Ορόσημο θα αποτελέσουν για τις ελληνικές τράπεζες οι εκδόσεις του ελληνικού Δημοσίου προκειμένου και αυτές να προχωρήσουν σε αντίστοιχες, πραγματοποιώντας μια πολυπόθητη και για κάποια πιστωτικά ιδρύματα αναγκαία έξοδο στις αγορές. Ωστόσο, οι ελληνικές τράπεζες απέχουν πολύ από το να επιτύχουν επαναφορά στην κανονικότητα.
Από την έντυπη έκδοση
Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
Ορόσημο θα αποτελέσουν για τις ελληνικές τράπεζες οι εκδόσεις του ελληνικού Δημοσίου προκειμένου και αυτές να προχωρήσουν σε αντίστοιχες, πραγματοποιώντας μια πολυπόθητη και για κάποια πιστωτικά ιδρύματα αναγκαία έξοδο στις αγορές. Ωστόσο, οι ελληνικές τράπεζες απέχουν πολύ από το να επιτύχουν επαναφορά στην κανονικότητα.
Κλειδί για κάτι τέτοιο αναμένεται να αποτελέσει η μείωση των NPLs. Χωρίς αυτήν, η εκτίμηση για τις τράπεζες είναι πως δεν θα μπορέσουν να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία και άρα πολύ δύσκολα θα καταφέρουν να επιτύχουν υγιή κερδοφορία. Και ενώ τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας έχουν προχωρήσει όλες τις απαραίτητες ενέργειες ώστε να βολιδοσκοπήσουν τις αγορές μετά την έξοδο του Δημοσίου, εντούτοις η πεποίθηση που διατηρείται είναι πως το εγχείρημα απαιτεί τον χρόνο του. Πάντως, οι συστημικές τράπεζες, θεωρητικά μιλώντας, θα προχωρούσαν εφόσον έβρισκαν τις συνθήκες για κάποιες εκδόσεις ύψους 2 δισ. ευρώ.
Από τη διαχείριση των οίκων στις κυπριακές τράπεζες (ο οίκος Μoody’s προχώρησε σε αναβάθμιση των Ratings της Τράπεζας Κύπρου και της Ελληνικής κατά μία βαθμίδα σε «B3» από «Caa1» με θετικές προοπτικές καθώς μειώθηκαν τα NPEs κατά 34%) καθίσταται φανερή η προτεραιότητα που έχουν θέσει οι οίκοι αξιολόγησης στο συγκεκριμένο θέμα. Έτσι λοιπόν και μολονότι τα «κόκκινα» δάνεια δεν αποτελούν προαπαιτούμενο στην επόμενη μεταμνημονιακή αξιολόγηση, οι θεσμοί στάθηκαν μετ’ επιτάσεως στο θέμα αυτό, καθώς ακόμη και η διαμόρφωση του τελικού πλαισίου που θα αποτελέσει τη λύση για τη μείωση μπορεί να προσδώσει ώθηση στις αγορές. Μέσα στο ίδιο πλαίσιο ασφαλώς εντάσσεται και η λύση για το καινούργιο πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας, ένα πλαίσιο που οι αρμόδιοι φορείς πρέπει να οριοθετήσουν εξαιρετικά γρήγορα. Η καθυστέρηση σε αυτό το πεδίο επιβραδύνει όλα τα σχέδια των τραπεζών.
Πάντως, η Ελλάδα πολύ δύσκολα θα επιτύχει να αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα σε οποιονδήποτε οίκο αξιολόγησης εάν δεν υπάρξει μια μετάβαση στην ομαλότητα σε ό,τι αφορά τη σχέση της με τις αγορές. Από την άλλη πλευρά, η επενδυτική βαθμίδα θα βοηθούσε πολύ την απεύθυνση της χώρας σε απρόσκοπτο δανεισμό, επισφραγίζοντας πως απέχει πια από τη μνημονιακή πραγματικότητα.
Σε ό,τι αφορά τους οίκους αξιολόγησης, η Fitch αξιολογεί τη χώρα στις 8 Φεβρουαρίου και δεν αναμένεται να προχωρήσει σε κάποια σπουδαία αναθεώρηση. Αναλυτές σημειώνουν πως το μέγιστο που μπορεί να επιτύχει η χώρα είναι να μεταβληθούν οι προοπτικές από σταθερές σε θετικές. Αντιθέτως, η Moody’s μπορεί να προχωρήσει σε μία αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από «B3» σε «B2» και τούτο διότι είναι ο οίκος που έχει μείνει πίσω δύο βαθμίδες από την S&P και τρεις από τη Fitch.
Μια αναβάθμιση πάλι από τη Fitch θα είχε ιδιαίτερο νόημα για τη χώρα, καθώς θα την έφερνε να απέχει μόλις δύο βαθμίδες από την επενδυτική διαβάθμιση. Οι επικείμενες αναβαθμίσεις της οικονομίας από τους οίκους αξιολόγησης μπορεί να προκαλέσουν προσωρινή ευφορία, αλλά δεν θα έχουν κοινωνικό αντίκτυπο και θα έχουν περιορισμένη εμβέλεια στην οικονομία.
Τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα, πάντως, έχοντας ratings ακόμη πιο χαμηλά από εκείνα της χώρας, θα δυσκολευτούν περισσότερο σε μια αξιοπρεπή έκδοση στις αγορές.
Ας σημειωθεί πως στη διερεύνηση που πραγματοποιούσαν το φθινόπωρο του 2018 σε κάποιες τράπεζες οι αγορές διαμόρφωναν διψήφια επιτόκια.
Οι ελληνικές τράπεζες αναμένεται εφόσον προχωρήσουν τις διεργασίες να παρακολουθήσουν την πεπατημένη του ελληνικού Δημοσίου. Οι εκδόσεις θα είναι προστατευμένες και ελεγχόμενες. Προκειμένου να «τοποθετηθούν» οι δυνατότητες της χώρας στις αγορές, ενδεικτικά αναφέρεται πως τα 5ετή ομόλογα στη Γερμανία φέρουν αποδόσεις αρνητικές -0,28%, ενώ τα επιτόκια για την Ιταλία στις 5ετείς εκδόσεις είναι 1,57% και σε ό,τι αφορά την Πορτογαλία 0,48%.
Την ίδια στιγμή και για τις ίδιες χώρες τα δεκαετή διαμορφώνουν αποδόσεις 0,21%, 2,69%, 1,66% αντιστοίχως, ενώ για την Ελλάδα το επιτόκιο διαμορφώνεται στα 4,07%. Όπως αναφέρουν στη «Ν» αναλυτές, δεν υπάρχει συγκρίσιμο 5ετές για τη χώρα μας αυτή τη στιγμή. Διαπραγματεύεται ελληνικό ομόλογο που λήγει τον Ιανουάριο του 2023 (έχει άλλα 4 έτη ωρίμανσης) με απόδοση 2,9% και ένα ακόμη που λήγει τον Φεβρουάριο του 2025 με απόδοση 3,70% με έξι έτη ωρίμανσης. Το επιτόκιο της νέας έκδοσης αναμένεται με βάση αυτά τα δύο ομόλογα να κινηθεί μεταξύ 3,20% και 3,60%.
Με δεδομένο πως οι τράπεζες κινούνται κατά 1-3 βαθμίδες κάτω από την αξιολόγηση της χώρας, μπορεί κάποιος να αντιληφθεί γιατί η έξοδος των τραπεζών προς τις αγορές δεν αποτελεί μια απλή υπόθεση.