Δομικό είναι το πρόβλημα της διαρκούς αύξησης των εισαγωγών που καταγράφεται, ιδιαιτέρως κατά τους τελευταίους μήνες και η οποία επηρεάζει το εμπορικό έλλειμμα. Οφείλεται εν πολλοίς στο γεγονός πως υπάρχουν κλάδοι προϊόντων οι οποίοι ουδέποτε θα αποκτήσουν βάση παραγωγής στην Ελλάδα. Τι ακριβώς αποκαλύπτει έρευνα της «Ν».
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιάννη Κανουπάκη
[email protected]
Δομικό είναι το πρόβλημα της διαρκούς αύξησης των εισαγωγών που καταγράφεται, ιδιαιτέρως κατά τους τελευταίους μήνες. Οφείλεται εν πολλοίς στο γεγονός πως υπάρχουν κλάδοι προϊόντων οι οποίοι ουδέποτε θα αποκτήσουν βάση παραγωγής στην Ελλάδα.
Η μεγάλη αύξηση της εισαγωγικής δαπάνης οφείλεται εν πολλοίς στις ανατιμήσεις των πετρελαιοειδών, που ανεβάζουν τον πήχη του εμπορικού ελλείμματος, ενώ χωρίς τα καύσιμα η αύξηση των εισαγωγών κινείται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, στο 2,4%, την ώρα που οι ρυθμοί αύξησης των εξαγωγών είναι πολλαπλάσιοι. Ωστόσο, επειδή ακόμη ο όγκος των εισαγωγών είναι μεγαλύτερος των εξαγωγών, ακόμη και η μικρή αύξησή τους επιδρά στο εμπορικό έλλειμμα.
Όπως προκύπτει από την έρευνα της «Ν», η πίεση που ασκείται από τις εισαγωγές είναι αναμενόμενη και εξηγήσιμη. Διαχρονικά συνδέεται με τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας και εφόσον είναι ανοδικοί, λογικό επακόλουθο είναι η εισαγωγή μηχανολογικού εξοπλισμού, οχημάτων, ηλεκτρονικών, φαρμάκων και φυσικά καυσίμων, που δεν παρήγαγε και δύσκολα θα παράξει στο μέλλον η Ελλάδα. Συνεπώς η δαπάνη για τις εισαγωγές των συγκεκριμένων ειδών θα είναι δεδομένη και αυξανόμενη όσο αναπτύσσεται η οικονομία.
Το ζητούμενο για την ελληνική οικονομία είναι να αυξήσει την παραγωγή και τις εξαγωγές ειδών που μπορεί να παράγει, ώστε να καλύπτει το κόστος των εισαγωγών των αγαθών που δεν παράγονται στο εσωτερικό.
Μιλώντας στη «Ν», τόσο ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, Νίκος Βέττας, όσο και η πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων, Χριστίνα Σακελλαρίδη, εκτιμούν πως αν άλλαζε το παραγωγικό μοντέλο στη χώρα σε κάποιους τομείς, όπως π.χ. ο αγροτικός, και παράλληλα περιοριζόταν η παραοικονομία, τότε θα είχαμε και μείωση των εισερχόμενων προϊόντων από άλλες χώρες. Ο κ. Βέττας διαπιστώνει, ειδικότερα, ότι η σημαντικά ισχυρή πορεία των εισαγωγών τα τελευταία τρίμηνα μετριάζει και τη δυνατότητα επίτευξης συνολικά υψηλότερων ρυθμών μεγέθυνσης της οικονομίας. Ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ παραδέχεται ότι, σε έναν βαθμό, η αύξηση των εισαγωγών είναι αναμενόμενη και αναπόφευκτη. Συνολικά, θα μπορεί να υπάρξει ευνοϊκή εξέλιξη με συστηματικό περιορισμό τους μόνο καθώς θα υπάρχει περαιτέρω πρόοδος στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και άρα στροφή του παραγωγικού μοντέλου, αλλά και διεύρυνση της νόμιμης οικονομίας σε βάρος της παραοικονομίας.
Όπως εξηγεί ο κ. Βέττας, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε στάδιο ανάκαμψης και καθώς αυτή μεγεθύνεται αυξάνεται και η ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες από το εξωτερικό, ώστε να εξυπηρετηθεί και η κατανάλωση αλλά και οι επενδύσεις. «Ας σημειωθεί» αναφέρει «πως σημαντικό μέρος από τα αγαθά που εισάγονται αντιστοιχούν σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό. Άλλωστε, το ότι η Ελλάδα συναλλάσσεται στη βάση ενός ισχυρού νομίσματος επίσης ευνοεί τις εισαγωγές. Το γεγονός ότι η αύξηση των εισαγωγών ήταν σε έναν βαθμό αναπόφευκτη, αποτέλεσε ακριβώς τον λόγο για τον οποίο η δυναμική των εξαγωγών ήταν το πλέον κρίσιμο μέγεθος καθ' όλη τη διάρκεια της κρίσης. Θα έπρεπε να είναι σημαντικά ισχυρότερη, ώστε τελικά το συνολικό εμπορικό ισοζύγιο να μη δέχεται πιέσεις».
Εστίες ανησυχίας
Κατά τον γενικό διευθυντή του ΙΟΒΕ, σήμερα υπάρχουν δύο συγκεκριμένες εστίες ανησυχίας αναφορικά με τη δυναμική των εισαγωγών. Και οι δύο σχετίζονται με αποτυχίες των προγραμμάτων προσαρμογής, που μπορεί μεν συνολικά να οδήγησαν σε εξισορρόπηση, κυρίως όμως λόγω ύφεσης και όχι δομικού μετασχηματισμού. Ένας πρώτος λόγος ανησυχίας είναι πως δεν έχει επιτευχθεί ακόμη σε ικανοποιητικό βαθμό η στροφή του παραγωγικού προτύπου και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, ώστε να υπάρχουν ισχυρότερες εξαγωγές και υποκατάσταση εισαγωγών. «Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με τον περιορισμό της παραοικονομίας, καθώς είναι εύλογη η υπόθεση πως η δυναμική των εισαγωγών -δεδομένης της πορείας της επίσημα καταγραφόμενης κατανάλωσης- είναι πολύ ισχυρή, διότι αντιπροσωπεύει εισαγωγές που εξυπηρετούν τη μη επίσημη κατανάλωση και μη δηλωθέντα εισοδήματα», καταλήγει ο κ. Βέττας.
«Ομιλείτε ελληνικά»
Η πρόεδρος του ΠΣΕ, Χριστίνα Σακελλαρίδη, θεωρεί πολύ σημαντικό παράγοντα για τον περιορισμό των εισαγωγών την αντικατάσταση αρκετών προϊόντων από το εξωτερικό με αμιγώς ελληνικά. Ως χαρακτηριστικά παραδείγματα η ίδια μάς αναφέρει προϊόντα στον αγροτικό τομέα, όπως οι μπανάνες από την Κρήτη ή τα ακτινίδια. Χρειάζεται, μας λέει, τόνωση της παραγωγής σε πολλούς τομείς, ώστε να έχει αναπτυξιακό χαρακτήρα η όλη προσπάθεια. Η κ. Σακελλαρίδη πιστεύει και εκείνη ότι είναι απαραίτητη μια ριζική αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της Ελλάδας, για να γίνουμε πιο ανταγωνιστικοί και έτσι πιο δυνατοί οικονομικά.
Πιο αναλυτικά, με βάση τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το διάστημα Ιανουαρίου-Νοεμβρίου του 2018, οι εισαγωγές προς τη χώρα μας αυξήθηκαν κατά 4,62 δισ. ευρώ ή κατά 10,3%, με τη συνολική τους αξία να διαμορφώνεται στα 49,63 δισ. ευρώ έναντι 45 δισ. ευρώ κατά το ίδιο διάστημα του έτους 2017. Εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, οι εισαγωγές αυξήθηκαν στα 34,84 δισ. ευρώ από 34,03 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 0,8 δισ. ευρώ ή κατά 2,4%.
Οι πρώτες ύλες
Κοινή είναι η άποψη των αναλυτών του ΠΣΕ ότι η εξέλιξη των εισαγωγών φαίνεται να καθορίζεται από την πορεία του οικονομικού κύκλου σε γενικές γραμμές. Είναι λογικό, προσθέτουν, στη φάση που μπαίνει σε ύφεση-κρίση η ελληνική οικονομία και περιορίζεται σημαντικά τόσο η παραγωγή όσο και η κατανάλωση, αυτό να οδηγεί σε μείωση των εισαγωγών. Αντίστοιχα, λένε στον ΠΣΕ, η ανάκαμψη των εισαγωγών μπορεί να συσχετιστεί με την πορεία της βιομηχανικής παραγωγής της χώρας και τη ζήτηση εισαγόμενων πρώτων υλών, καθώς και τη σταθεροποίηση έως και περιορισμένη ανάκαμψη της κατανάλωσης, μελετώντας τα αντίστοιχα δεδομένα από το 2014 και μετά. Συγκεκριμένα, μελετώντας τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την 5ετία 2013-2017, παρατηρείται μια σημαντική πτώση των εισαγωγών το 2015 σε σχέση με το 2013 και το 2014, από τα 45,04 και 45,57 δισ. ευρώ αντίστοιχα στα 41,03 δισ. ευρώ. Επίσης παρατηρείται η διατήρηση σε σχεδόν ίδια επίπεδα (41,18 δισ. ευρώ) το 2016 και μια μεγάλη αύξηση των εισαγωγών στα 45,95 δισ. ευρώ το 2017, δηλαδή κατά 11,6%. Συνεπώς, με βάση και τα στοιχεία του 11μηνου Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2018, φαίνεται να οδηγούμαστε σε σημαντικούς αυξητικούς ρυθμούς των εισαγωγών για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά.
Πετρελαιοειδή-φαρμακευτικά
Ως προς τα προϊόντα που εισάγονται στη χώρα μας, έχει ενδιαφέρον να εξεταστούν οι διψήφιες κατηγορίες προϊόντων και η εξέλιξη των εισαγωγών για την υπό εξέταση 5ετία. Στη σχετική κατάταξη, στην πρώτη θέση βρίσκονται τα πετρελαιοειδή, που αποτελούν το 2017 το 23,6% των συνολικών εισαγωγών. Στη δεύτερη θέση είναι τα φαρμακευτικά προϊόντα και ακολουθούν με σημαντικά ποσοστά στο σύνολο των ελληνικών εισαγωγών τα οχήματα, τα ενδύματα-είδη ρουχισμού, τα μη σιδηρούχα μέταλλα, τα διάφορα βιομηχανικά προϊόντα μ.α.κ., οι ηλεκτρικές συσκευές, το κρέας και τα παρασκευάσματά του, οι συσκευές για τηλεπικοινωνίες, το φυσικό αέριο κ.λπ.
Κόμβος μεταφοράς
Εξετάζοντας τις εξαγωγές της χώρας μας, οι αναλυτές του ΠΣΕ βλέπουν ότι επίσης στην πρώτη θέση της κατάταξης των πλέον εξαγόμενων ελληνικών προϊόντων είναι τα πετρελαιοειδή. Το 2017, οι εξαγωγές των προϊόντων πετρελαίου (με κωδικό ΤΤΔΕ 33460) ήταν στα 8,5 δισ. ευρώ. Το μεγαλύτερο τμήμα των εισαγωγών πετρελαιοειδών είναι στον κωδικό ΤΤΔΕ 33300 που το 2017 ήταν στα 7,7 δισ. ευρώ, αλλά και στον κωδικό ΤΤΔΕ 33460, δηλαδή των προϊόντων πετρελαίου, στα 3,1 δισ. ευρώ. Με λίγα λόγια, η Ελλάδα εισάγει μεγάλες ποσότητες αργού πετρελαίου, το οποίο το επεξεργάζεται-διυλίζει και το εξάγει, ενώ λειτουργεί σε έναν βαθμό και ως κόμβος μεταφοράς προϊόντων πετρελαίου.
Εξαιρώντας τα πετρελαιοειδή, η εικόνα της πορείας των εισαγωγών στην 5ετία 2013-2017 διαφοροποιείται: Η πτωτική πορεία των εισαγωγών ξεκινάει μετά το 2008. Η πορεία των εισαγωγών από το 2014 και μετά είναι σταθερά ανοδική.