Σε βαθιά περισυλλογή βάζει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, την ώρα που ολοκλήρωσε το άνευ προηγουμένου πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, ύψους 2,6 τρισ. ευρώ, στα τέλη Δεκεμβρίου του 2018. Η οικονομία της Ευρωζώνης έχει σαφώς κατεβάσει ταχύτητα τους τελευταίους μήνες, όπως αποτυπώνεται στα μακροοικονομικά στατιστικά στοιχεία, και αυτό φρενάρει τα σχέδια της ΕΚΤ για αλλαγή νομισματικής πολιτικής στο άμεσο μέλλον.
Από την έντυπη έκδοση
Των Έφης Τριήρη και Αγγελικής Κοτσοβού
Σε βαθιά περισυλλογή βάζει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, την ώρα που ολοκλήρωσε το άνευ προηγουμένου πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, ύψους 2,6 τρισ. ευρώ, στα τέλη Δεκεμβρίου του 2018. Η οικονομία της Ευρωζώνης έχει σαφώς κατεβάσει ταχύτητα τους τελευταίους μήνες, όπως αποτυπώνεται στα μακροοικονομικά στατιστικά στοιχεία, και αυτό φρενάρει τα σχέδια της ΕΚΤ για αλλαγή νομισματικής πολιτικής στο άμεσο μέλλον. Αυτό σημαίνει ότι η Κεντρική Τράπεζα της Ευρωζώνης θα έχει να αντιμετωπίσει ένα δύσκολο έργο: να αποσύρει τα άνευ προηγουμένου μέτρα στήριξης χωρίς να πλήξει τον τραπεζικό κλάδο που εξακολουθεί να είναι αποσπασματικός σε πολλές χώρες του ευρώ. Για τον λόγο αυτό, οι διαμορφωτές νομισματικής πολιτικής της Ευρωζώνης συζητούν διάφορες προοπτικές για να διευκολύνουν αυτή τη μετάβαση, προκειμένου να αποφευχθεί μία κρίση ρευστότητας ειδικά στη Νότια Ευρώπη.
Ένας τρόπος που εξετάζεται ήδη από τα τέλη του 2018 για τη στήριξη του τραπεζικού τομέα είναι η χορήγηση φθηνών δανείων μακράς διάρκειας τους προσεχείς μήνες, όπως άλλωστε διαπιστώνεται και στα πρακτικά από την τελευταία συνεδρίαση της ΕΚΤ.
Οι διαμορφωτές νομισματικής πολιτικής της Ευρωζώνης εμφανίζονται ιδιαίτερα επιφυλακτικοί, με ορισμένους μάλιστα να ζητούν να εξεταστεί ένας νέος γύρος φθηνής χρηματοδότησης σε τράπεζες, έτσι ώστε να υπάρξει μία βασική πηγή χρηματοδότησης σε χώρες όπως Ιταλία, Πορτογαλία και Ισπανία. Οι συζητήσεις αυτές ενισχύουν τις προσδοκίες της αγοράς για ένα νέο πρόγραμμα Στοχευμένων Πράξεων Μακροπρόθεσμης Χρηματοδότησης (TLTRO), πρόγραμμα που συγκαταλέγεται στα μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ.
Οι νέες πιο δυσχερείς οικονομικές συνθήκες έχουν κάνει πιο επιφυλακτικά κάποια μέλη του Δ.Σ. της ΕΚΤ και πιο ανοικτά στη συζήτηση ακόμη και ενός νέου γύρου χορήγησης δανείων μακράς διαρκείας σε τράπεζες το επόμενο έτος, όπως είχαν αποκαλύψει πηγές στις αρχές Δεκεμβρίου του 2018. Μάλιστα, μία υπό εξέταση ιδέα είναι να καταστεί το πρόγραμμα TLTRO μόνιμη πράξη με κυμαινόμενο επιτόκιο, κάτι που θα δώσει ελευθερία κινήσεων στην ΕΚΤ όταν θα αποφασίσει να αυξήσει το βασικό επιτόκιο από το μηδέν, επίπεδο στο οποίο βρίσκεται από τον Μάρτιο του 2016.
Η προοπτική αυτή επιβεβαιώνεται τώρα από τα πρακτικά της τελευταίας συνεδρίασης της ΕΚΤ, οπότε κατατέθηκε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων πρόταση να επανεξεταστεί η συμβολή των TLTROs στη γενικότερη νομισματική πολιτική της Ευρωζώνης. Ορισμένοι μάλιστα αξιωματούχοι ζήτησαν στο μήνυμα της ΕΚΤ να συμπεριληφθεί η επισήμανση ότι οι κίνδυνοι για την οικονομία της Ευρωζώνης «τείνουν να αυξηθούν» - μία φράση που στο παρελθόν σηματοδοτούσε μια προσεχώς πιο χαλαρή νομισματική πολιτική. Στο τέλος βέβαια η ΕΚΤ επέλεξε μια συμβιβαστική λύση, βάσει της οποίας οι κίνδυνοι χαρακτηρίζονται εξισορροπημένοι και βαίνουν μειούμενοι. Πάντως, τα πρακτικά αποτυπώνουν την επιφυλακτική στάση μεταξύ των διαμορφωτών πολιτικής.
Σημειώνεται ότι με τα TLTROs, η ΕΚΤ προσφέρει σε τράπεζες χρηματοδότηση διάρκειας τεσσάρων ετών με ελκυστικές συνθήκες, προσφέροντάς τους κίνητρο να αυξήσουν τη χορήγηση δανείων προς επιχειρήσεις και καταναλωτές στη ζώνη του ευρώ. Μέχρι σήμερα, η ΕΚΤ έχει πραγματοποιήσει δύο γύρους τέτοιου είδους προγραμμάτων, το ένα άρχισε τον Ιούνιο του 2014 και το δεύτερο τον Μάρτιο του 2016, με τη συνολική χρηματοδότηση να ανέρχεται λίγο χαμηλότερα από τα 2 τρισ. ευρώ.
Παρ' όλα αυτά, καμία από τις προοπτικές αυτές δεν πρόκειται να υλοποιηθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα, δεδομένου ότι η ΕΚΤ έχει δεσμευθεί να διατηρήσει το χαμηλό επιτόκιό της στο σημερινό επίπεδο τουλάχιστον έως το καλοκαίρι του 2019. Ορισμένοι μάλιστα διαμορφωτές πολιτικής συμφωνούν να αυξηθεί μόνο το επιτόκιο καταθέσεων μία ή δύο φορές σε πρώτη φάση, όπως είχε διαρρεύσει στις αρχές Δεκεμβρίου του 2018. Αυτό το επιτόκιο βρίσκεται αυτή τη στιγμή στις 40 μονάδες βάσης κάτω από το μηδέν, γεγονός που σημαίνει ότι οι τράπεζες θα πρέπει να πληρώνουν στην ΕΚΤ για κάθε επιπλέον ρευστό που καταθέτουν σε αυτήν.
Με τα TLTROs, η ΕΚΤ προσφέρει σε τράπεζες χρηματοδότηση διάρκειας τεσσάρων ετών με ελκυστικές συνθήκες, δίνοντάς τους κίνητρο να αυξήσουν τη χορήγηση δανείων προς επιχειρήσεις και καταναλωτές στη ζώνη του ευρώ.
Οι οίκοι δεν βλέπουν αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ
Με την οικονομία της Ευρωζώνης να πατάει φρένο και τον πληθωρισμό να απομακρύνεται από τον στόχο 2%, η ΕΚΤ δεν έχει άλλη επιλογή από το να μεταθέσει χρονικά την πρώτη αύξηση επιτοκίων από το 2011.
Με την επόμενη συνεδρίαση της ΕΚΤ να έχει προγραμματισθεί σε δύο εβδομάδες, η προσοχή στρέφεται στο πώς τα πρόσφατα, αποθαρρυντικά μακροοικονομικά στοιχεία θα επηρεάσουν τις εκτιμήσεις της ΕΚΤ για την ανάπτυξη της Ευρωζώνης. Οι περισσότερες επενδυτικές τράπεζες, μεταξύ των οποίων η ING και η JP Morgan, δεν αναμένουν προς το παρόν κάποια αλλαγή στη στάση της ΕΚΤ, ειδικά στην πρώτη συνεδρίαση του 2019, στις 24 Ιανουαρίου.
Η ΕΚΤ έγραψε τον Δεκέμβριο τον «επίλογο» του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, στη διάρκεια του οποίου διοχέτευσε ρευστότητα 2,6 τρισ. ευρώ, βοηθώντας την οικονομία να εξέλθει από την ύφεση και να επιστρέψει σε προ κρίσης ρυθμούς ανάπτυξης. Όμως η «χρυσή» εποχή φαίνεται πως έχει παρέλθει, με την οικονομία να εμφανίζει ενδείξεις επιβράδυνσης, εξέλιξη που στενεύει τα περιθώρια της ΕΚΤ στα επόμενα βήματα νομισματικής σύσφιγξης. Η κεντρική τράπεζα έχει δεσμευθεί ότι θα διατηρήσει αμετάβλητο το κόστος δανεισμού -με μηδενικό βασικό επιτόκιο και το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων σε αρνητικά επίπεδα, στο-0,4%, έως το καλοκαίρι του 2019, ώστε να συνεχίσει να στηρίζει την οικονομία της Ευρωζώνης και να συμβάλει στην άνοδο του πληθωρισμού. Η δραματική όμως επιδείνωση των οικονομικών προοπτικών είχε ως αποτέλεσμα την επιθετική αναθεώρηση των προσδοκιών της αγοράς τις τελευταίες εβδομάδες, με ολοένα και περισσότερους αναλυτές να μη βλέπουν πλέον κάποια επιτοκιακή αύξηση εντός του 2019.
Η JP Morgan Chase & Co. είναι μεταξύ των επενδυτικών τραπεζών που προβλέπει ότι η ΕΚΤ θα καθυστερήσει την έναρξη ενός κύκλου αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής. Ορισμένοι οικονομολόγοι αναμένουν ότι η πρώτη αύξηση θα αποφασιστεί προς τα μέσα του 2020.
Όπως προβλέπει η JP Morgan, η ΕΚΤ θα αρχίσει να αυξάνει τα επιτόκια στα τέλη του 2019, καθώς η οικονομία της Ευρωζώνης βρίσκεται αντιμέτωπη με βραδύτερη ανάπτυξη και πληθωρισμό. Οι οικονομολόγοι της JP Morgan προβλέπουν την πρώτη επιτοκιακή αύξηση κατά 15 μονάδες βάσης τον Δεκέμβριο -αντί της αρχικής εκτίμησης για Σεπτέμβριο- ενώ υποβάθμισαν και τις εκτιμήσεις τους για την ανάπτυξη στο 1,5% από 2%. Παράλληλα, προβλέπουν ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει στο 1,1% στα τέλη του 2019, σε επίπεδα κατώτερα του στόχου 2% της ΕΚΤ.