και την κατάργηση του υποκατώτατου ως «απόφαση ιδιαίτερου συμβολισμού και μεγάλης ουσίας για την καθημερινότητα των εργαζομένων και των νέων, για το μέλλον της εργασίας στη χώρα».
Μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό «Στο Κόκκινο 105,5», η κ. Αχτσιόγλου υπενθύμισε ότι το 2012 ο κατώτατος μισθός μειώθηκε κατά 22% και κατά 32% για τους νέους και επισήμανε ότι «όσο σημαδιακή ήταν εκείνη η στιγμή για την ακραία συνταγή της λιτότητας και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που εφαρμόστηκαν στη χώρα, τόσο εμβληματική ήταν η χθεσινή απόφαση για την αλλαγή σελίδας και τη νέα εποχή που ξημερώνει για τους εργαζόμενους».
Η υπουργός απάντησε στην κριτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης, υπογραμμίζοντας ότι η ΝΔ ως κυβέρνηση μείωσε τον κατώτατο μισθό, θέσπισε τον υποκατώτατο και «ο κ. Μητσοτάκης κάνει ότι δεν το θυμάται και ότι είναι κάτι καινούριο». Σημείωσε, επίσης, ότι είναι υποκριτικό η ΝΔ να λέει ότι η αύξηση έπρεπε να έχει γίνει από το 2017, γιατί ο νόμος για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού προέβλεπε ότι δεν μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή πριν το τέλος των μνημονίων, αντιθέτως η σημερινή κυβέρνηση επιτάχυνε τη διαδικασία η οποία ξεκίνησε την επομένη της εξόδου από τα μνημόνια.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό της ΝΔ ότι η αύξηση έγινε για να ξεχαστεί η Συμφωνία των Πρεσπών, η Έφη Αχτσιόγλου είπε ότι ήδη από τον Σεπτέμβριο είχε ανακοινωθεί πως η διαδικασία αύξησης του κατώτατου μισθού θα ολοκληρωθεί το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου. «Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι μία πολιτική απόφαση που με σθένος υποστηρίζουμε και για την οποία ο Πρωθυπουργός ανέλαβε ένα μεγάλο πολιτικό ρίσκο. Είναι δυνατόν να προσπαθούμε να κρυφτούμε για κάτι που θεωρούμε εμβληματικό και κομβικό για την πολιτική μας; Για μία συμφωνία ιστορικής σημασίας που σθεναρά υποστηρίζουμε ότι επιλύει ένα χρόνιο πρόβλημα στις σχέσεις δύο χωρών και δύο λαών και αναβαθμίζει τη χώρα στα Βαλκάνια» ανέφερε.
Για την τοποθέτηση του ΚΙΝΑΛ τόνισε ότι επιχειρεί να καλύψει το δικό του έλλειμμα, καθώς το 2012 επί κυβέρνησης Παπαδήμου μειώθηκαν οι μισθοί και καταργήθηκαν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις κι αυτό «αποτέλεσε και το τελικό σημείο που προκάλεσε την οριστική διάλυση του ΠΑΣΟΚ. Η κίνηση αυτή ήταν τόσο στιγματιστική για οποιονδήποτε χώρο θέλει να φέρει, έστω και στο όνομά του, την σοσιαλιστική προοπτική, που προκάλεσε την οριστική πια ρήξη αυτής της παράταξης, ακριβώς επειδή ήταν τόσο χαρακτηριστική για το επίπεδο της λιτότητας και των νεοφιλελεύθερων συνταγών που υλοποιήθηκαν» είπε η υπουργός Εργασίας.
Για τη στάση της ΓΣΕΕ, δήλωσε ότι «είναι εξαιρετικά θλιβερό και προβληματικό το γεγονός ότι δεν προσήλθε στον κοινωνικό διάλογο για την αύξηση του κατώτατου μισθού». Στη διαδικασία, πρόσθεσε, προσήλθαν μόνο οι εργοδότες και η εργατική πλευρά δεν είχε εκπροσώπηση.
Η κ. Αχτσιόγλου επισήμανε ότι «η ενίσχυση του εισοδήματος των εργαζομένων συνιστά αναπτυξιακό παράγοντα» και σημείωσε ότι «οι μικρομεσαίοι εργοδότες πολύ ορθά εντοπίζουν ότι η αύξηση των μισθών σε μία οικονομία όπως η ελληνική τονώνει τη ζήτηση και την κατανάλωση, κι αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό για την ανάπτυξη και της οικονομίας και της επιχειρηματικότητας».
Υπογράμμισε, επίσης, ότι με την αύξηση του κατώτατου μισθού προσαυξάνονται και οι διαμορφωμένες τριετίες, ενώ αυξάνονται συνολικά 24 επιδόματα που συναρτώνται με αυτόν, όπως το επίδομα ανεργίας που διαμορφώνεται στα 400 ευρώ, η παροχή μητρότητας που αυξάνεται από τα 586 ευρώ στα 650 ευρώ και μια σειρά από άλλα επιδόματα, όπως οι αποζημιώσεις ασκούμενων σπουδαστών, το επίδομα επίσχεσης εργασίας, το επίδομα αφερεγγυότητας εργοδότη κ.α.
Τέλος, δήλωσε ότι από την 1η Φεβρουαρίου θα αυξηθεί και η αμοιβή για τα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας, με νομοθετική ρύθμιση που θα φέρει στη Βουλή, προσθέτοντας ότι «η αμοιβή από τον ΟΑΕΔ θα δοθεί αναδρομικά, εάν υπάρχει καθυστέρηση στη νομοθετική διαδικασία».