Ασφυκτικές πιέσεις στη ρευστότητα αλλά και στην ψυχολογία της αγοράς ασκεί ο παρατεταμένος αποκλεισμός του ελληνικού Δημοσίου από τα διεθνή κεφάλαια. Με την απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου να κινείται πεισματικά στην περιοχή πλησίον του 4,5%, τραπεζικοί και επιχειρηματικοί παράγοντες υπογραμμίζουν με προβληματισμό τις επιπλοκές στην πραγματική οικονομία.
Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Ασφυκτικές πιέσεις στη ρευστότητα αλλά και στην ψυχολογία της αγοράς ασκεί ο παρατεταμένος αποκλεισμός του ελληνικού Δημοσίου από τα διεθνή κεφάλαια. Με την απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου να κινείται πεισματικά στην περιοχή πλησίον του 4,5%, τραπεζικοί και επιχειρηματικοί παράγοντες υπογραμμίζουν με προβληματισμό τις επιπλοκές στην πραγματική οικονομία.
Με επιχείρημα το cash buffer, το αποθεματικό ύψους 24 δισ. ευρώ και άνω, το οποίο επαρκεί για την εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους έως και τα επόμενα 4-5 χρόνια, η κυβέρνηση διαμηνύει ότι το ελληνικό Δημόσιο στην πραγματικότητα δεν έχει ανάγκη να προσφύγει στις αγορές. Σε ανάλογο μήκος κύματος κινούνται οι Ευρωπαίοι εταίροι και πιστωτές, οι οποίοι συνιστούν υπομονή, παρουσιάζοντας μια επιτυχή έξοδο της Ελλάδας από τα προγράμματα προσαρμογής. Στην ίδια εκτίμηση προβαίνουν και διεθνείς οίκοι αξιολόγησης, όπως ο Moody's, οι οποίοι ωστόσο αναλύουν απλώς τη δυνατότητα της Ελλάδας να αποπληρώνει το εξωτερικό χρέος της, χωρίς να υπεισέρχονται στην καθημερινότητα της πραγματικής οικονομίας.
Όμως, αν δεν μπορεί να δανειστεί το κράτος, τότε δεν μπορούν να δανειστούν οι τράπεζες. Κι αν δεν μπορούν να δανειστούν οι τράπεζες, τότε δεν μπορούν να δανειστούν οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Τραπεζικές πηγές εξηγούν στη «Ν» ότι η παρατεταμένη απουσία του ελληνικού Δημοσίου από τις αγορές δυσχεραίνει τις προσπάθειες των ελληνικών τραπεζών να επανακτήσουν διατηρήσιμη πρόσβαση στις αγορές χρήματος με σκοπό την άντληση ρευστότητας, ιδιαίτερα αν πρόκειται για εκδόσεις μη καλυμμένων ομολογιών. Επιπλέον, οι πιέσεις στο spread των ελληνικών ομολόγων επηρεάζουν αρνητικά το κόστος δανεισμού των τραπεζών, με προφανείς συνέπειες μεσοπρόθεσμα.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, πέρα από τη χρηματοδοτική επίπτωση, η μακρόχρονη απουσία από τις αγορές χρήματος, ιδιαίτερα αν συνοδεύεται από αυξημένη ανησυχία για τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας, έχει και αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχολογία της αγοράς (market sentiment) και τη διάθεση ανάληψης επιχειρηματικού/επενδυτικού ρίσκου από τους διεθνείς αλλά και τους εγχώριους επενδυτές/επιχειρηματίες.
Οι αποδόσεις που συναντά κανείς (σχεδόν 4,5%) για την Ελλάδα στην αγορά κρατικών ομολόγων διατηρούν υψηλό το country risk και εδραιώνονται στη συνείδηση των επενδυτών ευρύτερα για τη χώρα, επισημαίνουν πηγές με γνώση του θέματος. Υπογραμμίζουν δε ότι μέσα σε αυτό το περιβάλλον, σε αντίθεση με ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις που είναι σε θέση να διασφαλίζουν ομολογιακές εκδόσεις με πιο λογικά επιτόκια (3%-3,5%), οι υπόλοιπες επιχειρήσεις και δη οι μικρομεσαίες στην πραγματικότητα αδυνατούν να δανειστούν.
Την εικόνα που διαμορφώνεται στην ελληνική αγορά επιβεβαιώνει στη «Ν» ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ Γιώργος Καββαθάς, ο οποίος επικαλείται μεταξύ άλλων την εξαμηνιαία έρευνα γνώμης «Survey on the Access to Finance of Enterprises» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας: «Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα η οποία βαθμολογεί το πρόβλημα της πρόσβασης στη χρηματοδότηση ως υψηλής σημασίας πρόβλημα. Έρχεται πρώτη στον φόβο απόρριψης του αιτήματος χρηματοδότησης και από τις τελευταίες στην επάρκεια ιδίων κεφαλαίων ως λόγους μη υποβολής αιτήματος για χρηματοδότηση. Επιπλέον, είναι γνωστό ότι η χώρα μας έχει τα υψηλότερα επιτόκια χορηγήσεων προς επιχειρήσεις, όπως άλλωστε αποδεικνύεται και από τα στοιχεία των επιτοκίων δανειοδοτήσεων που δημοσιεύει η ΕΚΤ. Οι Έλληνες επιχειρηματίες βαθμολογούν υψηλότερα από κάθε άλλη χώρα της Ευρωζώνης την έλλειψη διαθεσιμότητας τραπεζικών δανείων και τα υπερβολικά επιτόκια ως λόγους για μη χρηματοδότησή τους μέσω τραπεζικού δανεισμού».
Η ετήσια μεταβολή της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τον μη χρηματοπιστωτικό ιδιωτικό τομέα παραμένει αρνητική και το μέσο επιτόκιο των τραπεζικών χορηγήσεων αυξήθηκε ελαφρά τους τέσσερις τελευταίους μήνες, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος. «Οι αποταμιεύσεις του ιδιωτικού τομέα δεν επαρκούν πλέον για τη χρηματοδότηση των ιδιωτικών επενδύσεων στην πραγματική οικονομία, λόγω της έλλειψης τραπεζικού δανεισμού και της δυσκολίας χρηματοδότησης από τις κεφαλαιαγορές. Από τα μέσα του 2016 και μετά, ένα μέρος των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα στην πραγματική οικονομία χρηματοδοτήθηκε με τη χρήση αποταμιεύσεων και χρηματοοικονομικού πλούτου παρελθόντων ετών, λύση που δεν είναι μακροχρόνια βιώσιμη. Γενικά, οι ιδιωτικοί αποταμιευτικοί πόροι που είναι διαθέσιμοι για επενδύσεις συρρικνώθηκαν από ένα μέγιστο 15,9% του ΑΕΠ το β' τρίμηνο του 2009 σε ένα ελάχιστο 3,5% του ΑΕΠ το α' τρίμηνο του 2017, με σημάδια ανάκαμψης έκτοτε (5,4% του ΑΕΠ το β' τρίμηνο του 2018)».
Πώς θα άλλαζε λοιπόν πρακτικά η εικόνα από τη στιγμή που θα υπήρχε αποκλιμάκωση των ελληνικών spreads και πρόσβαση του δημοσίου στις αγορές; «Είναι προφανές ότι η διατηρήσιμη πρόσβαση στις αγορές χρήματος με εύλογο (και αποκλιμακούμενο μεσοπρόθεσμα) κόστος χρήματος, αν και δεν θα ήταν ο μοναδικός παράγοντας, θα είχε μεσοπρόθεσμα θετικές επιπτώσεις στη δυνατότητα του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει την πιστωτική επέκταση των επιχειρήσεων με χαμηλότερα και πιο ανταγωνιστικά (και πιο συγκρίσιμα με την υπόλοιπη Ευρώπη, για παράδειγμα) επιτόκια. Αν δε αυτή η εξέλιξη συνοδευόταν και από θετικές αναπτυξιακές προσδοκίες, θα είχε τη δυνατότητα να θέσει τις βάσεις για δημιουργία ενός ενάρετου κύκλου (virtuous cycle)», απαντούν τραπεζικές πηγές.
Πράγματι, «εάν το κόστος δανεισμού του Δημοσίου από τις αγορές μειωθεί, αυτό δίνει το σήμα στις αγορές ότι μειώθηκε ο κίνδυνος της χώρας, με αποτέλεσμα επιχειρήσεις που προσπαθούν να δανεισθούν από τις αγορές να έχουν καλύτερη αντιμετώπιση σε όρους επιτοκίων και ευκολίας πρόσβασης σε δανειακά κεφάλαια. Το ίδιο και για τις τράπεζες κυρίως μέσω του ενδοτραπεζικού (ευρωπαϊκού) δανεισμού», σημειώνει από την πλευρά του ο καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο Πανεπιστήμιο Πειραιά Νίκος Απέργης, εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να μένει για τόσο μακρά περίοδο εκτός αγορών.
Σημειωτέον, το πρόβλημα του υψηλού κόστους δανεισμού για το ελληνικό Δημόσιο και κατ' επέκταση για την ιδιωτική οικονομία ενδέχεται να κορυφωθεί αν η Ελλάδα τελικά κάνει χρήση του cash buffer. Σειρά αναλυτών θεωρεί πως μια αντίστοιχη ενέργεια θα μεταφραστεί ως ένδειξη φόβου και χαμηλής αυτοπεποίθησης από την πλευρά του ελληνικού κράτους, το οποίο σε αυτήν την περίπτωση θα έχει επιλέξει να ενεργοποιήσει το μαξιλάρι ασφαλείας αντί να δανειστεί από τις αγορές. Επιπλέον, όλους τους προηγούμενους μήνες η κρίση στην Ιταλία λειτούργησε σε έναν βαθμό ως άλλοθι για τα υψηλά spreads των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Συνεπώς, η εξομάλυνση της κατάστασης στη Ιταλία και η αποκλιμάκωση των ιταλικών επιτοκίων ενέχει τον κίνδυνο να αποκαλυφθεί η Ελλάδα ως μεμονωμένο προβληματικό story της Ευρωζώνης στις αγορές.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, το οικονομικό επιτελείο φέρεται να σχεδιάζει την έκδοση 5ετούς κρατικού ομολόγου ενδεχομένως και στο τέλος Ιανουαρίου. Το ερώτημα είναι κατά πόσο μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν σε θέση να επιδράσει στη μεγάλη εικόνα. Τραπεζικές πηγές εκτιμούν πως μια αντίστοιχη πρωτογενής έκδοση ομολόγου, που θα ήταν επιτυχημένη και θα συνοδευόταν από καλή συμπεριφορά και στη δευτερογενή αγορά, θα ήταν μια θετική εξέλιξη και ένα πρώτο βήμα που θα μπορούσε να επιδράσει θετικά στη μεγάλη εικόνα, ιδιαίτερα αν θα συμπληρωνόταν και από εξελίξεις στην οικονομία που δημιουργούν αυξημένες αναπτυξιακές προσδοκίες και προοπτικές.
Άλλες πηγές με γνώση του θέματος εκτιμούν ότι σε αυτήν τη φάση μια αντίστοιχη έξοδος θα ήταν περισσότερο μια έξοδος εντυπώσεων, καθώς θα στηριζόταν σε συγκεκριμένες επαφές με επενδυτές, μέσα σε ένα ελεγχόμενο περιβάλλον. Επισημαίνουν άλλωστε ότι η έκδοση 5ετούς ομολόγου δεν συνιστά ιδιαίτερα δύσκολο εγχείρημα, δεδομένου ότι διασφαλίζεται από το cash buffer, το οποίο εκτιμάται ότι είναι σε θέση να καλύπτει ανάγκες σε βάθος 5ετίας. Εκτιμούν μάλιστα ότι, εν μέσω της προεκλογικής περιόδου, η ελληνική κυβέρνηση πιθανότατα θα επιδιώξει ανώδυνες εξόδους για την άντληση μικρών ποσών, ύψους 2-3 δισ. ευρώ, τα οποία θα μπορούν να καλύπτουν οι τράπεζες.
Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι το spread του 10ετούς κινείται στην περιοχή πλησίον του 4,5% και το ελληνικό Δημόσιο παραμένει στην πράξη εκτός αγορών διαμορφώνει ένα ασφυκτικό περιβάλλον για τη δυνατότητα των τραπεζών, κατ' επέκταση και των επιχειρήσεων, να δανειστούν, να επενδύσουν και τελικά να αναπτυχθούν. Επιπλέον, το cash buffer διασφαλίζει μεν την εξυπηρέτηση του χρέους τα επόμενα χρόνια, αλλά προκύπτει από την υπερφορολόγηση της οικονομίας και από χρήματα του τρίτου δανείου των θεσμικών πιστωτών προς την Ελλάδα, στερώντας πολύτιμους πόρους από την οικονομία και αφαιρώντας κίνητρα για μεταρρυθμίσεις που θα επέτρεπαν τη βιώσιμη πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές ως ορόσημο της επιστροφής στην κανονικότητα.