Με αύξηση της μέσης τιμής των καυσίμων κατά 20%-23% σε σύγκριση με το 2017 «έκλεισε» το 2018 για την ακτοπλοΐα, ενώ αυτό που θα πρέπει να σημειωθεί είναι ότι οι πρώτες ημέρες του 2019 οι τιμές των καυσίμων είναι στα ίδια επίπεδα με το αντίστοιχο πρώτο δεκαήμερο του 2018.
Από την έντυπη έκδοση
Του Λάμπρου Καραγεώργου
[email protected]
Με αύξηση της μέσης τιμής των καυσίμων κατά 20%-23% σε σύγκριση με το 2017 «έκλεισε» το 2018 για την ακτοπλοΐα, ενώ αυτό που θα πρέπει να σημειωθεί είναι ότι οι πρώτες ημέρες του 2019 οι τιμές των καυσίμων είναι στα ίδια επίπεδα με το αντίστοιχο πρώτο δεκαήμερο του 2018.
Οι ανατιμητικές τάσεις των δύο τελευταίων χρόνων επιβάρυναν τα αποτελέσματα του ακτοπλοϊκού κλάδου κατά 100 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με υπολογισμούς του προέδρου του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας Μιχάλη Σακέλλη.
Επίσης στην ακτοπλοΐα θεωρούν ότι και το 2019 τα καύσιμα θα κυμανθούν σε υψηλά επίπεδα και εκτιμούν ότι δύσκολα θα αποφευχθούν οι αυξήσεις στους ναύλους επιβατών και οχημάτων.
Όπως αναφέρουν, υπάρχουν εισιτήρια που δεν έχουν αυξηθεί την τελευταία δεκαετία, ενώ η όποια ανατίμηση προκλήθηκε μόνο από την άνοδο του ΦΠΑ.
Το 2018 η μέση τιμή του καυσίμου IFO-380 1% έκλεισε στο λιμάνι του Πειραιά στα 410 ευρώ ο τόνος περίπου, ενώ το 2017 ήταν στα 340 ευρώ ο τόνος και το 2016 στα 265 ευρώ ο τόνος.
Αντίστοιχα, η μέση τιμή του IFO-380 3,5% διαμορφώθηκε στα 375 ευρώ ο τόνος το 2018, έναντι 305 ευρώ ο τόνος το 2017 και 225 ευρώ ο τόνος το 2016.
Επίσης το πρώτο δεκαήμερο του 2019 οι τιμές κυμαίνονται στα 378 ευρώ ο τόνος, ενώ πέρυσι την ίδια περίοδο ήταν 376 ευρώ ο τόνος. Φαίνεται ότι πέρυσι οι τιμές των καυσίμων ξεκίνησαν πιο χαμηλά σε σύγκριση με την πορεία τους την υπόλοιπη χρονιά και οι ακτοπλόοι δεν αποκλείουν κάτι ανάλογο και φέτος.
Σχετικά με τα καύσιμα πρέπει να τονίσουμε ότι το κόστος τους αποτελεί περίπου το 40% του καθαρού ναύλου που πληρώνουν οι επιβάτες.
Η μέση αύξηση των τιμών των καυσίμων το 2018, σε σχέση με το 2017, έφτασε το 20%-23%, ανέφερε πρόσφατα σε συνέδριο στη Χίο ο κ. Σακέλλης, για να προσθέσει ότι και το 2017 οι τιμές των καυσίμων αυξήθηκαν κατά 29% σε σχέση με το 2016. Συνολικά εκτιμάται ότι τη διετία 2017/2018 τα αποτελέσματα των ακτοπλοϊκών εταιρειών θα επιβαρυνθούν κατά 100.000.000 ευρώ περίπου.
Επίσης το 2020 οι τιμές των καυσίμων αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω κατά 30% λόγω της υποχρέωσης κατανάλωσης καυσίμων χαμηλότερης περιεκτικότητας σε θείο σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή οδηγία 2012/33.
Αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε, τόνισε ο κ. Σακέλλης, είναι ότι οι τιμές των εισιτηρίων διαμορφώνονται από τους φόρους και τους συντελεστές κόστους. Είναι, λοιπόν, φυσιολογικό να δημιουργούνται πιέσεις για αυξήσεις των ναύλων όταν τα έξοδα αυξάνονται.
Ο ίδιος αλλά και το σύνολο του ακτοπλοϊκού κλάδου προκρίνουν ως μια λύση για την αποφυγή αύξησης των τιμών των εισιτηρίων, οι οποίες τα τελευταία χρόνια παραμένουν καθηλωμένες, τη μείωση των συντελεστών ΦΠΑ που ισχύουν στην ακτοπλοΐα. Σημειώνεται ότι στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες που διαθέτουν ακτοπλοϊκό στόλο ο ΦΠΑ είναι είτε ο ελάχιστος είτε μηδενικός.
Επίσης θα μπορούσε η ακτοπλοΐα να απαλλαγεί από το κόστος τήρησης των στρατηγικών αποθεμάτων, ενώ στα πάγια αιτήματα του κλάδου περιλαμβάνεται και η επιδότηση των εργοδοτικών εισφορών, ένα μέτρο που έχουν υιοθετήσει πολλές ευρωπαϊκές χώρες προκειμένου να διατηρήσουν χαμηλούς τους ναύλους.
Έχει ιδιαίτερη σημασία, πάντως, η επισήμανση του προέδρου του ΣΕΕΝ -επισήμανση που έχει ως αποδέκτη την κυβέρνηση και γενικότερα το πολιτικό προσωπικό της χώρας- ότι «η καλή λειτουργία των ακτοπλοϊκών μας συγκοινωνιών είναι ένα θέμα που αφορά όλη την Ευρώπη», λαμβανομένης -όπως εξηγεί- υπόψη της «μεγάλης σημασίας των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών για την προάσπιση των εθνικών αλλά και των ευρωπαϊκών συμφερόντων, όπως μεταξύ άλλων είναι η μετακίνηση χιλιάδων μεταναστών και προσφύγων».
«Ας μη θεωρούμε δεδομένες τις ακτοπλοϊκές μας συγκοινωνίες» υπογράμμισε στο ίδιο συνέδριο ο κ. Σακέλλης. Αντιθέτως, σύμφωνα με τον ίδιο, πρέπει να ανησυχούμε γιατί όσο δεν παίρνουμε τα αναγκαία μέτρα πολύ εύκολα μπορεί να υποβαθμιστεί το επίπεδο των προσφερόμενων υπηρεσιών εφόσον οι εταιρείες δεν θα είναι βιώσιμες.
Για τη διατήρηση των καλών και ποιοτικών υπηρεσιών οι οποίες προσφέρονται σήμερα και για την ανάγκη εξέλιξής τους πρέπει κάθε μέρα να διαπιστώνουμε τα προβλήματα και να δρομολογούμε λύσεις, κατέληξε.