ΤΗ ΔΙΑΝΟΜΗ μερίσματος 0,84 ευρώ ανά μετοχή για τη χρήση 2005 ενέκρινε σήμερα η τακτική γενική συνέλευση των μετόχων της Alpha Bank.
Το μέρισμα αυτό αντιστοιχεί σε αύξηση 40% έναντι του αναπροσαρμοσμένου μερίσματος 0,60 ευρώ ανά μετοχή του προηγούμενου έτους, και θα καταβληθεί την 3η Μαΐου 2006.
Η συνέλευση ενέκρινε επίσης την έκδοση τεσσάρων δωρεάν μετοχών για κάθε δέκα μετοχές σε κυκλοφορία καθώς και νέο πρόγραμμα αγοράς ιδίων μετοχών μέχρι 3% του εκάστοτε καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου.
«Το έτος 2005 ήταν πολύ σημαντικό για εμάς. Εορτάσαμε τη διπλή επέτειο της συμπληρώσεως 125 ετών από το ξεκίνημα της Τραπέζης Πίστεως και 165 ετών από την ίδρυση της Ιονικής Τραπέζης. Για εμάς αυτή η επέτειος έχει μεγάλη σημασία γιατί επιβεβαιώνει την αδιάλειπτη παρουσία μας στη ζωή της νεότερης Ελλάδος», δήλωσε ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου κ. Γιάννης Κωστόπουλος.
«Η στρατηγική μας δίδει περαιτέρω έμφαση στους δύο τομείς δραστηριοτήτων με τα μεγαλύτερα περιθώρια και τις καλύτερες προοπτικές αναπτύξεως των εργασιών, που είναι η λιανική τραπεζική στην Ελλάδα και η επέκτασή μας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Στους τομείς αυτούς έχουμε ήδη εξαιρετικές επιδόσεις, τις οποίες θα ενισχύσουμε τα επόμενα έτη. Έχουμε όραμα, σχέδια, αποφασιστικότητα, αλλά και εμπειρία να επεκτείνουμε τις δραστηριότητές μας και να δημιουργούμε κέρδη για τους μετόχους μας», πρόσθεσε ο κ. Κωστόπουλος.
«Εξαιρετικά» τα αποτελέσματα 2005
Χαρακτήρισε επίσης εξαιρετικά τα αποτελέσματα του έτους 2005: «Οι επιδόσεις μας είναι το επιστέγασμα μίας πορείας αυξήσεως της κερδοφορίας και διευρύνσεως του μεριδίου μας στην αγορά, που οφείλεται στην εφαρμογή της αναπτυξιακής στρατηγικής μας με επιμέλεια, επιμονή και σκληρή δουλειά. Αξιοποιήσαμε τις ανταγωνιστικές δυνατότητές μας αυξάνοντας σημαντικά τα έσοδά μας από καθαρά τραπεζικές εργασίες, με το κόστος λειτουργίας να παραμένει υπό έλεγχο. Με βάση τις μέχρι σήμερα επιτυχίες μας και με δεδομένη την αναπτυξιακή μας δυναμική, προχωρούμε σε μία νέα περίοδο επεκτάσεως η οποία θα φέρει ανάλογη κερδοφορία».
Ο κ. Κωστόπουλος είπε επίσης ότι μετά την αύξηση των κερδών ανά μετοχή κατά 22% το 2005, «θέτουμε ως στόχο να αυξάνουμε τα κέρδη ανά μετοχή κατά 20% κατά μέσο όρο την περίοδο 2006-2008».
Ερωτηθείς από μετόχους για τις επιδόσεις του πρώτου τριμήνου, ο πρόεδρος της Alpha Bank απάντησε ότι «το τρίμηνο πάει καλά» και σύμφωνα με τους στόχους που έχουν τεθεί για το σύνολο της τρέχουσας χρήσης.
«Απαιτούνται πιο δραστικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις»
Αναφερόμενος στην πορεία της οικονομίας, ο κ. Κωστόπουλος δήλωσε ότι τα τελευταία έτη έχει σημειωθεί κάποια πρόοδος στην αντιμετώπιση διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας. Όμως, όπως σημείωσε, «η προσαρμογή δεν είναι ανάλογη του μεγέθους των προκλήσεων που φέρουν οι διεθνείς οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις. Απαιτούνται πιο δραστικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός. Πρέπει να βελτιωθεί περαιτέρω η λειτουργία των αγορών προϊόντων, εργασίας και κεφαλαίου, ώστε να ενισχυθεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Οι διαρθρωτικές μεταβολές θα πρέπει να αποβλέπουν στην αναθεώρηση του ρόλου του κράτους σε διάφορους τομείς δράσεως με σκοπό την αποτελεσματικότερη λειτουργία του στο νέο οικονομικό περιβάλλον. Όταν οι διαρθρωτικές αλλαγές συνεπάγονται κόστος για ευρείες ομάδες εργαζομένων ή επαγγελματιών συχνά υιοθετούνται προσεγγίσεις σταδιακής αντιμετωπίσεως με φυσική συνέπεια την απώλεια των αναμενόμενων ωφελειών».
Με προσεκτικά βήματα η επέκταση σε Ουκρανία – Τουρκία
Στην Αlpha Bank, η πρόκληση που έχουμε να αντιμετωπίσουμε τα επόμενα έτη είναι η μεγαλύτερη δυνατή αξιοποίηση όχι μόνον των θετικών προοπτικών της ελληνικής οικονομίας, αλλά και των μεγάλων δυνατοτήτων που δημιουργούνται στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, τόνισε ο κ. Κωστόπουλος. «Έχουμε ήδη αξιοσημείωτη παρουσία στις χώρες της Βαλκανικής και στην Κύπρο. Όσον αφορά σε χώρες όπως η Ουκρανία και η Τουρκία, λόγω του μεγάλου μεγέθους της αγοράς και των υψηλών ρυθμών αναπτύξεως στο μέλλον, η επέκτασή μας στις χώρες αυτές θα πρέπει να διασφαλίζει όπως πάντα τα συμφέροντα των μετόχων μας, αξιοποιώντας ευκαιρίες με λογικές αποτιμήσεις», πρόσθεσε.
Απαντώντας σε ερώτηση μετόχου, ο κ. Κωστόπουλος δήλωσε ότι έμφαση θα δοθεί κυρίως στην οργανική ανάπτυξη της τράπεζας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Δηλώσεις του διευθύνοντος συμβούλου
Στη συνέχεια πήρε το λόγο ο Διευθύνων Σύμβουλος κ. Δημήτριος Π. Μαντζούνης, ο οποίος ανέφερε τα εξής: «Το 2005 ήταν για εμάς ένα ιδιαίτερα σημαντικό και δημιουργικό έτος. Η ταχεία επέκταση των δραστηριοτήτων μας συνεχίσθηκε με υψηλότερο ρυθμό από εκείνον της αγοράς, τόσο στην Ελλάδα όσο και στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, σε ένα περιβάλλον όπου οι συνθήκες ανταγωνισμού γίνονται όλο και πιο έντονες. Οι καλές επιδόσεις μας στα μεγέθη αντικατοπτρίζονται και στα κέρδη μας. Τα καθαρά κέρδη που αναλογούν στους Μετόχους μετά από φόρους ανήλθαν σε Ευρώ 502,2 εκατ. έναντι Ευρώ 408,2 εκατ. το περασμένο έτος. Στους τομείς δε της Λιανικής Τραπεζικής και των εργασιών στην Νοτιοανατολική Ευρώπη που δίδουμε μεγαλύτερη έμφαση στην στρατηγική μας, είχαμε σημαντική αύξηση των κερδών προ φόρων της τάξεως του 47% και 64% αντιστοίχως.
Η υψηλή κερδοφορία είχε ως αποτέλεσμα να ανέλθει η αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων σε 23,1% από 21,8% το 2004. Το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων μας διαμορφώθηκε σε Ευρώ 3,1 δισ. στο τέλος του 2005. Η κεφαλαιακή επάρκεια παραμένει σε υψηλά επίπεδα, με το δείκτη στο σύνολο των κεφαλαίων να ανέρχεται σε 13,5%, παρά την σημαντική ανάπτυξη των εργασιών μας κατά το 2005.
Το καθαρό έσοδο τόκων αυξήθηκε κατά 16,1%, εξέλιξη η οποία οφείλεται στην υλοποίηση της στρατηγικής μας να δίνουμε έμφαση στις πιο προσοδοφόρες και ταχύτερα αναπτυσσόμενες εργασίες προς ιδιώτες, καθώς και στη δραστηριότητά μας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Τα έσοδα από προμήθειες, εάν εξαιρεθούν εκείνα που προήλθαν από τους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004 για συγκριτικούς λόγους, σημείωσαν αύξηση κατά 10,6%. Η επίδοση αυτή ευρίσκεται εντός των στόχων μας για το 2005 και προέρχεται από την υψηλή ανάπτυξη των προμηθειών από εργασίες διαχειρίσεως χαρτοφυλακίου, επενδυτικής τραπεζικής και από τις χρηματιστηριακές εργασίες.
Η αύξηση των τακτικών εξόδων ανήλθε στο 3,9% και ήταν χαμηλότερη της προβλεπόμενης (5%), γεγονός που αναδεικνύει τη συνετή πολιτική που εφαρμόζουμε στη συγκράτηση των γενικών εξόδων και των δαπανών προσωπικού. Λόγω της δυναμικής επεκτάσεώς μας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και τις ανάγκες για προσλήψεις που δημιουργούνται εκεί, οι συνολικές δαπάνες στην περιοχή αυτή, όπως αναμενόταν, ήταν σημαντικά αυξημένες κατά 19,6% (που αντιπροσωπεύει το 13,4% του συνόλου των δαπανών). Στην Ελλάδα, η αύξηση του κόστους περιορίσθηκε στο 1,8%, καθώς οι δαπάνες προσωπικού ήταν συγκρατημένες λόγω αποχωρήσεων και παρά τις αυξήσεις μισθών που ανήλθαν κατά 4,1% κατά μέσον όρο.
Η περαιτέρω βελτίωση του λόγου τακτικών εξόδων προς τακτικά έσοδα σε 48,3% από 52,5% το 2004 οφείλεται στην αποτελεσματική διαχείριση των πόρων που χρησιμοποιούμε για την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων μας και στο πρόγραμμα λειτουργικού ανασχεδιασμού που υλοποιούμε με γοργό ρυθμό. Βασική προτεραιότητα του προγράμματος αυτού, είναι η συγκέντρωση των ομοειδών δραστηριοτήτων σε Εξειδικευμένα Κέντρα. Η κεντρική διαχείριση των εργασιών σε συνδυασμό με τη χρήση της νέας τεχνολογίας, επιδρά ήδη θετικά στην Τράπεζα. Τα οφέλη εντοπίζονται στην αποτελεσματικότερη εσωτερική λειτουργία με τη μείωση των λειτουργικών κινδύνων, στην καθιέρωση ενιαίων και τυποποιημένων διαδικασιών και την κατάργηση της φυσικής διακινήσεως εγγράφων, καθώς και στην απλούστευση των διαδικασιών. Επίσης, βελτιώνεται η εξυπηρέτηση του πελάτη καθώς επιτυγχάνονται μικρότεροι χρόνοι, καλύτερη ποιότητα και έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή του. Το μεγαλύτερο όφελος όμως προκύπτει από την μετεξέλιξη των Καταστημάτων σε κέντρα προωθήσεως προϊόντων.
Στο πλαίσιο αυτό, προχωρήσαμε κατά το 2005 σε οργανωτικές και λειτουργικές αλλαγές όπως είναι η δημιουργία νέων εξειδικευμένων μονάδων στα στεγαστικά δάνεια, στα καταναλωτικά δάνεια, στα καταθετικά και επενδυτικά προϊόντα, καθώς και σε επενδύσεις σε τεχνολογία και νέα συστήματα, προκειμένου να μπορούμε να ανταποκριθούμε καλύτερα στις αυξανόμενες απαιτήσεις της αγοράς. Σε αυτό συμβάλλει και η χρήση των ηλεκτρονικών δικτύων από τους πελάτες μας. Σημαντική ένδειξη της αποδοχής των ηλεκτρονικών δικτύων Alpha Web Banking, Alphaline, Alphaphone Banking, αποτελεί το γεγονός ότι κατέχουμε μερίδιο αγοράς της τάξεως του 50% σε πλήθος συναλλαγών και του 60% σε ποσά ηλεκτρονικών πληρωμών που διενεργούνται μέσω της ΔΙΑΣ. Επίσης, η δικτυακή τοποθεσία της Τραπέζης (www.alpha.gr) δέχεται περισσότερες από 700.000 «επισκέψεις» κάθε μήνα.
Με τις ενέργειές μας αυτές έχουμε δημιουργήσει ήδη την υποδομή, όσον αφορά το οργανωτικό πλαίσιο και τα συστήματα που, μαζί με τη μεθοδική δουλειά και τις ικανότητες των ανθρώπων μας, θα στηρίξουν την υλοποίηση των φιλόδοξων σχεδίων μας για την επόμενη πενταετία, όπως αυτά αποτυπώθηκαν στο επιχειρηματικό μας σχέδιο Agenda 2010. Συγκεκριμένα, επιδιώκουμε να αναπτυχθούμε ταχέως στην λιανική τραπεζική στην Ελλάδα, καθώς και να επεκταθούμε στην Νοτιοανατολική Ευρώπη, ώστε μέχρι το 2010 τα 2/3 του χαρτοφυλακίου να προέρχονται από τους δύο αυτούς τομείς.
Οι χορηγήσεις ανήλθαν σε Ευρώ 28,4 δισ. παρουσιάζοντας αύξηση της τάξεως του 22,7% σε ετήσια βάση, με την αύξηση των χρηματοδοτήσεων προς ιδιώτες να ξεπερνά την αντίστοιχη της αγοράς. Έχουν ήδη δημιουργηθεί οι κατάλληλες συνθήκες για την περαιτέρω ανάπτυξη των χρηματοδοτήσεων προς ιδιώτες. Οι νέες εκταμιεύσεις δανείων αυξάνονται σταθερά και με επιταχυνόμενο ρυθμό, ενώ προωθούνται νέα, πρωτοποριακά προϊόντα και βελτιώνονται οι υποδομές με νέες εξειδικευμένες οργανωτικές μονάδες. Αυτό θα μας επιτρέψει να διατηρήσουμε τον υψηλό ρυθμό αναπτύξεως και να εξακολουθούμε να κερδίζουμε μερίδιο αγοράς.
Το σύνολο των χορηγήσεών μας στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 21,8% έναντι αυξήσεως 20,9% της αγοράς. Ο ρυθμός αυξήσεως των χρηματοδοτήσεων αναμένεται να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα κατά τα επόμενα έτη, καθώς ο δανεισμός στην Ελλάδα παραμένει σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης.
Ειδικότερα, η αύξηση των υπολοίπων στη στεγαστική πίστη κατά 36,4% ήταν μεγαλύτερη του επίσης υψηλού ρυθμού της αγοράς (33,4%), καθώς το έτος 2005 χαρακτηρίσθηκε από έντονη αύξηση στην οικοδομική δραστηριότητα και τις μεταβιβάσεις ακινήτων, λόγω των φορολογικών αλλαγών που ετέθησαν σε ισχύ από 1.1.2006. Η επίδοσή αυτή ανέβασε το μερίδιό μας στο 15% από 14,4% που ήταν το 2004, καθιερώνοντάς μας στη δεύτερη θέση στην αγορά. Στην καταναλωτική πίστη επιτύχαμε ακόμη υψηλότερο ρυθμό αυξήσεως, της τάξεως του 40%, γεγονός που βελτίωσε το μερίδιό μας σε 12,6% από 11,5%.
Εξίσου ικανοποιητικές με αυτές των χρηματοδοτήσεων ιδιωτών ήταν και οι επιδόσεις μας στα επιχειρηματικά δάνεια όπου διαθέτουμε το μεγαλύτερο και το πλέον ορθολογικά δομημένο από άποψη κινδύνου χαρτοφυλάκιο. Η αύξηση των χορηγήσεων προς επιχειρήσεις ανήλθε σε 15,7%. Ιδιαίτερη αναφορά θα κάνω στην χρηματοδότηση της ναυτιλίας, όπου η Τράπεζα έχει καθιερωθεί ως ο μεγαλύτερος, μεταξύ των ελληνικών τραπεζών, χρηματοδότης της ελληνόκτητης ναυτιλίας. Στο τέλος του 2005, οι χρηματοδοτήσεις μας στην ναυτιλία σημείωσαν ετήσια αύξηση της τάξεως του 20% και ανήλθαν σε Ευρώ 1,4 δισ. Η αύξηση αυτή κρίνεται ως εξαιρετική αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι είχαμε πρόωρες αποπληρωμές δανείων εξαιτίας της υψηλής ρευστότητας που αποκόμισαν κατά την τελευταία διετία οι ναυτιλιακοί όμιλοι.
Όσον αφορά την προσέλκυση κεφαλαίων πελατείας, επιταχύνθηκε περαιτέρω, παρουσιάζοντας αύξηση 10,4% και διαμορφώθηκε σε Ευρώ 37,7 δισ. στο τέλος Δεκεμβρίου 2005. Οι καταθέσεις όψεως, ταμιευτηρίου και προθεσμίας αυξήθηκαν κατά 16,7% (14% στην Ελλάδα και 38,6% στη Νοτιοανατολική Ευρώπη) και ανήλθαν σε Ευρώ 20 δισ. Ομοίως, εντυπωσιακή αύξηση κατά 50% σημειώνουν οι τοποθετήσεις σε επενδυτικούς λογαριασμούς (όπως private banking και αμοιβαία κεφάλαια), ανερχόμενες σε Ευρώ 9,3 δισ. Πολιτική μας είναι η περαιτέρω ενίσχυση αυτών των μακροπρόθεσμων και υψηλότερης αποδόσεως τοποθετήσεων, με τη μετακίνηση κεφαλαίων από τις κατηγορίες αποταμιεύσεων με μεγαλύτερη ρευστότητα, όπως είναι οι προθεσμιακές καταθέσεις και οι πωλήσεις τίτλων, οι οποίες στο τέλος του 2005 ανήρχοντο σε Ευρώ 10 δισ. περίπου.
Με δεδομένο όμως το μέγεθος της ελληνικής αγοράς και παρόλο που υπάρχουν ακόμη περιθώρια αναπτύξεως, η στρατηγική μας συνίσταται στην επέκταση μας και σε νέες αγορές προκειμένου να διατηρήσουμε σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα την δυναμική μας. Η ισχυροποίηση της παρουσίας μας στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, όπου υπάρχουν πολύ καλές προοπτικές και υψηλά περιθώρια, εντάσσεται στους πρωταρχικούς μας στόχους. Θέλουμε να είμαστε η Τράπεζα αναφοράς στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Στη διάρκεια του 2005 προστέθηκαν στο δίκτυο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης 109 Καταστήματα, 86 στη Σερβία μέσω της εξαγοράς της Jubanka, 11 στη Ρουμανία και 12 στη Βουλγαρία. Έτσι το δίκτυό μας στην Νοτιοανατολική Ευρώπη ανήρχετο την 31.12.2005 σε 176 Καταστήματα, ενώ το Προσωπικό διπλασιάσθηκε και έφθασε τα 3.207 άτομα από 1.613 το 2004. Τα σχέδια για το 2006 προβλέπουν την ενίσχυση του δικτύου με 40 Καταστήματα στη Ρουμανία, 30 στη Βουλγαρία και 11 στη Σερβία, ώστε στο τέλος του έτους η Τράπεζα να λειτουργεί στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης με 267 Καταστήματα. Στις χώρες αυτές, λόγω μεγέθους και καλύτερων προοπτικών αναπτύξεως των οικονομιών τους, εστιάζεται το ενδιαφέρον μας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αναζητούμε και άλλες αγορές που προσφέρουν ευκαιρίες για επέκταση.
Κατά το 2005 οι χορηγήσεις της Τραπέζης στη Νοτιοανατολική Ευρώπη σημείωσαν σημαντική αύξηση της τάξεως του 33,8% και ανήλθαν σε Ευρώ 2,9 δισ. παρόλο που το πρόγραμμα αναπτύξεώς μας στην περιοχή ευρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο εφαρμογής. Ακόμη πιο σημαντική αύξηση σημείωσαν οι καταθέσεις κατά 38,6% και ανήλθαν σε Ευρώ 2,7 δισ. Σε όλες τις χώρες, ο τομέας λιανικής τραπεζικής αναπτύσσεται με πολύ ταχύτερο ρυθμό, με την προσέλκυση της πελατείας να βασίζεται στην προώθηση νέων προϊόντων και στην υψηλή ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρουμε. Λόγω της μεγάλης σημασίας που αποδίδουμε στον τομέα αυτό, ιδρύσαμε Μονάδα Λιανικής Τραπεζικής Εξωτερικού, προκειμένου να μεταφερθεί η εμπειρία, τα προϊόντα και η οργάνωση της Ελλάδος στις χώρες της περιοχής.
Επέκταση δικτύου
Στόχος μας είναι το 2008 να διαθέτουμε εκτός Ελλάδος Δίκτυο 436 Καταστημάτων, όσα περίπου θα είναι και τα Καταστήματά μας στην Ελλάδα, ενώ με δίκτυο Καταστημάτων 1.200 μονάδων μέχρι το 2010, επιδιώκουμε να είμαστε μία από τις μεγαλύτερες περιφερειακές τράπεζες, με μερίδιο αγοράς άνω του 10% στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και 15% στην ευρύτερη περιοχή, περιλαμβανομένης και της Ελλάδος. Προσδοκούμε ότι τα κέρδη μας από τη Νοτιοανατολική Ευρώπη θα υπερβαίνουν το 25% των συνολικών κερδών μέχρι το τέλος της δεκαετίας που διανύουμε. Η πολιτική μας για την επίτευξη των στόχων συνίσταται σε ισόρροπη και επιλεκτική επέκταση, σταθμίζοντας σε κάθε περίπτωση τους κινδύνους.
Οι σημαντικές επιδόσεις μας κατά το 2005 και οι προοπτικές που υπάρχουν για τη διατήρησή τους στο μέλλον είναι αποτέλεσμα του ισχυρού ονόματος, της καλής οργανώσεως, της δυναμικότητας, της πρωτοπορίας και κυρίως της υψηλής ποιότητας των υπηρεσιών που παρέχουμε. Τα χαρακτηριστικά αυτά αναγνωρίζονται ολοένα και από μεγαλύτερο αριθμό πελατών, μετόχων και αναλυτών και πιστοποιούνται και από διακρίσεις που μας απονέμονται. Κατά το 2005 η Alpha Bank ανακηρύχθηκε ως η καλύτερη Ελληνική Τράπεζα στο πλαίσιο των βραβείων «Awards for Excellence 2005» του περιοδικού Euromoney. Επίσης, η Τράπεζα κατετάγη 1η τον Αύγουστο του 2005 από την Reuters και 4η για το σύνολο του έτους από την Bloomberg, όσον αφορά στην ακρίβεια των προβλέψεων του Τμήματος Αναλύσεων Αγοράς για τις ισοτιμίες των νομισμάτων, μεταξύ μεγάλου αριθμού συμμετεχουσών τραπεζών διεθνώς. Τιμήθηκε, τέλος, με το «Βραβείο Επιχείρηση και Παράδοση» του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών ως η επιχείρηση που παρουσιάζει πολύχρονο και επιτυχημένο παρελθόν, δυναμικό παρόν και υποσχόμενο μέλλον στην Ελληνική αγορά.
Βεβαίως, τίποτα από όλα αυτά δεν θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί χωρίς την στήριξη του Προσωπικού μας, στο οποίο ανήκουν συγχαρητήρια που με ζήλο και μεθοδική εργασία συμβάλει στην πρόοδο της Τραπέζης. Για αυτό το λόγο, αναγνωρίζοντας τη συμβολή του, αποφασίσαμε τη χορήγηση εφάπαξ έκτακτης παροχής στο σύνολο του Προσωπικού που ανέρχεται στο 3,5% των τακτικών ετήσιων αποδοχών εκάστου».