Στο «πρόσω ολοταχώς» έχει βάλει τις μηχανές η Costamare, κλείνοντας την περσινή χρονιά με επενδύσεις σε νέα και μεταχειρισμένα πλοία, ύψους 900 εκατ. δολαρίων. Πιο συγκεκριμένα, η εισηγμένη στη χρηματιστηριακή αγορά της Νέας Υόρκης ναυτιλιακή εταιρεία των αδελφών Κωνσταντακόπουλου τον περασμένο Ιούλιο κατέθεσε παραγγελία για πέντε containerships χωρητικότητας 12.600 teu το καθένα στα ναυπηγεία Jiangsu Yangzijiang.
Από την έντυπη έκδοση
Του Αντώνη Τσιμπλάκη
[email protected]
Στο «πρόσω ολοταχώς» έχει βάλει τις μηχανές η Costamare, κλείνοντας την περσινή χρονιά με επενδύσεις σε νέα και μεταχειρισμένα πλοία, ύψους 900 εκατ. δολαρίων. Πιο συγκεκριμένα, η εισηγμένη στη χρηματιστηριακή αγορά της Νέας Υόρκης ναυτιλιακή εταιρεία των αδελφών Κωνσταντακόπουλου τον περασμένο Ιούλιο κατέθεσε παραγγελία για πέντε containerships χωρητικότητας 12.600 teu το καθένα στα ναυπηγεία Jiangsu Yangzijiang. Τα πλοία, τα οποία θα παραδοθούν μεταξύ του 2020 και 2021, έχουν ήδη ναυλωθεί στην Yang Ming. Προς το τέλος της χρονιάς, επίσης, η Costamare ανακοίνωσε την εξαγορά ποσοστού 60% των μετοχών στα containerships Triton, Titan, Talos, Taurus and Theseus, χωρητικότητας 14.000 teu το καθένα, από την York Capital Management. Πλέον η Costamare έχει τον πλήρη έλεγχο των πέντε πλοίων.
Στο ενδιάμεσο απέκτησε ακόμα έξι πλοία στη second hand market συνολικής χωρητικότητας 28.602 teu. Πρόκειται για τα πλοία Michigan, Trader, Megalopolis, Marathopolis, Maersk Kleven και Maersk Kotka. Αντίστοιχα πούλησε δύο παλαιότερα πλοία του στόλου της, τα Itea και MSC Koroni των οποίων η συνολική χωρητικότητα φτάνει τα 7.684 TEU.
Το 2017 η Costamare είχε αγοράσει τα πλοία Leonidio, Kyparissia, Maersk Kowloon και το CMA CGM L’Etoile, συνολικής μεταφορικής ικανότητας 19.941 teu, ενώ είχε πουλήσει τα πλοία Romanos, Marina, Mandraki και Mykonos τα οποία μπορούν να μεταφέρουν συνολικά 18.057 TEU.
Το επενδυτικό ράλι που έτρεξε η Costamare την περσινή χρονιά είχε σαν αποτέλεσμα να αυξηθούν για το 2018 οι ημέρες που μπορεί να λειτουργήσει ο στόλος της, σε 20.359 από 19.221 το 2017.
Πάνω από τις προβλέψεις
Παρά το γεγονός ότι τα έσοδα της εταιρείας το 2018 έφτασαν τα 380,4 εκατ. δολάρια και σημείωσαν πτώση κατά 32 εκατ. δολάρια σε σχέση με το 2017, η κερδοφορία της στο τέλος της χρονιάς ξεπέρασε τις προβλέψεις των αναλυτών της Wall Street και διαμορφώθηκαν στα 67,2 εκατ. δολάρια.
Όσον αφορά τα έξοδα, τα κυριότερα αφορούν τη διαχείριση των πλοίων. Η αύξηση του στόλου είχε σαν αποτέλεσμα τα operating expenses να διαμορφωθούν στα 110.6 εκατ. δολάρια από 103,8 εκατ. δολάρια το 2017. Όσον αφορά το κόστος εξυπηρέτησης του δανεισμού της εταιρείας, έπεσε στα 64 εκατ. δολάρια από 69,8 εκατ. δολάρια το 2017. Όπως επισημαίνει σε ανακοίνωσή της η εταιρεία, τα έσοδά της έπεσαν σε ποσοστό 7,8% σε σχέση με το 2017, και διαμορφώθηκαν στα 380,4 εκατ. δολάρια εξαιτίας της μείωσης των ναύλων στην αγορά από τη μια αλλά και της αύξησης της διάρκειας των ναυλώσεων ορισμένων πλοίων της, ενώ τέλος δεν καταγράφηκαν έσοδα από έξι πλοία της που πουλήθηκαν για scrap κατά τη διάρκεια του 2017 και του 2018.
Υψηλές επιδόσεις
Με θετικό πρόσημο, συγκριτικά με το 2017, έκλεισαν τα έσοδα της Costamare για το τελευταίο τρίμηνο του 2018. Πιο συγκεκριμένα, έφτασαν τα 106,2 εκατ. δολάρια, σημειώνοντας αύξηση κατά 5,6% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2017. Εντυπωσιακή αύξηση πέτυχε η εταιρεία στα καθαρά της κέρδη τα οποία διαμορφώθηκαν στα 19,7 εκατ. δολάρια έναντι μόλις 2,7 εκατ. δολάρια το τελευταίο τρίμηνο του 2017. Τα operation expenses αντίστοιχα έφτασαν τα 30,3 εκατ. δολάρια από 26,9 εκατ. δολάρια την ίδια περίοδο του 2017.
Η αύξηση των εσόδων προήλθε μεταξύ άλλων από την απόκτηση πέντε πλοίων το δ’ τρίμηνο του 2018, ενώ στη διαμόρφωσή τους έπαιξαν ρόλο από τη μια το χαμηλότερο επίπεδο ναύλων αλλά και η αύξηση των καθαρών ημερών λειτουργίας του στόλου.
Χαρακτηριστικές είναι και οι δηλώσεις του οικονομικού διευθυντή της εταιρείας Γρηγόρη Ζήκου, ο οποίος επισημαίνει ότι κατά τη διάρκεια του τέταρτου τριμήνου αλλά και σε όλη τη διάρκεια του έτους η Costamare εμφάνισε κερδοφορία. Για το πρώτο εξάμηνο σχολίασε ότι το επίπεδο των ναύλων ήταν ανοδικό, ενώ στο δεύτερο εξάμηνο οι μέσες τιμές υποχώρησαν, καταλήγοντας στο τέλος του χρόνου λίγο χαμηλότερα από το σημείο εκκίνησής τους, με εξαίρεση τα ναύλα των μεγάλων πλοίων.