«Το ύψος των μισθών που μπορεί και πρέπει να πληρώνει μία οικονομία και μια κοινωνία στα εργαζόμενα μέλη της δεν είναι κάτι που εξαρτάται από τις επιθυμίες ή τις προθέσεις ενός υπουργού ή μιας κυβέρνησης», αναφέρει χαρακτηριστικά στη «Ν» ο Σύμβουλος Διοίκησης του ΣΕΒ Χρήστος Ιωάννου, λίγο μετά την ανακοίνωση της κυβέρνησης περί αύξησης του κατώτατου μισθού.
«Το ύψος των μισθών που μπορεί και πρέπει να πληρώνει μία οικονομία και μια κοινωνία στα εργαζόμενα μέλη της δεν είναι κάτι που εξαρτάται από τις επιθυμίες ή τις προθέσεις ενός υπουργού ή μιας κυβέρνησης», αναφέρει χαρακτηριστικά στη «Ν» ο Σύμβουλος Διοίκησης του ΣΕΒ Χρήστος Ιωάννου, λίγο μετά την ανακοίνωση της κυβέρνησης περί αύξησης του κατώτατου μισθού.
«Η πραγματικότητα είναι ότι το ύψος των μισθών, και μεταξύ αυτών το ύψος των κατώτατων μισθών, που μπορεί να έχει μια οικονομία συνδέεται με την παραγωγή και την παραγωγικότητά της. Και αυτή η παραγωγή και η παραγωγικότητά της πραγματοποιείται στις επιχειρήσεις της, όπου υφίστανται και δημιουργούνται οι θέσεις εργασίας», προσθέτει ο κ. Ιωάννου.
Υπογραμμίζει χαρακτηριστικά ότι η κρίση κατέδειξε με τον πλέον επώδυνο τρόπο πως εάν οι αυξήσεις των μισθών δεν είναι συνεπείς με την πραγματικότητα που διαμορφώνουν παράγοντες όπως η παραγωγικότητα, το μη μισθολογικό κόστος, η ικανότητα μετασχηματισμού της παραγωγής, το ρυθμιστικό και διοικητικό περιβάλλον, το κόστος χρηματοδότησης, η μακροοικονομική αβεβαιότητα και η λειτουργία του «κράτους δικαίου», τότε η εσωτερική και διεθνής ανταγωνιστικότητα της χώρας χειροτερεύει, αποθαρρύνεται η οικονομική ανάπτυξη και οδηγούμαστε σε απώλεια διεθνούς ανταγωνιστικότητας, απώλεια θέσεων εργασίας και μείωση εισοδημάτων για όλο και περισσότερα νοικοκυριά.
«Οι κοινωνίες ευημερούν όταν οι οικονομίες τους αναπτύσσονται με την αναβάθμιση των προϊόντων και των υπηρεσιών που αυτές παράγουν και εξάγουν. Ειδικότερα, τα προϊόντα εξελίσσονται και “επιβιώνουν” στην αγορά, στην οικονομία, στην κοινωνία, όταν είναι και παραμένουν ανταγωνιστικά. Η τεχνολογία, το κεφάλαιο, οι θεσμοί και οι δεξιότητες που απαιτούνται για την παραγωγή νεότερων προϊόντων πρέπει να προσαρμόζονται. Αυτή είναι η σημασία της ανταγωνιστικότητας», σχολιάζει ο κ. Ιωάννου.
Πρόσφατο report του ΣΕΒ είχε επισημάνει ότι, εν μέσω διεθνών τεχνολογικών και παραγωγικών ανακατατάξεων, ο σημαντικότερος κίνδυνος για την Ελλάδα είναι ο εγκλωβισμός και η καθήλωση της οικονομίας στις χώρες περιορισμένης παραγωγικής βάσης, χαμηλής προστιθέμενης αξίας, χαμηλών ειδικοτήτων και χαμηλών μισθών. Στο πλαίσιο αυτό, υπογράμμιζε την προτεραιότητα που πρέπει να δοθεί στους κλάδους των διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών και ειδικότερα στη μεταποίηση και τις υπηρεσίες τεχνολογίας, «ώστε να αποκτήσει νόημα η αδήριτη ανάγκη για τον παραγωγικό μετασχηματισμό».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που επικαλείται ο ΣΕΒ, την περίοδο 2014-2017, η ελληνική αγορά εργασίας εμφανίζει συμπτώματα καθήλωσης, καθώς η πλειονότητα των νέων θέσεων εργασίας που έχει δημιουργηθεί εντοπίζεται σε χαμηλά αμειβόμενη απασχόληση στο εμπόριο και στην εστίαση.
Ο ΣΕΒ εκτιμά ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα επηρεάσει σημαντικό μέρος της αγοράς εργασίας και μάλιστα σε επιχειρήσεις που λόγω της εντατικής προσφυγής σε θέσεις εργασίας μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης βρίσκονται σε θέση να προχωρήσουν σε εύκολη υποκατάσταση πλήρους απασχόλησης με μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση ή και ημιδηλωμένη απασχόληση.
«Όπως επανειλημμένα έχουμε τονίσει, σε αυτό το εργασιακό και μισθολογικό περιβάλλον αποτελεί μείζονα προτεραιότητα η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων. Θα περιμέναμε συνεπώς την ταυτόχρονη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Τα εισοδήματα των εργαζομένων πρέπει να βελτιωθούν. Για να συμβεί αυτό είναι πλέον επιτακτική η ανάγκη να μειωθεί η φορολογία της εργασίας και να συγκρατηθεί το μη μισθολογικό κόστος με την επαναφορά των εισφορών προς ΕΦΚΑ και ΕΤΕΑΠ στα προ των αυξήσεων του 2016 επίπεδα και με τον περιορισμό των λοιπών ασφαλιστικών επιβαρύνσεων (εκτός συνταξιοδοτικού συστήματος)», καταλήγει ο κ. Ιωάννου.
Ο ΣΕΒ τονίζει ότι ο μέσος μισθός στην κατηγορία των διεθνώς εμπορευσίμων (Τ) εμφανίζεται συστηματικά υψηλότερος της κατηγορίας των διεθνώς μη εμπορευσίμων, και υψηλά συσχετισμένος με τον μέσο μισθό του τομέα της μεταποίησης, επισημαίνοντας ότι η ίδια εικόνα παρατηρείται και στην περίπτωση του διαμέσου μισθού για την περίοδο 2014-2017.
Η ίδια εικόνα παρατηρείται και στην περίπτωση του διαμέσου μισθού για την περίοδο 2014-2017 (Δ35, Δ36). «Εντός των κατηγοριών παρατηρούμε ότι ο κλάδος των καταλυμάτων φαίνεται να υπολείπεται της κατηγορίας του (Τ) σε ότι αφορά το μέσο μισθό, ενώ αντίστοιχα σε χαμηλότερα επίπεδα κινείται και ο μέσος μισθός στον κλάδο του εμπορίου εντός του τομέα Ν. Οι δύο αυτοί κλάδοι σημειώνουν και τις σημαντικότερες μειώσεις στο σύνολο της περιόδου μετά από την κατηγορία της εστίασης που εξετάζεται χωριστά (-7,72% μείωση του μέσου και -9,86% του διάμεσου μισθού)».
naftemporiki.gr