H Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξέδωσε γνώμη όσον αφορά την προτεινόμενη οδηγία σχετικά με τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά.
Η προτεινόμενη οδηγία αποτελεί μία ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη πρωτοβουλία, καθώς προβαίνει στη θέσπιση διεξοδικού νομικού πλαισίου για τις υπηρεσίες πληρωμών στην ΕΕ. Η μεγάλη διαφοροποίηση που χαρακτηρίζει σήμερα τις εθνικές νομοθεσίες στον τομέα των πληρωμών δυσχεραίνει την υλοποίηση του ενιαίου χώρου πληρωμών σε ευρώ (Single Euro Payment Area − SEPA). Ως εκ τούτου, η εναρμόνιση των νομικών προδιαγραφών που αφορούν τις πληρωμές συνιστά μέτρο κεφαλαιώδους σημασίας, το οποίο θα συνδράμει την τραπεζική κοινότητα στην προσπάθειά της να δημιουργήσει τον SEPA.
Παρά τη θετική αυτή γενική αξιολόγηση, στη γνώμη της ΕΚΤ επισημαίνονται ορισμένες πτυχές της προτεινόμενης οδηγίας, που θα πρέπει να προσαρμοστούν προκειμένου να διαφυλαχθεί η ομαλή λειτουργία της υποδομής των συστημάτων πληρωμών. Ειδικότερα, η ΕΚΤ διατυπώνει μία σειρά προβληματισμών όσον αφορά την έκταση των δραστηριοτήτων που ασκούν τα «ιδρύματα πληρωμών», τα οποία αποτελούν καινοφανή έννοια που εισάγεται με την προτεινόμενη οδηγία. Εν προκειμένω, η προτεινόμενη οδηγία δεν είναι επαρκώς σαφής σε ό,τι αφορά (i) τα είδη της δραστηριότητας που επιτρέπεται να ασκούν τα ιδρύματα πληρωμών και (ii) το επιτρεπτό της τήρησης από αυτά υπολοίπων με οικονομικά χαρακτηριστικά παρόμοια των καταθέσεων ή του ηλεκτρονικού χρήματος, καθώς και της χορήγησης πίστης χρηματοδοτούμενης από κεφάλαια τα οποία λαμβάνουν από το κοινό. Η ασάφεια των ζητημάτων αυτών καθιστά την προτεινόμενη οδηγία επιρρεπή σε διαφορετικές ερμηνείες. Θα πρέπει, επομένως, να υπάρξουν τα κατάλληλα εχέγγυα για την προστασία από τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται και τους οποίους εγείρουν τα ιδρύματα πληρωμών. Εάν επιτραπεί στα τελευταία η τήρηση υπολοίπων που από οικονομική και νομική άποψη θα εξομοιώνονται με καταθέσεις, τα εχέγγυα θα πρέπει να είναι ανάλογα με εκείνα που εφαρμόζονται στην περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων ή/και των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος.
Εάν το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εισαγάγουν τη νέα αυτή κατηγορία ιδρυμάτων, η προτεινόμενη οδηγία θα πρέπει να τροποποιηθεί προκειμένου να διευκρινίζεται με τρόπο ρητό ότι τα ιδρύματα πληρωμών δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν κεφάλαια πελατών στη διάρκεια του περιορισμένου χρονικού διαστήματος κατά το οποίο τα κεφάλαια αυτά μεταφέρονται από τον πληρωτή στο δικαιούχο. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω του περιορισμού των επιτρεπόμενων δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων πληρωμών και της θέσπισης των κατάλληλων εχεγγύων.
Εάν η έκδοση της προτεινόμενης οδηγίας καθυστερήσει, ενδέχεται να τεθούν σε κίνδυνο τόσο η θέσπιση ρυθμίσεων συμβατών με τον SEPA την 1η Ιανουαρίου 2008 όσο και η πλήρης μετάβαση στα μέσα του SEPA έως το 2010. Εάν υπάρξει παράταση στις διαπραγματεύσεις, θα πρέπει να εξεταστεί η δυνατότητα διάσπασης της οδηγίας, κατά τρόπο ώστε να δοθεί προτεραιότητα στην έκδοση των διατάξεων αυτής που είναι απαραίτητες για την επιτυχή υλοποίηση του SEPA.
Η γνώμη της ΕΚΤ θα δημοσιευθεί προσεχώς στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εν συνεχεία θα καταστεί διαθέσιμη σε όλες τις επίσημες κοινοτικές γλώσσες στο δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.