Έως και πριν από ενάμιση χρόνο ο δράκος της Ασίας ήταν έτοιμος να κατακτήσει τον κόσμο. Η επέλαση του σε Ευρώπη, Αφρική και Αμερική συνεχιζόταν με δυναμικούς ρυθμούς, μεγάλες και μικρές οικονομίες διεκδικούσαν μία θέση στο νέο Δρόμο του Μεταξιού και οι αναλυτές δεν είχαν αμφιβολία ότι πολύ σύντομα η κινεζική οικονομία θα φιγουράρει στην πρώτη θέση της παγκόσμιας κατάταξης. Σήμερα το σκηνικό έχει αλλάξει άρδην. Ο δράκος «κουτσαίνει» και το μοντέλο του αμφισβητείται έντονα. Τι πήγε λάθος; Τι υπερεκτίμησε η ίδια και η Δύση;
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Έως και πριν από ενάμιση χρόνο ο δράκος της Ασίας ήταν έτοιμος να κατακτήσει τον κόσμο. Η επέλαση του σε Ευρώπη, Αφρική και Αμερική συνεχιζόταν με δυναμικούς ρυθμούς, μεγάλες και μικρές οικονομίες διεκδικούσαν μία θέση στο νέο Δρόμο του Μεταξιού και οι αναλυτές δεν είχαν αμφιβολία ότι πολύ σύντομα η κινεζική οικονομία θα φιγουράρει στην πρώτη θέση της παγκόσμιας κατάταξης. Σήμερα το σκηνικό έχει αλλάξει άρδην. Ο εμπορικός πόλεμος της Κίνας με τις ΗΠΑ φέρνει στο προσκήνιο διαρθρωτικές αδυναμίες πολλών ετών, που «έκρυβε» η ιλιγγιώδης ανάπτυξη, και εγείρει σοβαρά ερωτήματα για την επιτυχία και τη βιωσιμότητα του μοντέλου της. Ο δράκος «κουτσαίνει» και τον πόνο του αισθάνονται κορυφαίες εταιρείες ανά τον πλανήτη από την Αpple και την GM στις ΗΠΑ έως τους μεταλλευτικούς κολοσσούς και τους ομίλους πολυτελών αγαθών της Ευρώπης.
Το 2018 η Κίνα αναπτύχθηκε με τους βραδύτερους ρυθμούς από το 1990 και η εφετινή χρονιά προβλέπεται ακόμη πιο δύσκολη. Και ενώ τα επίσημα στοιχεία του Πεκίνου κάνουν λόγο για ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 6,5%, οι οικονομολόγοι υπολογίζουν ότι στην πραγματικότητα η μεγέθυνση του κινεζικού ΑΕΠ είναι πολύ βραδύτερη, ίσως και κοντά στο 3,5%.
Σε πρόσφατή ανάλυσή της για τις παγκόσμιες προοπτικές έως το 2040 η Capital Economics υπολογίζει ότι η κινεζική οικονομία θα αναπτύσσεται με ρυθμούς μόλις 2% μέσα στην επόμενη δεκαετία, καθώς όπως εξηγεί σοβαρά προβλήματα στην κατανομή των πόρων πλήττουν την παραγωγικότητά της. Αντιθέτως η Ινδία με ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 5% με 7% θα παγιώσει τη θέση της ως της ταχύτερα αναπτυσσόμενης οικονομίας στον κόσμο και θα κατακτήσει έως το 2040 την τρίτη θέση στην παγκόσμια κατάταξη, υποσκελίζοντας την Ιαπωνία.
Ο συνδυασμός ελεύθερου εμπορίου και παγκοσμιοποίησης που την ωφέλησε όσο ίσως καμία άλλη οικονομία επί δύο δεκαετίες, δεν είναι πια τόσο ισχυρός. Ωστόσο αυτό δεν είναι το μόνο εμπόδιο στο δρόμο της. Η Κίνα αντιμετωπίζει πέραν του εμπορικού πολέμου και των επενδυτικών τειχών, που ορθώνει η Δύση, προκλήσεις, που ταλανίζουν και τον ανεπτυγμένο κόσμο, όπως η ραγδαία επιδείνωση των δημογραφικών τάσεων και ο σοβαρός οικονομικός (και όχι μόνο) αντίκτυπος της κλιματικής αλλαγής. Υπολογίζεται ότι μεταξύ 2013 και 2050 το εργατικό δυναμικό της χώρας θα έχει συρρικνωθεί κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες ως ποσοστό του πληθυσμού, από το 72% στο 61%. Μπορεί οι αντίπαλοί της να μην πέτυχαν να την φρενάρουν επί χρόνια, αλλά οι δικές της εσωτερικές αδυναμίες αποδεικνύονται η μεγαλύτερη απειλή.
Σύμφωνα με τους ειδικούς της CE θα βρει μπροστά της σοβαρές προκλήσεις και στην προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα, που φέρνει η αυτοματοποίηση και η τεχνητή νοημοσύνη. Αντιμετωπίζει όμως και πληθώρα διαρθρωτικών προβλημάτων, που δεν φρόντισε να λύσει τις καλές ημέρες. Ενδεικτικό της αμφισβήτησης των προοπτικών είναι πρόσφατο άρθρο του Martin Wolf στους Financial Times, το οποίο στηριζόμενο στα στοιχεία της CE, προειδοποιεί πως «το μέλλον μπορεί τελικά να μην ανήκει στην Κίνα».
Οι πιστώσεις εξακολουθούν να κατευθύνονται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στις κρατικά ελεγχόμενες επιχειρήσεις, ενώ και ο κρατικός έλεγχος επί των μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων αυξάνεται, γεγονός που θέτει εμπόδια στην καινοτομία και τον εκσυχρονισμό. Παράλληλα μετά το 2003 οι μεταρρυθμίσεις έχουν κατεβάσει αισθητά ταχύτητα, παρά τις συνεχείς διακηρύξεις του Σι Τζινπίνγκ για μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο, που θα στηρίζεται σε μικρότερο βαθμό στις εξαγωγές.
Το μέλλον της Κίνας από πολλές απόψεις φαντάζει πιο θολό και από εκείνο του «κουρασμένου» ανεπτυγμένου κόσμου. Αυτό εκπλήσσει τη Δύση, που φαίνεται να είχε ποντάρει στο γεγονός ότι ο δράκος θα έκανε συνεχή βήματα προς την οικονομία της αγοράς, αλλά και πιθανότατα προς τον εκδημοκρατισμό, χαλαρώνοντας το «βαρύ χέρι του κράτους». Τον περασμένο Μάρτιο οι προσδοκίες διαψεύστηκαν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, όταν καταργήθηκε το όριο των προεδρικών θητειών και ο Σι αυτοανακηρύχθηκε ηγέτης εφ’όρου ζωής.
Τότε ο Economicst έγραψε πως η «Δύση έκανε τελικά μεγάλο λάθος. Η Κίνα από ένα απολυταρχικό καθεστώς μετατρέπεται σε δικτατορία». Και εξηγούσε πώς αυτό δημιουργεί εμπόδια στην οικονομία, καταπνίγοντας κάθε πρωτοβουλία, που έρχεται σε αντίθεση με το «όραμα» του πανίσχυρου προέδρου.
Ο πολιτικός αυταρχισμός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την κινεζική οικονομία και για έναν επιπλέον λόγο: πυροδοτεί αγανάκτηση στους κόλπους της μεσαίας τάξης, που έχει τη μεγαλύτερη συμβολή στην κατανάλωση.
Τα τελευταία 40 χρόνια περισσότεροι από 700 εκατομμύρια Κινέζοι εξήλθαν από το καθεστώς φτώχειας. Έχει διαμορφωθεί μία μεσαία τάξη, που απολαμβάνει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, εκπαίδευσης και εργασίας από την προηγούμενη γενιά. Σύμφωνα με στοιχεία της McKinsey, αποτελείται από περίπου 225 εκατομμύρια νοικοκυριά με ετήσιο εισόδημα ύψους 75.000-80.000 γιουάν (11.500 δολάρια-43.000 δολάρια), έναντι μόλις 5 εκατ. το 2000. Η μεσαία τάξη είναι εκείνη, που αντιδρά στην εκτεταμένη διαφθορά, τις ανισορροπίες, την καταπίεση και απαιτεί έστω και διστακτικά περισσότερη λογοδοσία των αρχών.
Η Κίνα παραμένει σε κάθε περίπτωση μία άκρως υπολογίσιμη δύναμη. Είναι ο ισχυρότερος εξαγωγέας στον κόσμο (καλύπτοντας το 13% του συνόλου των παγκόσμιων εξαγωγών) και ο κορυφαίος καταναλωτής πρώτων υλών. Έχει αποκτήσει τον έλεγχο λιμανιών και άλλων καίριων υποδομών ανά τον κόσμο και έχει τη δύναμη να πυροδοτήσει αναταράξεις στην αμερικανική αγορά κρατικών ομολόγων ως κορυφαίος πιστωτής των ΗΠΑ. Η Δύση όμως υπερεκτίμησε την επιθυμία της να αλλάξει. Και η ίδια κινδυνεύει να πέσει θύμα των δικών της εμμονών.