Ένας από τους παράγοντες που κρατούν σε βραδείς ρυθμούς την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας είναι αναμφίβολα το λεγόμενο «χρηματοδοτικό κενό» στον ιδιωτικό τομέα, το οποίο ανέρχεται στο 4,5% του ΑΕΠ. Όπως προκύπτει από την ανάλυση των λογαριασμών των θεσμικών τομέων της οικονομίας, οι αποταμιεύσεις του ιδιωτικού τομέα δεν επαρκούν πλέον για τη χρηματοδότηση επενδύσεων στην πραγματική οικονομία. Ο λόγος δεν είναι άλλος από την αδυναμία των τραπεζών να ανοίξουν τις στρόφιγγες, αλλά και τις δσυκολίες χρηματοδότησης από τις κεφαλαιαγορές.
Ένας από τους παράγοντες που κρατούν σε βραδείς ρυθμούς την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας είναι αναμφίβολα το λεγόμενο «χρηματοδοτικό κενό» στον ιδιωτικό τομέα. Όπως προκύπτει από την ανάλυση των λογαριασμών των θεσμικών τομέων της οικονομίας, οι αποταμιεύσεις του ιδιωτικού τομέα δεν επαρκούν πλέον για τη χρηματοδότηση επενδύσεων στην πραγματική οικονομία. Ο λόγος δεν είναι άλλος από την αδυναμία των τραπεζών να ανοίξουν τις στρόφιγγες, αλλά και τις δσυκολίες χρηματοδότησης από τις κεφαλαιαγορές.
Στην πρόσφατη έκθεσή της για τη νομισματική πολιτική η Τράπεζα της Ελλάδας εξηγεί ότι από τα μέσα του 2016 και μετά, ένα μέρος των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα στην πραγματική οικονομία χρηματοδοτήθηκε με τη χρήση αποταμιεύσεων και χρηματοοικονομικού πλούτου παρελθόντων ετών, λύση που δεν είναι μακροχρόνια βιώσιμη. Γενικά, οι ιδιωτικοί αποταμιευτικοί πόροι που είναι διαθέσιμοι για επενδύσεις συρρικνώθηκαν από ένα μέγιστο 15,9% του ΑΕΠ το β’ τρίμηνο του 2009 σε ένα ελάχιστο 3,5% του ΑΕΠ το α’ τρίμηνο του 2017, με σημάδια ανάκαμψης έκτοτε (5,4% του ΑΕΠ το β’ τρίμηνο του 2018).
Τι προκάλεσε τη συρρίκνωση των αποταμιεύσεων
Η συρρίκνωση αυτή, σύμφωνα με τους ειδικούς της ΤτΕ, συνδέεται εν μέρει με την έντονη δημοσιονομική προσαρμογή που βασίστηκε ως επί τo πλείστον στην αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, αλλά οφείλεται και σε άλλους λόγους, όπως η προσπάθεια για σταδιακή εξομάλυνση της κατανάλωσης (consumption smoothing) και η ανάγκη για απομόχλευση του υψηλού χρέους του ιδιωτικού τομέα.
Όπως προκύπτει από την εθνικολογιστική ταυτότητα, η συσταλτική δημοσιονομική πολιτική ―η οποία την τελευταία τριετία χαρακτηρίζεται από δημοσιονομική υπεραπόδοση έναντι του στόχου του τρίτου προγράμματος για το πρωτογενές πλεόνασμα― στερεί πόρους από την πραγματική οικονομία, οι οποίοι δεν φαίνεται επί του παρόντος να αναπληρώνονται από αυξημένες εισροές κεφαλαίων από το εξωτερικό.
Οι ακαθάριστες επενδύσεις κεφαλαίου (“πραγματικές επενδύσεις”) του ιδιωτικού τομέα μειώθηκαν την τελευταία δεκαετία από 21,9% του ΑΕΠ το γ’ τρίμηνο του 2007 σε 8,7% του ΑΕΠ το β’ τρίμηνο του 2018 σε ετησιοποιημένη βάση (κινητό άθροισμα τεσσάρων τριμήνων). Το ίδιο διάστημα η συνολική χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα συρρικνώθηκε κατά πολύ περισσότερο, από 35,9% του ΑΕΠ σε 4,2% του ΑΕΠ. Η μεγάλη αυτή μείωση προήλθε τόσο από τον περιορισμό της εσωτερικής χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα από ιδίους πόρους όσο και από την κατάρρευση της εξωτερικής χρηματοδότησής του, πρωτίστως από τις τράπεζες και δευτερευόντως από τις εγχώριες και διεθνείς κεφαλαιαγορές.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι μια πιο λεπτομερής ανάλυση των πηγών χρηματοδότησης ανά υποπερίοδο δείχνει ότι η εικόνα διαφοροποιείται ουσιωδώς πριν και μετά τα μέσα του 2016 και αυτό οφείλεται κυρίως στις εξελίξεις στην εσωτερική χρηματοδότηση, ή αλλιώς στις ροές αποταμίευσης. Συγκεκριμένα, την περίοδο από τα μέσα του 2012 έως το α’ τρίμηνο του 2016 οι αποταμιεύσεις του ιδιωτικού τομέα επαρκούσαν για τις πραγματικές επενδύσεις του και συχνά τις υπερκάλυπταν, χωρίς συνεπώς να υπάρχει ανάγκη για χρηματοδότηση από τις αγορές. Αντίθετα, την περίοδο από τα μέσα του 2016 έως τα μέσα του 2018 οι ροές αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα μειώθηκαν σημαντικά και διαμορφώθηκαν χαμηλότερα από τις αυξανόμενες πραγματικές επενδύσεις, δημιουργώντας ένα χρηματοδοτικό κενό σε περιβάλλον αρνητικής αλλά βελτιούμενης εξωτερικής χρηματοδότησης.
Δεδομένης της δύσκολης πρόσβασης του ιδιωτικού τομέα σε τραπεζικό δανεισμό και χρηματοδότηση από τις αγορές, η αναιμική ιδιωτική αποταμίευση εμποδίζει την περαιτέρω ενίσχυση των επενδύσεων στην πραγματική οικονομία.Την εν λόγω περίοδο, οι επενδύσεις των νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, ενώ των επιχειρήσεων μόνο κατά 0,5 της ποσοστιαίας μονάδας. Σημειώνεται ότι το χρηματοδοτικό κενό μετρούμενο ως η διαφορά μεταξύ συνολικής χρηματοδότησης και πραγματικών επενδύσεων (total financing-investment gap) του ιδιωτικού τομέα ήταν υψηλότερο και αντιστοιχούσε σε 4,5% του ΑΕΠ το β’ τρίμηνο του 2018, καθώς η συνολική χρηματοδότηση συνυπολογίζει, εκτός από τις αποταμιεύσεις, και την αρνητική χρηματοδότηση από τις αγορές.
Τι πρέπει να γίνει
Όπως επισημαίνει η ΤτΕ η αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων στην πραγματική οικονομία προϋποθέτει είτε την αύξηση των εγχώριων αποταμιεύσεων του ιδιωτικού τομέα είτε την εξασφάλιση μεγαλύτερης χρηματοδότησης από το εξωτερικό σε πιο σταθερή βάση. Επίσης, ο ρόλος των ξένων άμεσων επενδύσεων είναι καταλυτικός στην ενίσχυση των συνολικών ιδιωτικών επενδύσεων της χώρας. Ταυτόχρονα, το τρέχον δημοσιονομικό μίγμα, που χαρακτηρίζεται από υψηλούς φορολογικούς συντελεστές και σχετικά αυξημένο μη μισθολογικό κόστος εργασίας, δυσχεραίνει την αναπτυξιακή διαδικασία δημιουργώντας αντικίνητρα για επενδύσεις και για μεγέθυνση των επιχειρήσεων .
«Συνεπώς, η επιδίωξη μιας λιγότερο συσταλτικής δημοσιονομικής πολιτικής, ευθυγραμμισμένης με το στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος της γενικής κυβέρνησης στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, θα βοηθούσε στην ενίσχυση των εγχώριων ιδιωτικών αποταμιεύσεων, στο βαθμό που τις επηρεάζει, και κατ’ επέκταση θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη ευχέρεια χρηματοδότησης των ιδιωτικών επενδύσεων, σε συνδυασμό με μια αύξηση της χρηματοδότησης από τις τράπεζες και τις κεφαλαιαγορές» καταλήγει η ΤτΕ.