Μέσα από εννέα «βήματα» και σε λιγότερο από τρεις εβδομάδες κατάσχονται πλέον από την Επιχειρησιακή Μονάδα Είσπραξης, τα Ελεγκτικά Κέντρα και τις ΔΟΥ τα εισοδήματα και οι καταθέσεις των φορολογουμένων οι οποίοι δεν εξοφλούν εμπρόθεσμα ή δεν τακτοποιούν σε δόσεις τις ληξιπρόθεσμες οφειλές τους προς το Δημόσιο.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
Μέσα από εννέα «βήματα» και σε λιγότερο από τρεις εβδομάδες κατάσχονται πλέον από την Επιχειρησιακή Μονάδα Είσπραξης, τα Ελεγκτικά Κέντρα και τις ΔΟΥ τα εισοδήματα και οι καταθέσεις των φορολογουμένων οι οποίοι δεν εξοφλούν εμπρόθεσμα ή δεν τακτοποιούν σε δόσεις τις ληξιπρόθεσμες οφειλές τους προς το Δημόσιο.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στο ειδικό εγχειρίδιο φορολογικών διαδικασιών που εξέδωσε πρόσφατα και κοινοποίησε σε όλες τις φοροεισπρακτικές υπηρεσίες η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), η διαδικασία μιας κατάσχεσης απαιτήσεων οφειλέτη του Δημοσίου εις χείρας τρίτων διεκπεραιώνεται από τη φορολογική υπηρεσία που είναι αρμόδια για την είσπραξη των οφειλών σε χρόνο που κυμαίνεται από 11 έως και 20 ημέρες. Για την πραγματοποίηση της κατάσχεσης ακολουθούνται τα παρακάτω «βήματα»:
1) Επιλογή οφειλέτη: Ο οφειλέτης, στον οποίο θα επιβληθεί η κατάσχεση, επιλέγεται από τον προϊστάμενο της αρμόδιας φορολογικής υπηρεσίας, κατόπιν προτεραιοποίησης των υποθέσεων, με κριτήρια το ύψος και την παλαιότητα της οφειλής, τη φορολογική συμπεριφορά, τη διακοπή της παραγραφής κ.λπ. ή με κριτήρια που τίθενται από τη διοίκηση (όπως, ενδεικτικά, διασταυρώσεις οφειλετών κ.λπ.).
2) Εντοπισμός απαιτήσεων του οφειλέτη εις χείρας τρίτων: Η αρμόδια φορολογική υπηρεσία -δηλαδή η Επιχειρησιακή Μονάδα Είσπραξης (ΕΜΕΙΣ) ή το Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ) ή το Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (ΚΕΜΕΕΠ) ή η ΔΟΥ- πραγματοποιεί έρευνα για τον εντοπισμό χρηματικών, κυρίως, απαιτήσεων του οφειλέτη από τρίτους (μισθών από εργοδότες, συντάξεων από ασφαλιστικά ταμεία, ενοικίων από μισθωτές, λοιπών απαιτήσεων από τρίτους κ.λπ.). Στόχος της έρευνας είναι η επιβολή κατάσχεσης του ποσού που ο τρίτος (ο εργοδότης, το ασφαλιστικό ταμείο, ο μισθωτής κ.λπ.) πρόκειται να αποδώσει στον οφειλέτη του Δημοσίου. Η κατάσχεση επιδιώκεται να επιβληθεί πριν αποδοθεί το ποσό στον οφειλέτη του Δημοσίου, δηλαδή όταν αυτό βρίσκεται ακόμη στα χέρια του τρίτου (του εργοδότη, του ταμείου, του μισθωτή κ.λπ.). Σε περίπτωση ύπαρξης υπολοίπου καταθέσεων σε τραπεζικό λογαριασμό του οφειλέτη η κατάσχεση επιδιώκεται να επιβληθεί με την αποστολή ηλεκτρονικού κατασχετηρίου στην τράπεζα, που θεωρείται «τρίτος» και έχει ως στόχο τη δέσμευση ποσού από το υπόλοιπο του καταθετικού λογαριασμού του οφειλέτη, προκειμένου να αποδοθεί στο Δημόσιο. Η έρευνα για τον εντοπισμό απαιτήσεων του οφειλέτη στα χέρια τρίτων διενεργείται με αναζήτηση πληροφοριών μέσω του Συστήματος Φορολογίας TAXIS, του Συστήματος Μητρώου Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών (ΣΜΤΛ και Λ.Π.) ή μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης.
3) Δημιουργία κατασχετηρίου: Δημιουργείται από το σύστημα TAXIS κατασχετήριο στα χέρια τρίτων ή στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων, ως τρίτων. Τo κατασχετήριο δημιουργείται: α) Με την εισαγωγή: των στοιχείων του οφειλέτη ή των οφειλετών, αν πρόκειται για μαζικό κατασχετήριο στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων, των στοιχείων του τρίτου, των ληξιπρόθεσμων ατομικών οφειλών και των χρεών συνυποχρέωσης ή συνυπευθυνότητας του οφειλέτη στον πίνακα χρεών, με ιδιαίτερη προσοχή στο ποσοστό συνυπευθυνότητας. β) Με την αποθήκευση και απόδοση αριθμού ειδικού βιβλίου κατασχετηρίου στα χέρια τρίτων.
4) Εκτύπωση, έγκριση και υπογραφή κατασχετηρίου: Σε περίπτωση έκδοσης μη ηλεκτρονικού κατασχετηρίου, ακολουθείται η εξής «διαδρομή»: ανάκτηση του αριθμού ειδικού βιβλίου του μη ηλεκτρονικού κατασχετηρίου, εκτύπωση, εις διπλούν, για έγκριση και υπογραφή από τον τμηματάρχη και τον διευθυντή της αρμόδιας φορολογικής υπηρεσίας. Σε περίπτωση ηλεκτρονικού κατασχετηρίου που προορίζεται για τις τράπεζες αποδίδεται αριθμός πρωτοκόλλου εξερχόμενου εγγράφου στο κατασχετήριο, με πάτημα του πλήκτρου F3. Στη συνέχεια το ηλεκτρονικό κατασχετήριο εγκρίνεται, μέσω του TΑXIS, από τον προϊστάμενο της, κατά περίπτωση, αρμόδιας φορολογικής υπηρεσίας.
5) Ανάθεση του μη ηλεκτρονικού κατασχετηρίου σε υπάλληλο της υπηρεσίας ή σε συνεργαζόμενο με τη φορολογική υπηρεσία δικαστικό επιμελητή για την επίδοση του κατασχετηρίου στον τρίτο: Καταχωρούνται τα στοιχεία του οριζόμενου υπαλλήλου ή του δικαστικού επιμελητή στο σχετικό πεδίο του κατασχετηρίου. Επίσης, στην εκτύπωση παραλαβής του κατασχετηρίου, καταχωρείται η ημερομηνία παραλαβής προς επίδοση.
6) Επίδοση - αποστολή του κατασχετηρίου στον τρίτο: α) Σε περίπτωση έκδοσης μη ηλεκτρονικού κατασχετηρίου, ο οριζόμενος υπάλληλος ή ο δικαστικός επιμελητής επιδίδει αυτοπροσώπως το κατασχετήριο και επιστρέφει αντίγραφο του αποδεικτικού επίδοσης στην εκδούσα αρμόδια φορολογική υπηρεσία ή αποστέλλει το κατασχετήριο στον τρίτο ταχυδρομικά. Η αρμόδια υπηρεσία καταχωρεί την ημερομηνία επίδοσης. Αν δεν καταστεί δυνατό να εντοπιστεί ο τρίτος στη δοθείσα διεύθυνση/έδρα, συντάσσεται το σχετικό αποδεικτικό. Το κατασχετήριο επιστρέφεται στην εκδούσα φορολογική αρχή και καταχωρείται στο πεδίο των παρατηρήσεων ο λόγος που δεν επιδόθηκε αυτό. Το κατασχετήριο, με το αποδεικτικό επίδοσης, τίθεται στον φάκελο που τηρείται στο αρμόδιο τμήμα, είτε με αύξοντα αριθμό (α/α) κατασχετηρίου ανά έτος, είτε με αλφαβητική σειρά οφειλέτη. β) Σε περίπτωση ηλεκτρονικού κατασχετηρίου πραγματοποιείται ηλεκτρονική διαβίβαση αυτού μέσω μηνύματος στον κόμβο της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε. Μέσω του κόμβου αυτού το κατασχετήριο αποστέλλεται στους τρίτους, δηλαδή στις τράπεζες.
7) Παραλαβή δήλωσης τρίτου: α) Σε περίπτωση επίδοσης μη ηλεκτρονικού κατασχετηρίου, ο τρίτος, εντός 8 ημερών από την επίδοση του κατασχετηρίου (8 εργάσιμων ημερών για τις τράπεζες), είτε υποβάλλει εγγράφως δήλωση για την ύπαρξη ή μη του κατασχετέου ποσού στα χέρια του, διά αναφοράς που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή στον προϊστάμενο της υπηρεσίας που εξέδωσε το κατασχετήριο, είτε προβαίνει σε προφορική δήλωση ενώπιον του ειρηνοδίκη της κατοικίας ή διαμονής του, ο οποίος συντάσσει σχετική έκθεση την οποία αποστέλλει ταχυδρομικά στην αρμόδια υπηρεσία. β) Σε περίπτωση αποστολής ηλεκτρονικού κατασχετηρίου, παραλαμβάνεται ηλεκτρονικά και εκτυπώνεται η δήλωση της τράπεζας επί του κατασχετηρίου, είτε θετική είτε αρνητική.
8) Αξιολόγηση του περιεχομένου της δήλωσης τρίτου: α) Εξετάζεται η ειλικρίνεια της δήλωσης και αξιολογείται η σκοπιμότητα άσκησης ανακοπής κατά αυτής. β) Διαβιβάζεται με έγγραφο υπογεγραμμένο από τον προϊστάμενο της φορολογικής υπηρεσίας στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ) επικυρωμένο φωτοαντίγραφο του κατασχετηρίου, του αποδεικτικού επίδοσης, της δήλωσης τρίτου, προκειμένου αυτό να αποφασίσει αν συντρέχουν λόγοι άσκησης ανακοπής. γ) Σε περίπτωση αξιολόγησης του περιεχομένου της δήλωσης τρίτου ως ανειλικρινούς, το ΝΣΚ καταθέτει ανακοπή. Αν δεν υποβληθεί δήλωση από τον τρίτο ή υποβληθεί εκπρόθεσμη δήλωση ή χωρίς την τήρηση του απαιτούμενου τύπου ή αν το κατασχεθέν ποσό στα χέρια του τρίτου δεν αποδοθεί εντός των οριζόμενων από τον νόμο προθεσμιών, ο τρίτος λογίζεται ως οφειλέτης του ποσού για το οποίο επιβλήθηκε η κατάσχεση, δηλαδή η οφειλή βεβαιώνεται σε βάρος του.
9) Παρακολούθηση για την άμεση απόδοση της κατασχεθείσας απαίτησης: α) Σε περίπτωση έκδοσης μη ηλεκτρονικού κατασχετηρίου, η υπηρεσία μεριμνά για την άμεση απόδοση της κατασχεθείσας απαίτησης, βάσει της θετικής δήλωσης του τρίτου, μέσω κατάθεσης αυτού σε τραπεζικό ίδρυμα με αναφορά της Ταυτότητας Οφειλής Κατασχετηρίου (ΤΟΚ). β) Σε περίπτωση που έχει αποσταλεί ηλεκτρονικό κατασχετήριο σε πιστωτικό ίδρυμα, η απόδοση του κατασχεθέντος ποσού βάσει της θετικής δήλωσης του ιδρύματος διενεργείται μέσω του διατραπεζικού συστήματος, με αναφορά στη μοναδική Ταυτότητα Οφειλής Κατασχετηρίου (ΤΟΚ). Η απόδοση διενεργείται εντός 10 εργάσιμων ημερών από την υποβολή της δήλωσης του πιστωτικού ιδρύματος στον λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος, είτε στην υπηρεσία που επέβαλε την κατάσχεση.